κόλυμβος: Difference between revisions
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1, $3$4") |
||
Line 44: | Line 44: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=κολυμπητής, [[δύτης]]). Ἔχει σχέση μέ τό λατιν. [[columba]] (=[[περιστέρι]]) πού σχετίζεται μέ τό [[κελαινός]] (=[[σκοτεινός]]).<br><b>Παράγωγα:</b> κολυμβῶ (=βουτῶ, κολυμπῶ), [[κολύμβησις]], [[κολυμβητέον]], [[κολυμβητήρ]] καί [[κολυμβητής]], [[κολυμβητικός]], [[κολυμβήθρα]], [[κολυμβίς]] (=[[πουλί]]), [[κολυμβάς]] (=ἐλιά πού ἐπιπλέει στήν ἁλμύρα). | |mantxt=(=κολυμπητής, [[δύτης]]). Ἔχει σχέση μέ τό λατιν. [[columba]] (=[[περιστέρι]]) πού σχετίζεται μέ τό [[κελαινός]] (=[[σκοτεινός]]).<br><b>Παράγωγα:</b> κολυμβῶ (=[[βουτῶ]], [[κολυμπῶ]]), [[κολύμβησις]], [[κολυμβητέον]], [[κολυμβητήρ]] καί [[κολυμβητής]], [[κολυμβητικός]], [[κολυμβήθρα]], [[κολυμβίς]] (=[[πουλί]]), [[κολυμβάς]] (=ἐλιά πού ἐπιπλέει στήν ἁλμύρα). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 29 November 2022
English (LSJ)
ὁ, A = κολυμβίς, Ar. Ach.876. II = κολύμβησις, ἅμιλλα κολύμβου Paus.2.35.1, cf.Str. 16.2.42, AP9.82 (Antip. Thess.), Plu.2.162f (pl.), Herod.Med. ap. Orib.10.39.3, Antyll.ib.6.27.4, X.Ep.3.2. 2 = κολυμβήθρα 1, Hero *Mens.19.
German (Pape)
[Seite 1476] ὁ, der Taucher, Schwimmer, bes. Sp. – Bei Ar. Ach. 875 derselbe Wasservogel wie κολυμβίς. – Das Schwimmen; Antp. Th. 51 (IX, 82); ἁμίλλης κολύμβου Paus. 2, 35, 1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 action de plonger, de nager;
2 plongeon, oiseau.
Étymologie: R. Κρυφ > κλυφ-, κλυβ-, se cacher, s'enfoncer.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόλυμβος -ου, ὁ fuut (watervogel).
Russian (Dvoretsky)
κόλυμβος: ὁ
1 Arph. = κολυμβίς;
2 ныряние, плавание Plat., Anth.
Greek Monolingual
ο (AM κόλυμβος)
το πτηνό κολυμβίς
αρχ.-μσν.
κολύμβηση, κολύμπι («ἡ λίμνη... ἀγχιβαθής..., ὥστε μή δεῖν κολύμβου», Παυσ.)
μσν.
δεξαμενή
αρχ.
λουτρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα kol- της ΙΕ ρίζας kel- «σκοτεινός, μαύρος» (πρβλ. κελαινός) και συνδέεται πιθ. με το λατ. columba «περιστέρι». Και οι δύο γλώσσες εμφανίζουν παρέκταση -umb-, της οποίας η αναγωγή σε ΙΕ -on-b(h)- δεν ερμηνεύει ικανοποιητικά το ελλ. -υ-.
ΠΑΡ. κολυμβώ, κολυμβάς / -πάδα
αρχ.
κολύμβαινα, κολυμβίς.
ΣΥΝΘ. αρχ. ακόλυμβος, εὐκόλυμβος, πολυκόλυμβος.
Greek Monotonic
κόλυμβος: ὁ, κολυμβητής, δύτης, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κόλυμβος: ὁ, κολυμβητής, δύτης, Ἀριστοφ. Ἀχ. 876· πρβλ. κολυμβίς. ΙΙ. = κολύμβησις, Παυσ. 2. 35, 1, Ἀνθ. Π. 9. 82, Πλούτ. 2. 163Α.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: small diver, Podiceps minor (Ar.; Thompson Birds 158), also backformation of κολυμβάω, s. v.
Other forms: Note κολυμφάω (EM 526, 2). In the same meaning κολυμβίς f. (Ar., Arist.), -άς f. id. (Ath.), but usually of olives pickled in brine (Diph. Siph., pap.); κολύμβαινα = κολύβδαινα (Archig. ap. Gal.), κολύμβατος name of a plant (Gp.), motive unknown, cf. Strömberg Pflanzennamen 113 and κολυμβάς as name of the ostrich (στοιβή) in Gal.
Derivatives: Denomin. verb κολυμβάω, often with prefix, e. g. ἐκ-, κατα-, ἀνα-, δια-, dive (under), jump into the water, swim (Att., hell.) with κολυμβήθρα bathing place, pool, cistern (Pl.), κολύμβησις diving = pearl-fishery (Peripl. M. Rubr.), as backformation κόλυμβος = κολύμβησις (Str., Paus., Plu.) and -ήθρα (Hero); κολυμβητήρ (A.) and -ητής (Th., Pl.) diver (cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 14 a. 17f.) with κολυμβητική (τέχνη) art of diving (Pl.); also κολυμβιστής (sch.); κολυμβιτεύω (= -ητεύω?) throw into the water (Pap.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Uncertain. Against equation with Lat. columba dove rightly W.-Hofmann s. v.; a common IE. *kolu-mb(h)- (-nb(h)-) is of course a phonetic nonentity. S. Pok. 547f., W.-Hofmann s. columba. Apart from the suffix -υμβ- the vatiant κολυμφάω shows a Pre-Greek word. The variation μβ / βδ can be most easily explained from a palatalized b (by), of which the palatal feature was lost after pernasalization, giving μβ (cf. Fur. 307 n. 117, but μόλυβδος / plumbum must now be given up, s.v.).
Middle Liddell
Frisk Etymology German
κόλυμβος: {kólumbos}
Forms: In derselben Bed. κολυμβίς f. (Ar., Arist. usw.), -άς f. ib. (Ath.), aber gewöhnlich von eingepökelten Oliven (Diph. Siph., Pap. u. a.); κολύμβαινα = κολύβδαινα (Archig. ap. Gal.), κολύμβατος N. einer Pflanze (Gp.; nach βάτος?), Benennungsgrund unklar, vgl. Strömberg Pflanzennamen 113 und κολυμβάς als N. eines Strauches (στοιβή) bei Gal.
Grammar: m.
Meaning: kleiner Taucher, Podiceps minor (Ar.; Thompson Birds 158), auch Rückbildung von κολυμβάω, s. u.
Derivative: Denominatives Verb κολυμβάω, oft mit Präfix, z. B. ἐκ-, κατα-, ἀνα-, δια-, untertauchen, ins Wasser springen, schwimmen (att., hell. u. sp.) mit κολυμβήθρα Badeort, Teich, Zisterne (Pl. usw.), κολύμβησις das Untertauchen = Perlenfang (Peripl. M. Rubr.), als Rückbildung κόλυμβος = κολύμβησις (Str., Paus., Plu. u. a.) und -ήθρα (Hero); κολυμβητήρ (A.) und -ητής (Th., Pl. u. a.) Taucher (vgl. Fraenkel Nom. ag. 2, 14 u. 17f.) mit κολυμβητική (τέχνη) Taucherkunst (Pl.); auch κολυμβιστής (Sch.); κολυμβιτεύω (= -ητεύω?) ins Wasser werfen (Pap.).
Etymology: Ohne sichere Erklärung. Gegen Gleichsetzung mit lat. columba Taube mit Recht W.-Hofmann s. v.; ein gemeinsames idg. *kolu-mb(h)- (-nb(h)-) ist selbstverständlich ein lautliches Unding. Möglich ist dagegen an sich idg. *kolon-b(h)-, sofern man das unerklärte gr. -υ- mit in den Kauf nehmen will. Ursprüngliche Verwandtschaft mit columba (und κελαινός?) ist trotz der Bedeutungsverschiedenheit zweifellos möglich, aber solange die Wortbildung auf ihre Erklärung wartet, bietet diese Möglichkeit wenig Interesse. Einzelheiten m. reicher Lit. bei WP. 1, 440f., Pok. 547f., W.-Hofmann s. columba. Pelasgische Etymologie bei v. Windekens Le Pélasgique 116.
Page 1,905-906
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=κολυμπητής, δύτης). Ἔχει σχέση μέ τό λατιν. columba (=περιστέρι) πού σχετίζεται μέ τό κελαινός (=σκοτεινός).
Παράγωγα: κολυμβῶ (=βουτῶ, κολυμπῶ), κολύμβησις, κολυμβητέον, κολυμβητήρ καί κολυμβητής, κολυμβητικός, κολυμβήθρα, κολυμβίς (=πουλί), κολυμβάς (=ἐλιά πού ἐπιπλέει στήν ἁλμύρα).