κεφάλι: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(20)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ [[κεφάλι]] και κεφάλιν)<br /><b>1.</b> η [[κεφαλή]] του ανθρώπου ή τών ζώων<br /><b>2.</b> [[οτιδήποτε]] μοιάζει με [[κεφάλι]] (α. «ένα [[κεφάλι]] [[σκόρδο]]» β. «[[κεφάλι]] [[τυρί]]» γ. «καὶ ψήσετε μικρούτζικον κεφάλιν κρομμυδίτζιν», Πρόδρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το αυτοτελές [[άτομο]] ενός συνόλου («έχει [[εκατό]] κεφάλια πρόβατα»)<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> το μορφολογικά διαφοροποιημένο πρόσθιο [[τμήμα]] του σώματος τών αμφιπλευροσυμμετρικών ζώων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σπάω]] το [[κεφάλι]] μου» — [[προσπαθώ]] να θυμηθώ [[κάτι]], [[αλλά]] δεν [[μπορώ]] β) «μεγάλο [[κεφάλι]]» ή «γερό [[κεφάλι]]» — [[άνθρωπος]] πολύ μορφωμένος ή πολύ [[έξυπνος]]<br />γ) «[[ξερό]] [[κεφάλι]]» ή «αγύριστο [[κεφάλι]]» ή «μουλαρήσιο [[κεφάλι]]» — [[άνθρωπος]] [[πεισματάρης]], [[ισχυρογνώμων]]<br />δ. «[[κάνω]] του κεφαλιού μου» — [[κάνω]] ό,τι [[νομίζω]] εγώ σωστό, [[χωρίς]] να [[λαμβάνω]] υπ' όψιν συμβουλές άλλων<br />ε) «το έβγαλα απ' το [[κεφάλι]] μου» — το επινόησα [[μόνος]] μου [[χωρίς]] υποδείξεις<br />στ) «θα φας το [[κεφάλι]] σου» — θα πάθεις [[ζημιά]]<br />ζ) «[[σηκώνω]] [[κεφάλι]]» — [[παίρνω]] [[θάρρος]]<br />η) «δεν [[σηκώνω]] [[κεφάλι]] απ' τη δουλειά» — [[εργάζομαι]] αδιάκοπα, [[είμαι]] [[ολόψυχα]] προσηλωμένος στη δουλειά μου<br />θ) «κατεβάζει το [[κεφάλι]] του» [[είναι]] εφευρετικό [[μυαλό]]<br />ι) «[[κόβω]] το [[κεφάλι]] μου» ή «[[βάζω]] το [[κεφάλι]] μου στη [[φωτιά]]» ή «[[βάζω]] το [[κεφάλι]] μου στο [[σακί]]» — [[είμαι]] τόσο [[σίγουρος]] γι' αυτό που λέω ώστε στοιχιματίζω [[ακόμη]] και τη ζωή μου<br />ια) «θα χτυπήσω το [[κεφάλι]] μου» — θα μετανιώσω [[πικρά]]<br />ιβ) «έπεσε με το [[κεφάλι]]» — αρρώστησε [[σοβαρά]]<br />ιγ) «[[βάζω]] το [[κεφάλι]] μου στον τορβά» — [[διακινδυνεύω]] τη ζωή μου<br />δ) «[[κάνω]] [[κεφάλι]]» — [[μεθώ]], ζαλίζομαι<br />ιε) «[[στέκομαι]] [[πάνω]] από το [[κεφάλι]] κάποιου» — [[πιέζω]] κάποιον<br />ιστ) «φύγε από το [[κεφάλι]] μου» — άφησε με ήσυχο<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το [[κεφάλι]]» — γι' αυτούς που, ενώ έχουν άδικο, εναντιώνονται σ' εκείνους που έχουν δίκιο ή γι' αυτούς που, ενώ λόγω της θέσης τους δεν [[πρέπει]] να εναντιωθούν σε κάποιον ανώτερο, [[ωστόσο]] το κάνουν<br />β) «[[λαγός]] τη φτέρην έτριβε, [[κακό]] του κεφαλιού του» — γι' αυτούς που κάνουν [[ζημιά]] στον εαυτό τους<br />γ) «πέφτει το ένα [[κεφάλι]], σηκώνεται το [[άλλο]]» — γι' αυτούς που κληρονομούν [[περιουσία]] συγγενούς που πέθανε<br />δ) «το [[ψάρι]] απ' το [[κεφάλι]] βρομά»<br />i) τα μεγάλα [[δεινά]] για ένα [[σύνολο]] προέρχονται από τη διεφθαρμένη [[ηγεσία]] του<br />ii) για τα παθήματα του καθενός [[κανένας]] [[άλλος]] δεν φταίει [[παρά]] μόνο η [[αφροσύνη]] του ίδιου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[σηκώνω]] [[κεφάλι]]» — [[επαναστατώ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[κορυφή]], το [[πάνω]] [[μέρος]] τόπου ή αντικειμένου<br /><b>2.</b> η [[αρχή]] ενός πράγματος<br /><b>3.</b> [[τμήμα]], [[κεφάλαιο]] συγγράμματος<br /><b>4.</b> [[σύνολο]]<br /><b>5.</b> [[νους]], [[κρίση]], [[γνώμη]]<br /><b>6.</b> [[αρχηγός]], [[υπεύθυνος]] επικεφαλής<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κάμνω]] [[κεφάλι]]» — [[επαναστατώ]], [[στασιάζω]]<br />β) «[[βάζω]] το [[κεφάλι]](ν) μου» — [[ριψοκινδυνεύω]]<br />γ) «[[βγάζω]] [[κεφάλι]]» — επιβάλλομαι, [[υπερισχύω]]<br />δ) «[[είμαι]] [[κεφάλι]] [[απάνω]] σέ κάποιον» — [[καταδυναστεύω]] κάποιον, [[είμαι]] [[κυρίαρχος]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Κεφάλ</i>-<i>ιον</i> (υποκορ. του [[κεφαλή]]) &GT; <i>κεφάλιν</i> &GT; [[κεφάλι]], με [[απώλεια]] της υποκοριστικής σημ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κεφαλάρι]], [[κεφάλας]], [[κεφαλιά]], [[κεφαλιακός]], [[κεφαλιάτικος]], [[κεφαλιωμένος]]].
|mltxt=το (Μ [[κεφάλι]] και κεφάλιν)<br /><b>1.</b> η [[κεφαλή]] του ανθρώπου ή τών ζώων<br /><b>2.</b> [[οτιδήποτε]] μοιάζει με [[κεφάλι]] (α. «ένα [[κεφάλι]] [[σκόρδο]]» β. «[[κεφάλι]] [[τυρί]]» γ. «καὶ ψήσετε μικρούτζικον κεφάλιν κρομμυδίτζιν», Πρόδρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το αυτοτελές [[άτομο]] ενός συνόλου («έχει [[εκατό]] κεφάλια πρόβατα»)<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> το μορφολογικά διαφοροποιημένο πρόσθιο [[τμήμα]] του σώματος τών αμφιπλευροσυμμετρικών ζώων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σπάω]] το [[κεφάλι]] μου» — [[προσπαθώ]] να θυμηθώ [[κάτι]], [[αλλά]] δεν [[μπορώ]] β) «μεγάλο [[κεφάλι]]» ή «γερό [[κεφάλι]]» — [[άνθρωπος]] πολύ μορφωμένος ή πολύ [[έξυπνος]]<br />γ) «[[ξερό]] [[κεφάλι]]» ή «αγύριστο [[κεφάλι]]» ή «μουλαρήσιο [[κεφάλι]]» — [[άνθρωπος]] [[πεισματάρης]], [[ισχυρογνώμων]]<br />δ. «[[κάνω]] του κεφαλιού μου» — [[κάνω]] ό,τι [[νομίζω]] εγώ σωστό, [[χωρίς]] να [[λαμβάνω]] υπ' όψιν συμβουλές άλλων<br />ε) «το έβγαλα απ' το [[κεφάλι]] μου» — το επινόησα [[μόνος]] μου [[χωρίς]] υποδείξεις<br />στ) «θα φας το [[κεφάλι]] σου» — θα πάθεις [[ζημιά]]<br />ζ) «[[σηκώνω]] [[κεφάλι]]» — [[παίρνω]] [[θάρρος]]<br />η) «δεν [[σηκώνω]] [[κεφάλι]] απ' τη δουλειά» — [[εργάζομαι]] αδιάκοπα, [[είμαι]] [[ολόψυχα]] προσηλωμένος στη δουλειά μου<br />θ) «κατεβάζει το [[κεφάλι]] του» [[είναι]] εφευρετικό [[μυαλό]]<br />ι) «[[κόβω]] το [[κεφάλι]] μου» ή «[[βάζω]] το [[κεφάλι]] μου στη [[φωτιά]]» ή «[[βάζω]] το [[κεφάλι]] μου στο [[σακί]]» — [[είμαι]] τόσο [[σίγουρος]] γι' αυτό που λέω ώστε στοιχιματίζω [[ακόμη]] και τη ζωή μου<br />ια) «θα χτυπήσω το [[κεφάλι]] μου» — θα μετανιώσω [[πικρά]]<br />ιβ) «έπεσε με το [[κεφάλι]]» — αρρώστησε [[σοβαρά]]<br />ιγ) «[[βάζω]] το [[κεφάλι]] μου στον τορβά» — [[διακινδυνεύω]] τη ζωή μου<br />δ) «[[κάνω]] [[κεφάλι]]» — [[μεθώ]], ζαλίζομαι<br />ιε) «[[στέκομαι]] [[πάνω]] από το [[κεφάλι]] κάποιου» — [[πιέζω]] κάποιον<br />ιστ) «φύγε από το [[κεφάλι]] μου» — άφησε με ήσυχο<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το [[κεφάλι]]» — γι' αυτούς που, ενώ έχουν άδικο, εναντιώνονται σ' εκείνους που έχουν δίκιο ή γι' αυτούς που, ενώ λόγω της θέσης τους δεν [[πρέπει]] να εναντιωθούν σε κάποιον ανώτερο, [[ωστόσο]] το κάνουν<br />β) «[[λαγός]] τη φτέρην έτριβε, [[κακό]] του κεφαλιού του» — γι' αυτούς που κάνουν [[ζημιά]] στον εαυτό τους<br />γ) «πέφτει το ένα [[κεφάλι]], σηκώνεται το [[άλλο]]» — γι' αυτούς που κληρονομούν [[περιουσία]] συγγενούς που πέθανε<br />δ) «το [[ψάρι]] απ' το [[κεφάλι]] βρομά»<br />i) τα μεγάλα [[δεινά]] για ένα [[σύνολο]] προέρχονται από τη διεφθαρμένη [[ηγεσία]] του<br />ii) για τα παθήματα του καθενός [[κανένας]] [[άλλος]] δεν φταίει [[παρά]] μόνο η [[αφροσύνη]] του ίδιου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[σηκώνω]] [[κεφάλι]]» — [[επαναστατώ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[κορυφή]], το [[πάνω]] [[μέρος]] τόπου ή αντικειμένου<br /><b>2.</b> η [[αρχή]] ενός πράγματος<br /><b>3.</b> [[τμήμα]], [[κεφάλαιο]] συγγράμματος<br /><b>4.</b> [[σύνολο]]<br /><b>5.</b> [[νους]], [[κρίση]], [[γνώμη]]<br /><b>6.</b> [[αρχηγός]], [[υπεύθυνος]] επικεφαλής<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κάμνω]] [[κεφάλι]]» — [[επαναστατώ]], [[στασιάζω]]<br />β) «[[βάζω]] το [[κεφάλι]](ν) μου» — [[ριψοκινδυνεύω]]<br />γ) «[[βγάζω]] [[κεφάλι]]» — επιβάλλομαι, [[υπερισχύω]]<br />δ) «[[είμαι]] [[κεφάλι]] [[απάνω]] σέ κάποιον» — [[καταδυναστεύω]] κάποιον, [[είμαι]] [[κυρίαρχος]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Κεφάλ</i>-<i>ιον</i> (υποκορ. του [[κεφαλή]]) > <i>κεφάλιν</i> > [[κεφάλι]], με [[απώλεια]] της υποκοριστικής σημ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κεφαλάρι]], [[κεφάλας]], [[κεφαλιά]], [[κεφαλιακός]], [[κεφαλιάτικος]], [[κεφαλιωμένος]]].
}}
}}

Revision as of 15:20, 15 January 2019

Greek Monolingual

το (Μ κεφάλι και κεφάλιν)
1. η κεφαλή του ανθρώπου ή τών ζώων
2. οτιδήποτε μοιάζει με κεφάλι (α. «ένα κεφάλι σκόρδο» β. «κεφάλι τυρί» γ. «καὶ ψήσετε μικρούτζικον κεφάλιν κρομμυδίτζιν», Πρόδρ.)
νεοελλ.
1. το αυτοτελές άτομο ενός συνόλου («έχει εκατό κεφάλια πρόβατα»)
2. βιολ. το μορφολογικά διαφοροποιημένο πρόσθιο τμήμα του σώματος τών αμφιπλευροσυμμετρικών ζώων
3. φρ. α) «σπάω το κεφάλι μου» — προσπαθώ να θυμηθώ κάτι, αλλά δεν μπορώ β) «μεγάλο κεφάλι» ή «γερό κεφάλι» — άνθρωπος πολύ μορφωμένος ή πολύ έξυπνος
γ) «ξερό κεφάλι» ή «αγύριστο κεφάλι» ή «μουλαρήσιο κεφάλι» — άνθρωπος πεισματάρης, ισχυρογνώμων
δ. «κάνω του κεφαλιού μου» — κάνω ό,τι νομίζω εγώ σωστό, χωρίς να λαμβάνω υπ' όψιν συμβουλές άλλων
ε) «το έβγαλα απ' το κεφάλι μου» — το επινόησα μόνος μου χωρίς υποδείξεις
στ) «θα φας το κεφάλι σου» — θα πάθεις ζημιά
ζ) «σηκώνω κεφάλι» — παίρνω θάρρος
η) «δεν σηκώνω κεφάλι απ' τη δουλειά» — εργάζομαι αδιάκοπα, είμαι ολόψυχα προσηλωμένος στη δουλειά μου
θ) «κατεβάζει το κεφάλι του» είναι εφευρετικό μυαλό
ι) «κόβω το κεφάλι μου» ή «βάζω το κεφάλι μου στη φωτιά» ή «βάζω το κεφάλι μου στο σακί» — είμαι τόσο σίγουρος γι' αυτό που λέω ώστε στοιχιματίζω ακόμη και τη ζωή μου
ια) «θα χτυπήσω το κεφάλι μου» — θα μετανιώσω πικρά
ιβ) «έπεσε με το κεφάλι» — αρρώστησε σοβαρά
ιγ) «βάζω το κεφάλι μου στον τορβά» — διακινδυνεύω τη ζωή μου
δ) «κάνω κεφάλι» — μεθώ, ζαλίζομαι
ιε) «στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου» — πιέζω κάποιον
ιστ) «φύγε από το κεφάλι μου» — άφησε με ήσυχο
3. παροιμ. α) «σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι» — γι' αυτούς που, ενώ έχουν άδικο, εναντιώνονται σ' εκείνους που έχουν δίκιο ή γι' αυτούς που, ενώ λόγω της θέσης τους δεν πρέπει να εναντιωθούν σε κάποιον ανώτερο, ωστόσο το κάνουν
β) «λαγός τη φτέρην έτριβε, κακό του κεφαλιού του» — γι' αυτούς που κάνουν ζημιά στον εαυτό τους
γ) «πέφτει το ένα κεφάλι, σηκώνεται το άλλο» — γι' αυτούς που κληρονομούν περιουσία συγγενούς που πέθανε
δ) «το ψάρι απ' το κεφάλι βρομά»
i) τα μεγάλα δεινά για ένα σύνολο προέρχονται από τη διεφθαρμένη ηγεσία του
ii) για τα παθήματα του καθενός κανένας άλλος δεν φταίει παρά μόνο η αφροσύνη του ίδιου
νεοελλ.-μσν.
φρ. «σηκώνω κεφάλι» — επαναστατώ
μσν.
1. η κορυφή, το πάνω μέρος τόπου ή αντικειμένου
2. η αρχή ενός πράγματος
3. τμήμα, κεφάλαιο συγγράμματος
4. σύνολο
5. νους, κρίση, γνώμη
6. αρχηγός, υπεύθυνος επικεφαλής
7. φρ. α) «κάμνω κεφάλι» — επαναστατώ, στασιάζω
β) «βάζω το κεφάλι(ν) μου» — ριψοκινδυνεύω
γ) «βγάζω κεφάλι» — επιβάλλομαι, υπερισχύω
δ) «είμαι κεφάλι απάνω σέ κάποιον» — καταδυναστεύω κάποιον, είμαι κυρίαρχος κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κεφάλ-ιον (υποκορ. του κεφαλή) > κεφάλιν > κεφάλι, με απώλεια της υποκοριστικής σημ.
ΠΑΡ. κεφαλάρι, κεφάλας, κεφαλιά, κεφαλιακός, κεφαλιάτικος, κεφαλιωμένος].