περισπάω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(T21)
(6)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=περίσπω: [[imperfect]] [[passive]] 3rd [[person]] [[singular]] περιεσπᾶτο; from [[Xenophon]] [[down]]; to [[draw]] [[around]] ([[περί]], III:1), to [[draw]] [[away]], [[distract]]; [[passive]] [[metaphorically]], to be driven [[about]] mentally, to be [[distracted]]: [[περί]] τί, i. e. to be [[over]]-[[occupied]], [[too]] [[busy]], [[about]] a [[thing]], A. V. cumbered); in the [[same]] [[sense]] [[with]] τῇ [[διάνοια]] added, [[Polybius]] 3,105, 1; 4,10, 3; Diodorus 1,74; περισπαν [[τόν]] ἀργόν δῆμον [[περί]] τάς [[ἔξω]] στρατείας, [[Dionysius]] [[Halicarnassus]], Antiquities 9,43; [[passive]], to be [[distracted]] [[with]] cares, to be [[troubled]], distressed (cf. Winer's Grammar, 23), for עָנָה, Ecclesiastes 3:10.
|txtha=περίσπω: [[imperfect]] [[passive]] 3rd [[person]] [[singular]] περιεσπᾶτο; from [[Xenophon]] [[down]]; to [[draw]] [[around]] ([[περί]], III:1), to [[draw]] [[away]], [[distract]]; [[passive]] [[metaphorically]], to be driven [[about]] mentally, to be [[distracted]]: [[περί]] τί, i. e. to be [[over]]-[[occupied]], [[too]] [[busy]], [[about]] a [[thing]], A. V. cumbered); in the [[same]] [[sense]] [[with]] τῇ [[διάνοια]] added, [[Polybius]] 3,105, 1; 4,10, 3; Diodorus 1,74; περισπαν [[τόν]] ἀργόν δῆμον [[περί]] τάς [[ἔξω]] στρατείας, [[Dionysius]] [[Halicarnassus]], Antiquities 9,43; [[passive]], to be [[distracted]] [[with]] cares, to be [[troubled]], distressed (cf. Winer's Grammar, 23), for עָנָה, Ecclesiastes 3:10.
}}
{{lsm
|lsmtext='''περισπάω:''' μέλ. <i>-σπάσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αποσπώ]] από τα [[πέριξ]], [[αφαιρώ]] — Μέσ., [[απογυμνώνω]] κάποιον, <i>τὴν τιάραν</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[εξάγω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[παρακάμπτω]], λέγεται για το [[στράτευμα]], σε Πολύβ.· λέγεται για το [[χαλινάρι]] του αλόγου, οὐ [[πάνυ]] [[περισπάω]], δεν [[τραβώ]] εδώ και [[εκεί]] με [[δύναμη]], σε Λουκ. — Μέσ., περισπώμενος [[τὰς]] ὄψεις, [[περιστρέφω]] τα μάτια μου, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[έλκω]] ή [[αποσπώ]] την [[προσοχή]], σε Αριστ. — Παθ., είμαι [[ταραγμένος]] ή απασχολημένος σε δουλειά, [[περί]] τι, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισπάω Medium diacritics: περισπάω Low diacritics: περισπάω Capitals: ΠΕΡΙΣΠΑΩ
Transliteration A: perispáō Transliteration B: perispaō Transliteration C: perispao Beta Code: perispa/w

English (LSJ)

fut.

   A -σπάσω D.S.20.3, A.D.Pron.87.15 :—draw off from around, strip off, Isoc.Ep.9.10 ; τὸ χλαμύδιον αὑτοῦ π. D.S.19.9, etc.:—Med., strip oneself of, τὴν τιάραν X.Cyr.3.1.13 (so also in Act., π. τὴν πορφύραν Plu. Aem.23).    2 strip bare, περισπάσας ξίφος (Pierson χερὶ σπάσας) E. IT296.    II wheel about, of a general, Plb.1.76.5 ; intr. of the troops, Id.3.116.5 ; esp. wheel twice through a right angle, Ascl. Tact.12.6,al. ; of a horse's bit, οὐ πάνυ π. not pulling it violently round, Luc.Merc.Cond.21.    III draw off or away, divert, εἰς τοὐναντίον [τὴν πολιτείαν] Arist.Pol.1307a24 ; τροφὴν εἰς τὸ περικάρπιον Thphr.CP1.16.2 ; π. τοὺς Ῥωμαίους Plb.9.22.5 ; τὸν πόλεμον Id.1.26.1 ; π. τὴν δύναμιν αὐτοῦ draw it away, Plu.Cic.45 ; ἀπὸ τῆς πατρίδος π. τοὺς βαρβάρους D.S.20.3 ; τὸν ἐντὸς . . θόρυβον ἐπὶ τοὺς ἔξω πολέμους D.H.6.23 ; π. περὶ τὰς ἔξω στρατείας τὸν δῆμον Id.9.43 : —Pass., π. ὑπό τινων PStrassb.112.13 (ii B. C.) ; πάντῃ τὰς ὄψεις περισπώμενος Luc. DDeor.30.11 ; ἕως τοῦ ἔξω τόπου π. to be drawn away and expanded, opp. συστέλλεσθαι, Arist.Pr.863a5.    b detach, Συρίαν τινός App. Syr.1, cf. Hann.56 ; τινὰς αὐτοῦ τῶν ἀκροατῶν Phld.Acad.Ind.p.79 M.    2 disturb, vex, Men.Epit.504, LXX Ec.5.19 :—Pass., ὑπὸ τῶν τελωνῶν PSI3.384.5 (ii B. C.).    3 divert, distract, Plu.2.96b, 16oc ; π. [τὴν διάνοιαν] ἀπό τινος Metrod.Herc.831.4, cf. Phld.Rh.2.53 S., al., Onos.42.6 :—Pass., to be distracted or engaged, π. ταῖς διανοίαις Plb. 15.3.4 ; ὑπὸ βιωτικῆς χρείας D.S.2.29, cf. Phld.Po.Herc.994.24, al.; μηδ' ὑφ' ἑνὸς περισπωμένη ἡ πόλις IG22.1304.7 ; περί τινος LXX Si.41.2 ; περὶ πολλὴν διακονίαν Ev.Luc.10.40 : abs., Plb.4.10.3.    4 steal, ἀργυροῦν ἢ χρυσοῦν ἀνάθημα Philostr.Gym.45 :—Pass., ἅπαντα περιέσπασμαι I have been robbed of all, Men.Epit.143.    5 Pass., c. inf., to be compelled to do a thing, περιησπάσθην (sic) ἀνενεγκεῖν PUniv.Giss.19.4 (i A. D.).    IV Gramm., pronounce a vowel or word with the circumflex, A.D.Pron.33.24, al., Plu.Thes.26, etc.; esp. on the last syllable, Ath.2.52f, etc.; π. τὸν τόνον A.D.Pron.87.15 ; τῷ τόνῳ Gal.16.495 ; περισπώμεναι [λέξεις] D.H.Comp.11 ; π. [προσῳδία] D.T.630.2, Ph.1.29 ; περισπώμενος [φθόγγος] ib.46.

German (Pape)

[Seite 591] (s. σπάω), 1) herum, darüber ziehen, reißen. – 2) ringsum abziehen, wegnehmen, bes. wie π εριδύω (die Kleider), Einen ganz ausziehen; dah. ξίφος περισπᾷν, ein Schwert rings entblößen, ganz aus der Scheide ziehen, Eur. I. T. 296; περισπᾶσθαι τὴν τιάραν, vom Kopfe reißen, Xen. Cyr. 3, 1, 13. – 3) weg- u. anderswohin ziehen, πόλεμον ἐκεῖ, Pol. 1, 26, 1, τοὺς Ῥωμαίους, 9, 22, 5, ihre Aufmerksamkeit oder Sorge auf einen andern Punkt hinrichten (wie Plut. Fab. 22); vgl. περισπᾶσθαι ταῖς διανοίαις, 15, 3, 4; in der Taktik, schwenken u. Kehrt machen lassen, 1, 76, 5; Luc. vrbdt auch πάντῃ τὰς ὄψεις περισπώμενος, D. D. 20, 11; – Gramm. συλλαβήν, eine Sylbe lang mit dem Circumflex aussprechen, Plut. Thes. 26, Scholl.

Greek (Liddell-Scott)

περισπάω: μέλλ. -σπάσω, ἀποσπῶ ἀπὸ τὰ πέριξ τινός, ἀφαιρῷ πανταχόθεν, ἀπογυμνῶ, ὡς τὸ περιαιρέω, Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 9. 12· τὸ χλαμύδιον ἑαυτοῦ περιέσπασε Διόδ. 19. 9, κτλ.· ― Μέσ., ἀφαιρῶ ἀπ’ ἐμαυτοῦ μετὰ βίας, περιεσπάσατο τὴν τιάραν Ξεν. Κύρ. 3. 1, 13. 2) ἐξάγω, ξίφος περισπάσας (ἔνθα ὁ Markland χειρὶ σπάσας) Εὐρ. Ι. Τ. 296. ΙΙ. παραγγέλω περίκαμψιν, περικάμπτω, ἐπὶ στρατηγοῦ ἐν μάχῃ, Πολύβ. 1. 76, 5· ἐπὶ τοῦ χαλινοῦ ἵππου, δέχῃ τοίνυν τὸν χαλινὸν μύσας καὶ τὰ πρῶτα εὐάγωγος εἶ πρὸς αὐτὸν οὐ πάνυ περισπῶντα, διότι δέν σε τραβᾷ πρὸς τὰ ἐδῶ καὶ πρὸς τὰ ἐκεῖ μὲ πολλὴν δύναμιν, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 21· ― Μέσ., περισπώμενος τὰς ὄψεις, περιστρέφων τοὺς ὀφθαλμούς του, ὁ αὐτ. ἐν Θεῶν Διαλ. 20. 11. ΙΙΙ. περιέλκω, ἀποσπῶ τὴν προσοχήν τινος ἀλλαχοῦ, ἐπασχολῶ τινα εἴς τι, μεταφέρω, εἰς τοὐναντίον [τὴν πολιτείαν] Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 8· τροφὴν εἰς τὸ περικάρπιον Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 16, 2· π. τοὺς Ρωμαίους Πολύβ. 9. 22, 5· τὸν πόλεμον ὁ αὐτ. 1. 26, 1· π. τὴν δύναμιν αὐτοῦ, νὰ ἀποσύρῃ, Πλουτ. Κικ. 45· ἀπὸ τῆς πατρίδος π. τοὺς βαρβάρους Διόδ. 20. 3· τὸν ἐντός... θόρυβον ἐπὶ τοὺς ἔξω πολέμους Διον. Ἁλ. 6. 23· π. περὶ τὰς ἔξω στρατείας τὸν δῆμον ὁ αὐτ. 9. 43· ― Παθ., τὸ θερμὸν ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται, ἀποσύρεται καὶ ἐκτείνεται, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ συστέλλεται, Ἀριστ. Προβλ. 1. 29, 4. 2) ἀποσπῶ τινος τὴν προσοχήν, φέρω, περισπασμόν, Πλούτ. 2. 160C· ― Παθ., ἐπασχολοῦμαι, ἐνασχολοῦμαι, περισπᾶσθαι ταῖς διανοίαις Πολύβ. 15. 3, 4· ἀπολ., ὁ αὐτ. 4. 10, 3, Διόδ. 2. 29· π. περί τι Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 40. IV. παρὰ τοῖς γραμματικοῖς, τίθημι τὸ σημεῖον τῆς περισπωμένης ἐπὶ τοῦ φωνήεντος λέξεως, Πλουτ. Θησ. 26, κτλ.· μάλιστα ἐπὶ τῆς ληγούσης, Τρύφων παρ’ Ἀθην. 397Ε, κτλ.· περισπώμεναι λέξεις Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11, κτλ. ― Κατὰ Σουΐδ.: «περισπᾶν, ἐξαπατᾶν, καὶ τὸ μετὰ βίας ἀφαιρεῖσθαί τι· περισπᾷ δὲ παρὰ Σοφοκλεῖ ἀντὶ τοῦ φυλαξάμενος αὐτοῖς συμπεσοῦσιν ἐμπεσεῖν, ἔξω ἀπ’ αὐτῶν περισπᾷ, τουτέστι τοῖς ἡνιόχοις. Πολύβιος «‘ἦν δὲ τοῖς Ρωμαίοις πρόθεσις ἐς Λιβύην πλεῖν καὶ τὸν πόλεμον ἐκεῖ περισπᾶν’», πρβλ. Φώτ. ἐν λέξ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. tirer autour, particul.
1 t. de tact. faire faire une conversion à droite ou à gauche, particul. faire obliquer deux fois;
2 ôter en tirant autour de soi : ξίφος EUR une épée;
II. tirer ou entraîner d’un autre côté : τινα, qqn (l’ennemi) ; fig. distraire l’attention, occuper par une diversion ou une distraction, acc.;
III. t. de gramm. tirer en sens contraire ; περισπᾶν συλλαβήν PLUT prononcer une syllabe avec l’accent circonflexe ; Pass. être marqué de l’accent circonflexe ; περισπώμενος, ή, όν, qui est frappé de l’accent périspomène ; ἡ περισπωμένη (προσῳδία) le périspomène;
Moy. περισπάομαι-ῶμαι;
1 ôter d’autour de : τιάραν XÉN ôter la tiare de sa tête;
2 tourner autour de soi (ses regards), acc..
Étymologie: περί, σπάω.

English (Strong)

from περί and σπάω; to drag all around, i.e. (figuratively) to distract (with care): cumber.

English (Thayer)

περίσπω: imperfect passive 3rd person singular περιεσπᾶτο; from Xenophon down; to draw around (περί, III:1), to draw away, distract; passive metaphorically, to be driven about mentally, to be distracted: περί τί, i. e. to be over-occupied, too busy, about a thing, A. V. cumbered); in the same sense with τῇ διάνοια added, Polybius 3,105, 1; 4,10, 3; Diodorus 1,74; περισπαν τόν ἀργόν δῆμον περί τάς ἔξω στρατείας, Dionysius Halicarnassus, Antiquities 9,43; passive, to be distracted with cares, to be troubled, distressed (cf. Winer's Grammar, 23), for עָנָה, Ecclesiastes 3:10.

Greek Monotonic

περισπάω: μέλ. -σπάσω,
I. 1. αποσπώ από τα πέριξ, αφαιρώ — Μέσ., απογυμνώνω κάποιον, τὴν τιάραν, σε Ξεν.
2. εξάγω, σε Ευρ.
II. παρακάμπτω, λέγεται για το στράτευμα, σε Πολύβ.· λέγεται για το χαλινάρι του αλόγου, οὐ πάνυ περισπάω, δεν τραβώ εδώ και εκεί με δύναμη, σε Λουκ. — Μέσ., περισπώμενος τὰς ὄψεις, περιστρέφω τα μάτια μου, στον ίδ.
III. έλκω ή αποσπώ την προσοχή, σε Αριστ. — Παθ., είμαι ταραγμένος ή απασχολημένος σε δουλειά, περί τι, σε Καινή Διαθήκη