ἄριστον: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
(1a)
m (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἄριστον:''' <b class="num">I</b> (ᾰ) n к [[ἄριστος]].<br /><b class="num">II</b> τό (ᾱ - эп. ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> ранняя трапеза, утренний завтрак Hom., Aesch.;<br /><b class="num">2)</b> полуденная трапеза, дневной завтрак Her., Thuc., Arph., Arst.
|elrutext='''ἄριστον:'''<br /><b class="num">I</b> (ᾰ) n к [[ἄριστος]].<br /><b class="num">II</b> τό (ᾱ - эп. ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> ранняя трапеза, утренний завтрак Hom., Aesch.;<br /><b class="num">2)</b> полуденная трапеза, дневной завтрак Her., Thuc., Arph., Arst.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 14:05, 31 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄριστον Medium diacritics: ἄριστον Low diacritics: άριστον Capitals: ΑΡΙΣΤΟΝ
Transliteration A: áriston Transliteration B: ariston Transliteration C: ariston Beta Code: a)/riston

English (LSJ)

τό,

   A morning meal, breakfast, twice in Hom., ἐντύνοντ' ἄ. ἅμ' ἠοῖ Od.16.2, cf. Il.24.124; ἄριστα, δεῖπνα, δόρπα θ' αἱρεῖσθαι τρίτα A.Fr.182, cf. Ag.331: later, breakfast was called ἀκράτισμα, and ἄριστον was the midday meal, our luncheon, cf. Th.4.90, 7.81; ἄ. αἱρεῖσθαι, ποιεῖσθαι, Hdt.3.26, 6.78; ἀπ' ἀρίστου μέχρι δείλης Arist. HA619a15. [ᾱ; contr. from ᾰ (y) ερι-στον, cf. Goth. air, OHG. ēr 'early', Avest. ayar[schwa] 'day'; also ᾱ (y) ερ- in ἦρι, ἠέριος; -στο- from -d-to-, root ed- 'eat'.]

German (Pape)

[Seite 352] τό, Frühstück; verwandt ἠώς, ἦρι, αὔριον; bei den Att. das α in ἄριστον lang, bei Hom. kurz; ᾰ statt η ist Jonisch. Bei Hom., welcher das Wort zweimal hat, Iliad. 24, 124 Od. 16, 2, ist ἄριστον das erste Frühstück, was ἅμ' ἠοῖ bereitet wird; bei d. Att. ist ἄριστον das zweite Frühstück, um Mittag aus. Das erste Frühstück heißt bei den Att. ἀκράτισμα, das zweite bei Hom. δεῖ πνον. Vgl. Scholl. Aristonic. Iliad. 24, 124 Od. 16, 2 u. Lehrs Aristarch. p. 132 sqq. – Aesch. Ag. 322; Her. 1, 63; Ar. Nubb. 415.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit-déjeuner, repas du matin ; plus tard déjeuner, repas du milieu du jour.
Étymologie: DELG *ἀρι cf. ἔαρ, -ιστ- cf. ἐσθίω : repas du matin.
Par. ἀκράτισμα, δεῖπνον, δόρπον.

English (Autenrieth)

breakfast; in Homer taken not long after sunrise; only ἐντύνοντο ἄριστον, Ω 12, Od. 16.2.

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Prosodia: [ᾱ-]
1 desayuno ἐντύνοντ' ἄ. ἅμ' ἠοῖ Od.16.2 (falsa etim. ad loc. en Plu.2.726d), cf. Il.24.124, ἄριστα, δεῖπνα δόρπα θ' αἰρεῖσθαι τρίτα A.Fr.182.
2 almuerzo, comida de mediodía ἐπ' ἄριστον ... κέκληκεν αὐτήν la invitó a comer Ar.Ec.348, ἀπ' ἄριστον μέχρι δείλης Arist.HA 619a15, op. δεῖπνον Hdt.7.120, X.Eq.9.11, HG 6.1.15, Arist.Metaph.1042b21, Diotog.p.76.23, IStratonikeia 256.4 (II d.C.), fig. de la eucaristía, Chrys.M.61.78, op. νήστεις: τοὺς δ' ... πόνος νήστεις πρὸς ἀρίστοισιν ... τάσσει A.A.331, cf. Arist.Pr.904b4, op. μονοσιτίη Hp.Vict.2.60
ἀρίστου τυχεῖν comer, almorzar X.Cyr.4.2.38, ἄριστον ποιεῖσθαι Hdt.6.78, Th.7.40, ἄριστον αἱρεῖν Hdt.3.26, D.H.1.55, cf. Hdt.1.63, Hp.Vict.3.68, 73, E.Cyc.214, X.HG 4.5.3, An.4.5.30, Cyr.1.2.11, Didyma 201.15 (I a.C.), Luc.Asin.17, Plu.2.64b, D.C.37.46.4.

• Etimología: Comp. de *ἄ()ερι < *H°-H2er- ‘temprano’, cf. av. ayarə, ayąn ‘día’ y del grado cero *H1d- de la raíz *ed- < *H1ed- ‘comer’. Según otros el 1er término sería un loc. *ἀρι < *αερι.

English (Strong)

apparently neuter of a superlative from the same as ἄῤῥην; the best meal (or breakfast; perhaps from eri ("early")), i.e. luncheon: dinner.

English (Thayer)

ἀρίστου, τό (from Homer down);
a. the first food, taken early in the morning before work, breakfast; dinner was called δεῖπνον. But the later Greeks called breakfast; τό ἀκράτισμα, and dinner ἄριστον i. e. δεῖπνον μεσηβρινον, Athen. 1,9, 10, p. 11b.; and so in the N. T. Hence,
b. dinner: ποιεῖν ἄριστονδεῖπνον, to which others are invited); ἑτοιμάζειν). (B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Meals; Becker's Charicles, namely, vi. excurs. i. (English translation, p. 312 f).)

Greek Monolingual

ἄριστον, το (AM)
το μεσημβρινό φαγητό (σε μτγν. εποχή, όταν το πρόγευμα το αποκαλούσαν «ἀκράτισμα»)
αρχ.
το πρωινό φαγητό, το πρόγευμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τ. αιερι-δ-τον < (τοπικό) άρι (συνηρημένος τ. του αίερι, ήρι «ενωρίς») + μηδενισμένη βαθμίδα (-δ) του θ. εδ-(του ρ. εσθίω «τρώγω») + (επίθημα) -το-. Η λ. στον Όμηρο και στον Αισχύλο δηλώνει «το πρόγευμα», ενώ στην Ιωνική-Αττική σημαίνει «το μεσημεριανό φαγητό», το δε «πρωινό γεύμα» δηλώνεται με τον όρο ακράτισμα.
ΠΑΡ. αρχ. αριστίζω, αριστώ.
ΣΥΝΘ. αρχ. αριστόδειπνον, αριστοποιώ].

Greek Monotonic

ἄριστον: [ᾰ] Επικ., ᾱ Αττ.], τό, πρόγευμα, πρωϊνό, κατά την ανατολή του ηλίου, σε Όμηρ., Ηρόδ.· ἄριστα, δεῖπνα, δάρπα θ' αἱρεῖσθαι τρίτον, σε Αισχύλ.· μεταγεν., το ἄριστον ήταν το μεσημεριανό φαγητό, το Ρωμ. prandium, σε Θουκ. (πιθ. συγγενές προς το ἦρι, νωρίς).

Russian (Dvoretsky)

ἄριστον:
I (ᾰ) n к ἄριστος.
II τό (ᾱ - эп. ᾰ)
1) ранняя трапеза, утренний завтрак Hom., Aesch.;
2) полуденная трапеза, дневной завтрак Her., Thuc., Arph., Arst.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: breakfast (Il.), later taken in the afternoon, s. Athen. 11b ff.
Derivatives: Denom. ἀριστάω have breakfast (Ion.-Att.) with ἀριστητής i.e. who eats twice a day (Hp.).
Origin: IE [Indo-European] [12] *h₂eier- day, morning; [287] *h₁ed- eat
Etymology: Lit. "early eating", contraction of a locative ἆρι (< *αἴερ-ι, s. ἦρι) and the zero grade of ἐδ- eat (s. ἐσθίω) + το-suffix: *h₂eieri-h₁d-to-; s. Bechtel Lex.

Middle Liddell

[ᾰ in Epic, α in attic
the morning meal, breakfast, taken at sunrise, Hom., Hdt.; ἄριστα, δεῖπνα, δόρπα θ' αἱρεῖσθαι τρίτον Aesch.:—later, ἄριστον was the mid-day meal, Roman prandium, Thuc. [Perh. akin to ἦρι, early.]