κατάγελως: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατάγελως:''' ωτος ὁ<br /><b class="num">1)</b> осмеяние, тж. насмешка, острота ([[πλατύς]] Arph.): ἆρ᾽ αἰσθάνει τὸν κατάγελων; Arph. чувствуешь ли ты насмешку (т. е. что над тобой смеются)?;<br /><b class="num">2)</b> [[посмешище]], [[смешное]], [[нелепость]] (τῆς πράξεως Plat.): τί δῆτ᾽ ἐμαυτῆς καταγέλωτα [[ἔχω]] [[τάδε]]; Aesch. к чему на мне весь этот смешной наряд?
|elrutext='''κατάγελως:''' ωτος ὁ<br /><b class="num">1</b> осмеяние, тж. насмешка, острота ([[πλατύς]] Arph.): ἆρ᾽ αἰσθάνει τὸν κατάγελων; Arph. чувствуешь ли ты насмешку (т. е. что над тобой смеются)?;<br /><b class="num">2</b> [[посмешище]], [[смешное]], [[нелепость]] (τῆς πράξεως Plat.): τί δῆτ᾽ ἐμαυτῆς καταγέλωτα [[ἔχω]] [[τάδε]]; Aesch. к чему на мне весь этот смешной наряд?
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:30, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάγελως Medium diacritics: κατάγελως Low diacritics: κατάγελως Capitals: ΚΑΤΑΓΕΛΩΣ
Transliteration A: katágelōs Transliteration B: katagelōs Transliteration C: katagelos Beta Code: kata/gelws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, A derision, τί δῆτ' ἐμαυτῆς καταγέλωτ' ἔχω τάδε; these ornaments which bring ridicule upon me? A.Ag.1264, cf. Ar. Ach.76; -γέλωτος ἄξιος X.Oec.13.5; κ. πλατύς sheer mockery, Ar. Ach.1126; κατάγελων… φίλοις παρασχεθεῖν Id.Eq.319; διπλοῦν προσλήψῃ -γέλωτα Epict.Ench.22; κ. τῆς πράξεως the crowning absurdity of the matter, Pl.Cri.45e; κατάγελων ἡγούμην πάντα Philostr.VA 7.23. 2 of persons, laughing-stock, οὗτος κ. νομίζεται Men. 160.4.

German (Pape)

[Seite 1341] ωτος, ὁ, das Verlachen, Verspotten; τί δῆτ' ἐμαυτῆς καταγέλωτ' ἔχω τάδε; Aesch. Ag. 1237, was hab' ich dies mir länger zum Gespötte? Ar. Ach. 75 u. öfter; ὥςπερ κατάγελως τῆς πράξεως, das Lächerliche, Plat. Crit. 45 e; προσλαμβάνω καταγέλωτα Epictet. enchir. 22.

French (Bailly abrégé)

ωτος (ὁ) :
dérision, moquerie : ὥσπερ κατάγελως τῆς πράξεως PLAT le plus plaisant de l'affaire.
Étymologie: κατά, γέλως.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάγελως -ωτος, ὁ [καταγελάω] acc. κατάγελων en κατάγελωτα, het uitlachen, spot:. κ. πλατύς onverbloemde spot Aristoph. Ach. 1126; ὁ κατάγελως τῆς πράξεως het belachelijke van de zaak Plat. Crit. 45e.

Russian (Dvoretsky)

κατάγελως: ωτος ὁ
1 осмеяние, тж. насмешка, острота (πλατύς Arph.): ἆρ᾽ αἰσθάνει τὸν κατάγελων; Arph. чувствуешь ли ты насмешку (т. е. что над тобой смеются)?;
2 посмешище, смешное, нелепость (τῆς πράξεως Plat.): τί δῆτ᾽ ἐμαυτῆς καταγέλωτα ἔχω τάδε; Aesch. к чему на мне весь этот смешной наряд?

Greek Monolingual

κατάγελως, -έλωτος, ὁ (Α, Μ κατάγελος, -ον)
το αντικείμενο γέλιου («οὗτος κατάγελως νομίζεται», Μέν.)
αρχ.
εμπαιγμός, χλευασμόςὥστε οὐ καταγέλωτός μοι δοκεῖ ἄξιος εἶναι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -γελως (< γέλως), πρβλ. διά-γελως, περί-γελως].

Greek Monotonic

κατάγελως: -ωτος, ὁ, κοροϊδία, περίπαιγμα, εμπαιγμός, Λατ. ludibrium, ἐμαυτοῦ καταγέλωτα τάδε, αυτά τα κοσμήματα, επισύρουν τον εμπαιγμό εναντίον μου, σε Αισχύλ.· κ. πλατύς, καθαρή, γνήσια, αληθινή κοροϊδία, σε Αριστοφ.· ὁ κ. τῆς πράξεως, το αποκορύφωμα του παράλογου ενός πράγματος, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάγελως: -ωτος, ὁ, περίγελως, περίπαιγμα, ἐμπαιγμός, Λατ. Iudibrium, τί δῆτ’ ἐμαυτοῦ καταγέλωτ’ ἔχω τάδε; τὰ κοσμήματα ταῦτα ἅπερ ἐπισύρουσι κατ’ ἐμοῦ τὸν ἐμπαιγμὸν τῶν ἀνθρώπων; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1264, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 76, Ξεν. Οἰκ. 13, 5, κτλ.· κ. πλατύς, μέγας, ἄκρατος περίγελως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1126· κατάγελων… φίλοις παρασχεθεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 320· ὁ κ. τῆς πράξεως, τὸ κορύφωμα τῆς ἀτοπίας τοῦ πράγματος, Πλάτ. Κρίτων 45Ε· κατάγελων ἡγούμην πάντα Φιλόστρ. 303, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 22. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀντικείμενον γέλωτος, ουτος κ. νομίζεται Μένανδρ. ἐν «Ἐπαγγ.» 1.

Middle Liddell

κατά-γελως, ωτος,
mockery, derision, ridicule, Lat. ludibrium, ἐμαυτοῦ καταγέλωτα τάδε; these ornaments which bring ridicule upon me? Aesch.; κ. πλατύς sheer mockery, Ar.; ὁ κ. τῆς πράξεως the crowning absurdity of the matter, Plat.

English (Woodhouse)

laughter, mockery, object of mockery, object of ridicule

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search