Σαμοθρᾴκη: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Σᾰμοθρᾴκη:''' [ᾱ], Ιων. -θρηίκη, <i>ἡ</i>, η Σαμοθράκη, [[νησί]] του βορειοανατολικού Αιγαίου κοντά στη Θράκη· ο [[τόπος]] τέλεσης των Καβειρίων Μυστηρίων, σε Ηρόδ.· οι κάτοικοί της ονομάζονταν <i>Σαμοθρήικες</i>, στον ίδ.· επίθ., Σᾱμοθρᾴκιος, <i>-α</i>, <i>-ον</i>, Ιων. -θρηΐκιος, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''Σᾰμοθρᾴκη:''' [ᾱ], Ιων. -θρηίκη, <i>ἡ</i>, η Σαμοθράκη, [[νησί]] του βορειοανατολικού Αιγαίου κοντά στη Θράκη· ο [[τόπος]] τέλεσης των Καβειρίων Μυστηρίων, σε Ηρόδ.· οι κάτοικοί της ονομάζονταν <i>Σαμοθρήικες</i>, στον ίδ.· επίθ., Σᾱμοθρᾴκιος, <i>-α</i>, <i>-ον</i>, Ιων. -θρηΐκιος, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''Σᾰμοθρᾴκη:''' ион. Σᾰμοθρηΐκη ἡ Самофракия (остров у фракийского побережья Эгейского моря) Her., Arph., Xen., Arst.
}}
}}

Revision as of 12:22, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σᾰμοθρᾴκη Medium diacritics: Σαμοθρᾴκη Low diacritics: Σαμοθράκη Capitals: ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ
Transliteration A: Samothrā́ikē Transliteration B: Samothrakē Transliteration C: Samothraki Beta Code: *samoqra/|kh

English (LSJ)

Ion. Σαμοθρηΐκη, ἡ, Samothrace, Hdt.6.47; the seat of the mysteries of the Cabeiri, Id.2.51; called Σάμος Θρηϊκίη in Hom., Il.13.12, h.Ap.34; and simply Σάμος, Il.24.78,753. Adj. Σᾰμόθρᾳξ (not Σαμοθρᾴξ), Hdn.Gr.1.42, Choerob.in Theod.1.187 H., etc.; Ion. pl.

   A Σαμοθρήϊκες Hdt.2.51, 8.90; also Σᾰμοθρᾴκιος, Ion. Σαμοθρηΐκιος, η, ον, Id.7.59,108.

Greek (Liddell-Scott)

Σᾰμοθρᾴκη: Ἰωνικ. -θρηΐκη, ἡ, νῆσος πλησίον τῆς Θρᾴκης ἀξία λόγου ἐπὶ τῷ πρωΐμῳ πολιτισμῷ τῶν κατοίκων αὐτῆς, Ἡρόδ. 6. 47· ὑπῆρξε δὲ ἡ ἕδρα τῶν μυστηρίων τῶν Καβείρων, ὁ αὐτ. 2. 51· καλεῖται Σάμος Θρηϊκίη παρ’ Ὁμ., Ἰλ. Ν. 12, Ὕμν. εἰς Ἀπολλ. 34· καὶ ἁπλῶς Σάμος, Ἰλ. Ω. 78, 753. - Παλαιότερον ἔτι ὄνομα αὐτῆς ἦν Λευκωσία, Ἀριστ. Ἀποσπ. 538· καὶ Δαρδανία. Παυσ. 7. 4, 3. Ὁ κάτοικος τῆς νήσου ἐκαλεῖτο Σᾰμόθρᾳξ (οὐχὶ Σαμοθρᾴξ), Χοιροβοσκ. 176. 4, Ἐτυμολ. Μέγ.· Ἰων. πληθ. Σαμοθρήϊκες, Ἡρόδ. 2. 51., 8. 90· ἐπίθετ. Σᾰμοθρᾴκιος, Ἰωνικ. -θρηΐκιος, η, ον, Ἡρόδ. 7. 59, 108· πρβλ. τὸ ἑπόμ. καὶ ἴδε Κάβειροι.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
Samothrace, île à l’embouchure de l’Hèbre.
Étymologie: Σαμοθρᾴξ.

English (Strong)

from Σάμος and Thraike (Thrace); Samo-thrace (Samos of Thrace), an island in the Mediterranean: Samothracia.

English (Thayer)

(Σαμοθρᾴκη Rbez elz G (as here and there in secular authors; see Pape, Eigennamen, under the word); according to some 'height of Thrace', according to others 'Thracian Samos' (cf. Σάμος); other opinions see in Pape, the passage cited), Σαμοθρακης, ἡ, Samothrace, an island of the Aegean Sea, about 38 miles distant from the coast of Thrace where the river Hebrus empties into the sea (Pliny, h. n. 4,12 (23)) (now Samothraki): Acts 16:11.

Greek Monotonic

Σᾰμοθρᾴκη: [ᾱ], Ιων. -θρηίκη, , η Σαμοθράκη, νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου κοντά στη Θράκη· ο τόπος τέλεσης των Καβειρίων Μυστηρίων, σε Ηρόδ.· οι κάτοικοί της ονομάζονταν Σαμοθρήικες, στον ίδ.· επίθ., Σᾱμοθρᾴκιος, , -ον, Ιων. -θρηΐκιος, , -ον, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

Σᾰμοθρᾴκη: ион. Σᾰμοθρηΐκη ἡ Самофракия (остров у фракийского побережья Эгейского моря) Her., Arph., Xen., Arst.