παρακύπτω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ, ποιητ. τ. [[παρκύπτω]], Α<br />(για πρόσ. που βρίσκεται έξω από έναν χώρο) [[σκύβω]] και [[βλέπω]] [[προς]] τα [[μέσα]] («[[ἄφρων]] ἀπὸ θύρας παρακύπτει εἰς οἰκίαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[κοιτάζω]] [[κάτι]] ερευνητικά, [[περιεργάζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πλημμελή [[στάση]] φαύλου κιθαρωδού ή αυλητή) [[σκύβω]] [[προς]] τα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> [[σκύβω]] για να δω [[κάτι]] καλύτερα, με μεγαλύτερη [[ακρίβεια]]<br /><b>3.</b> [[παραβλέπω]], [[κοιτάζω]] [[κάτι]] με [[αδιαφορία]]<br /><b>4.</b> [[βλέπω]] [[κρυφά]] από [[παράθυρο]] ή πόρτα (α. «κἄν ἐκ θυρίδος παρακύπτωμεν, τὸ κακὸν | |mltxt=ΜΑ, ποιητ. τ. [[παρκύπτω]], Α<br />(για πρόσ. που βρίσκεται έξω από έναν χώρο) [[σκύβω]] και [[βλέπω]] [[προς]] τα [[μέσα]] («[[ἄφρων]] ἀπὸ θύρας παρακύπτει εἰς οἰκίαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[κοιτάζω]] [[κάτι]] ερευνητικά, [[περιεργάζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πλημμελή [[στάση]] φαύλου κιθαρωδού ή αυλητή) [[σκύβω]] [[προς]] τα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> [[σκύβω]] για να δω [[κάτι]] καλύτερα, με μεγαλύτερη [[ακρίβεια]]<br /><b>3.</b> [[παραβλέπω]], [[κοιτάζω]] [[κάτι]] με [[αδιαφορία]]<br /><b>4.</b> [[βλέπω]] [[κρυφά]] από [[παράθυρο]] ή πόρτα (α. «κἄν ἐκ θυρίδος παρακύπτωμεν, τὸ κακὸν ζητεῖτε θεᾶσθαι», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «παρακύπτουσα τὸν ἐραστὴν ἰδεῖν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[σκύβω]] [[πάνω]] από [[κιγκλίδωμα]]<br /><b>6.</b> [[σκύβω]] [[προς]] τα έξω και [[βλέπω]]<br /><b>7.</b> (για [[πράγμα]]) εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]]<br /><b>8.</b> αναμιγνύομαι, [[επεμβαίνω]]<br /><b>9.</b> (η μτχ. ονομ. θηλ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>αἱ παρακυπτόμεναι</i><br />θυρίδες από όπου βλέπει [[κανείς]] [[προς]] τα έξω. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:55, 13 October 2022
English (LSJ)
poet. παρκύπτω, A stoop sideways, of the attitude of a bad harp-player, Ar.Ach.16; lean over a railing, POxy.475.23 (ii A.D.). II stoop for the purpose of looking, and so, 1 look sideways at, cast a careless glance on a thing, παρακύψαντ' ἐπὶ τὸν τῆς πόλεως πόλεμον D.4.24. 2 peep out of a door or window, ἐκ θυρίδος Ar.Th.797, cf. 799, V.178; π. ὥσπερ γαλῆ Id.Ec.924; of girls peeping after a lover, Id.Pax982, 985, Theoc.3.7; διὰ τῶν θυρίδων LXX Ca.2.9; π. τὸν ἐραστὴν ἰδεῖν so as to see him, Plu.2.766d: metaph., σωτηρία παρέκυψε a hope of safety peeped out, Ar.Ec.202; ὀδόντων παρακυψάντων, of the first teeth, Sor.1.118: followed by an interrog. clause, peep out and see, π. τίς ἄνεμος πνεῖ Arr.Epict.1.1.16:— Pass., θυρίδες παρακυπτόμεναι prob. out of which people look, LXX 3 Ki.6.9(4). 3 of persons outside a place, peep in, look in, εἰς οἰκίαν ib.Si. 21.23; παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον Ev.Jo.20.11; παρακύψας βλέπει ib. 5, Ev.Luc.24.12; ὁ παρακύψας εἰς νόμον τέλειον Ep.Jac.1.25; π. εἰς τὰ ὑμέτερα Luc.Pisc.30, cf. 1 Ep.Pet.1.12; of a thing, appear in, ἐς ἀρχόν Hp.Fist.3. 4 meddle with, πράγματι PLips.29.10 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 486] sich daneben bücken, bes. daneben stehen u. sich bücken, um Etwas genauer zu besehen, verstohlen aus der Thür od. dem Fenster blicken, vgl. Ar. Pax 983, ἄν τις προσέχῃ τὸν νοῦν αὐταῖς ἀναχωροῦσιν· κᾆτ' ἢν ἀπίῃ παρακ ύπτουσιν; Thesm. 797 u. öfter; Luc. Pisc. 30; auch = sich hineinschleichen, Sp. – Bei Dem. 4, 24, τὰ ξενικὰ παρακύψαντα ἐπὶ τὸν τῆς πόλεως πόλεμον – πανταχοῖ μᾶλλον οἴχεται πλέοντα, gleichsam nur hineingucken in den Krieg und sich dann lieber zu anderen Dingen wenden.
French (Bailly abrégé)
se baisser de côté, se pencher pour regarder, regarder en passant, càd s'occuper d'une chose à la légère.
Étymologie: παρά, κύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-κύπτω, Aeol. ptc. praes. παρκύπτοισα zich overbuigen (om te zien), om een hoekje kijken, gluren:. αἱ μοιχευόμεναι … γυναῖκες... παρακύπτουσιν de overspelige vrouwen gluren naar buiten Aristoph. Pax 982; κἂν ἐκ θυρίδος παρακύπτωμεν en als we uit het raam hangen (om mannen te lokken) Aristoph. Th. 797; παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον zij boog zich naar het graf NT Io. 20.11. om een hoekje kijken, tevoorschijn komen:; παρέκυψε … ἐπὶ τὸν ὄρθιον hij dook op om muziek te maken Aristoph. Ach. 16; overdr.: σωτηρία παρέκυψεν de hoop op redding gloorde Aristoph. Eccl. 202. vluchtig kijken:. παρακύψαντ’ ἐπὶ τὸν τῆς πόλεως πόλεμον met een achteloze blik op de oorlog van de stad Dem. 4.24; κἀπειδὴ μόνον παρέκυψα εἰς τὰ ὑμέτερα zodra ik me slechts even over jullie leer had gebogen Luc. 28.30.
Russian (Dvoretsky)
παρακύπτω: поэт. παρκύπτω
1) высовываться, выглядывать (ἐκ θυρίδος Arph.): παρακύψασα ἰδεῖν τινα Plat. выглянувшая, чтобы увидеть кого-л.; σωτηρία παρέκυψε Arph. мелькнула надежда на спасение;
2) заглядывать (κατά τι Theocr. и εἴς τι Luc.);
3) небрежно скользить взглядом или мельком взглядывать (ἐπὶ τὸν τῆς πόλεως πόλεμον Dem.);
4) вникать (εἰς νόμον τέλειον NT).
English (Strong)
from παρά and κύπτω; to bend beside, i.e. lean over (so as to peer within): look (into), stoop down.
English (Thayer)
1st aorist παρεκυψα; to stoop to (cf. παρά, IV:1) "a thing in order to look at it; to look at with head bowed forward; to look into with the body bent; to stoop and look into": T omits; L Tr brackets; WH reject the verse); εἰς τό μνημεῖον, to look carefully into, inspect curiously, εἰς τί, of one who would become acquainted with something, Aristophanes, Theocritus, Philo, Dio Cass., Plutarch, others; the Sept..)
Greek Monolingual
ΜΑ, ποιητ. τ. παρκύπτω, Α
(για πρόσ. που βρίσκεται έξω από έναν χώρο) σκύβω και βλέπω προς τα μέσα («ἄφρων ἀπὸ θύρας παρακύπτει εἰς οἰκίαν», Σοφ.)
μσν.
κοιτάζω κάτι ερευνητικά, περιεργάζομαι
αρχ.
1. (σχετικά με πλημμελή στάση φαύλου κιθαρωδού ή αυλητή) σκύβω προς τα πλάγια
2. σκύβω για να δω κάτι καλύτερα, με μεγαλύτερη ακρίβεια
3. παραβλέπω, κοιτάζω κάτι με αδιαφορία
4. βλέπω κρυφά από παράθυρο ή πόρτα (α. «κἄν ἐκ θυρίδος παρακύπτωμεν, τὸ κακὸν ζητεῖτε θεᾶσθαι», Αριστοφ.
β. «παρακύπτουσα τὸν ἐραστὴν ἰδεῖν», Πλούτ.)
5. σκύβω πάνω από κιγκλίδωμα
6. σκύβω προς τα έξω και βλέπω
7. (για πράγμα) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι
8. αναμιγνύομαι, επεμβαίνω
9. (η μτχ. ονομ. θηλ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) αἱ παρακυπτόμεναι
θυρίδες από όπου βλέπει κανείς προς τα έξω.
Greek Monotonic
παρακύπτω: ποιητ. παρ-κύπτω, μέλ. -ψω,
I. 1. γέρνω προς τα πλάγια, λέγεται για τη στάση ενός μη χαρισματικού αυλητή, σε Αριστοφ.
II. γέρνω για να κοιτάξω πλαγίως·
1. κοιτάζω πλάγια, ρίχνω φευγαλέα ματιά σε κάτι, σε Δημ.
2. ξεπροβάλλω, φαίνομαι από μια πόρτα ή παράθυρο, σε Αριστοφ.· ή λέγεται για κάποιον που βρίσκεται απέξω, κοιτάζω μέσα, ρίχνω μια ματιά, κατ'ἄντρον παρκύπτοισα, σε Θεόκρ.· παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
παρακύπτω: ποιητ. παρκύπτω, κύπτω πλαγίως, ἑπὶ ταῆς στάσεως φαύλου κιθαρωδοῦ ἢ αὐλητοῦ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 16. ΙΙ. κύπτω ὅπως προβλέψω, ἐπομένως, 1) βλέπω πλαγίως προς τι, ῥίπτω πλάγια βλέμματα, ἀμελῶς βλέπω πρόςτι, παρακύψαντα ἐπὶ τὸν τῆς πόλεως πόλεμον Δημ. 46. 27. 2) θεωρῶ κρυφίως ἐκ θύρας ἢ παραθύρου, ὡς ταὸ τοῦ Ὁρατίου despicere, ἐκ θυρίδος Ἀριστοφ. Θεσμ. 797, πρβλ. 799, Σφ. 178˙ π. ὥσπερ˙ γαλῆ ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 924˙ ἐπὶ κορασίωνπαρακυπτόντων ὅπως ἴδωσι τὸν ἐραστήν, ὁ αύτ. ἐν Εἰρ. 982, 985˙ π. τὸν ἐραστήν ἰδεῖν Πλούτ. 2. 766D˙ - μεταφορ., σωτηρία παρέκυψε, ἐλπὶς σωτηρίας ἐπεφάνη ὀλίγον, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 202˙ ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, κύπτω ἔξω καὶ βλέπω, π. τις ἄνεμος πνεῖ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 1, 16. - Παθ., θυρίδες παρακυπτόμεναι, πιθ., ἀφ’ ὧν βλέπει τις πρὸς τὰ ἔξω, Ἑβδ. (Γ΄ Βασιλ. Στ΄, 4). 3)ἐπὶ προσώπων εὑρισκομένων ἐκτὸς τόπου τινός, κύπτω καὶ βλέπω ἐντός, κατ’ ἄντρον παρκύπτοισα Θεόκρ. 3. 7 παρέκυψεν εἰς τὸμνημεῖον Εὐαγγ. κ. Ἰω. κ΄, 11˙ παρακύψας βλέπει αὐτόθι 5, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κδ΄, 12˙ ὁ παρακύψας εἰς νόμον τέλειον Ἐπιστ. Ἰακώβου α΄, 25˙ π. εἰς τὰ ὑμέτερα Λουκ. Ἁλ. 30, πρβλ. Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 12.
Middle Liddell
poet. παρ-κύπτω fut. ψω
I. to stoop sideways, of the attitude of a bad harp-player, Ar.
II. to stoop for the purpose of looking at, and so,
1. to look sideways at, cast a careless glance on a thing, Dem.
2. to peep out of a door or window, Ar.:— or, of persons outside, to peep in, look in, κατ' ἄντρον παρκύπτοισα Theocr.; παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον NTest.
Chinese
原文音譯:parakÚptw 爬拉-去普拖
詞類次數:動詞(5)
原文字根:在旁-彎 相當於: (שָׁגַח) (שָׁקַף)
字義溯源:側旁彎腰,察看,詳細察看,彎下腰,低頭窺視,低頭往裏看;由(παρά)*=旁,出於)與(κύπτω)*=彎腰)組成
出現次數:總共(5);路(1);約(2);雅(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 她低頭⋯窺視(1) 約20:11;
2) 察看(1) 彼前1:12;
3) 詳細察看(1) 雅1:25;
4) 他低頭窺視(1) 約20:5;
5) 低頭往裏看(1) 路24:12