σκύλος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />peau de bête.<br />'''Étymologie:''' v. [[σκῦλον]].
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />[[peau de bête]].<br />'''Étymologie:''' v. [[σκῦλον]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:45, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκύλος Medium diacritics: σκύλος Low diacritics: σκύλος Capitals: ΣΚΥΛΟΣ
Transliteration A: skýlos Transliteration B: skylos Transliteration C: skylos Beta Code: sku/los

English (LSJ)

[ῠ], εος, τό, animal's skin, hide, τὸ δὲ σ. ἀνδρὶ καλύπτρη, of a lion's skin, Call.Fr.142, cf. Theoc.25.142, AP6.35 (Leon.), 165 (Phal.); outer husk of a nut, Nic.Al.270: heterocl. pl. σκύλα Id.Th. 422: σκυλος is f.l. for σκῦτος in Herod.3.68.

German (Pape)

[Seite 907] τό, poet. für σκῦλον 2, Nic. Al. 270.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
peau de bête.
Étymologie: v. σκῦλον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκύλος -εος, contr. -ους, τό [σκύλλω] (afgestroopte) huid.

Russian (Dvoretsky)

σκύλος: v.l. σκῦλος, εος (ῠ) τό шкура Theocr., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

σκύλος: [ῠ], -εος, τό, δέρμα ζῴου, δορὰ λέοντος, κτλ., τὸ δὲ σκ. ἀνδρὶ καλύπτρη Καλλ. Ἀποσπ. 142, πρβλ. Θεόκρ. 25. 142, Ἀνθ. Π. 6. 35, 165· ὁ ἐξώτερος φλοιὸς καρύου, Νικ. Ἀλεξιφ. 270, Ἡσύχ.· - ἐν Νικ. Θηρ. 422 ἀπαντᾷ ὁ ἑτερόκλ. πληθ. σκύλα. (Ἴδε ἐν λέξ. σκῦλον).

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΜΑ, και θηλ. σκύλα, Ν
νεοελλ.
1. είδος σκυλόψαρου
2. κάθε είδος καρχαρία
3. το θηλ. η σκύλα
α) θηλυκό σκυλί
β) ναυτ. κομμάτι αλυσίδας με την οποία ασφαλίζεται η αλυσίδα της άγκυρας από το ενδεχόμενο να χαλαρώσει ή να ξεφύγει στη θάλασσα
4. μτφ. α) άνθρωπος σκληρόκαρδοςσκύλα, και που είναι ο Κωνσταντής, ο μικροκωνσταντίνος;», δημ. τραγούδι)
β) άπιστος
5. φρ. α) «γίνομαι σκύλοςσκύλα]» — οργίζομαι πάρα πολύ
β) «σαν τον σκύλο με τη γάτα» — λέγεται για εκείνους που φιλονικούν διαρκώς μεταξύ τους, για ασυμβίβαστους χαρακτήρες
6. παροιμ. α) «θέλει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο» — λέγεται για εκείνους που έχουν την αξίωση να διεκπεραιώσουν μια υπόθεσή τους ή να τους παρασχεθεί κάτι, χωρίς κανένα κόστος, χωρίς κανένα αντάλλαγμα εκ μέρους τους
β) «αν δέν κουνήσει η σκύλα την ουρά της δεν πάνε τα σκυλιά κοντά της» — οι γυναίκες που δίνουν αφορμές και προκαλούν τους άνδρες φέρουν οι ίδιες την ευθύνη για τις ερωτοτροπίες και τις παρενοχλήσεις τών ανδρών σε βάρος τους
γ) «ομπρός φίλος και πίσω σκύλος» — λέγεται για άνθρωπο κόλακα και δόλιο, που προσποιείται τον φίλο, αλλά στην πραγματικότητα είναι άσπονδος εχθρός και δαγκώνει κρυφά όπως το κρυφόσκυλο
νεοελλ.-μσν.
κατοικίδιο σαρκοφάγο θηλαστικό που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια κυνίδες, σκυλί
αρχ.
μικρό σκυλάκι, νεογνό σκύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκυλ- του αρχ. σκύλ-αξ «μικρός σκύλος», κατά τα αρσ. σε -ος (πρβλ. και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. «σκύλλον
την κύνα λέγουσιν»)].
(II)
και σκῡλος, -ους, -εος, τὸ, Α
1. δέρμα ζώου, δορά («τὸ δὲ σκῡλος ἀνδρὶ καλύπτρη», Καλλ.)
2. ο εξωτερικός φλοιός καρυδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλλω «ξεσχίζω». Ο τ. σκῦλος με -- πιθ. κατά το σκῦτος ή, κατ' άλλους, αποτελεί εσφ. γρφ. αντί του σκῦτος.

Greek Monotonic

σκύλος: [ῠ], -εος, τό, δέρμα ζώου, δορά, τομάρι, σε Θεόκρ., Ανθ.

Middle Liddell

σκῠ́λος, ος, εος, τό,
a skin, hide, Theocr., Anth.