ἐπαφή: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
m (Text replacement - "Pl.''Tht.''" to "Pl.''Tht.''")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epafi
|Transliteration C=epafi
|Beta Code=e)pafh/
|Beta Code=e)pafh/
|Definition=ἡ, ([[ἐπαφάω]])<br><span class="bld">A</span> [[touch]], [[touching]], [[handling]], A.''Supp.''17, Pl. ''Ti.'' 46b, al.; σφυγμοῦ Marcellin.''Puls.''114, al.; <b class="b3">ἐ. μωσικὰ [τῆς λύρας]</b> Euryph. ap. Stob.4.39.27: pl., ἐπαφαὶ χειρῶν Plu.2.2d.<br><span class="bld">2</span> [[severe]] [[handling]], [[punishment]], <b class="b3">ἐπαφή καὶ νουθεσία</b> ib.46d; especially of Pythagorean [[treatment]], Iamb.''VP''15.64 (pl.), 25.114.<br><span class="bld">3</span> [[touch]], [[contact]], ἡδεῖα ἐ. ''IGRom.''4.503.11 (Pergam.).<br><span class="bld">b</span> metaph., of [[apprehension]], Epicur.''Fr.''250; ἡ τοῦ ἀγαθοῦ εῐτε γνῶσις εἴτε ἐ. Plot.6.7.36, cf. Iamb. ''Comm.Math.''8; τοῦ μέλλοντος Id.''Myst.''3.26.<br><span class="bld">4</span> Geom., [[point of contact]], Euc. ''Phaen.'' p.68 M., Procl. ''Hyp.''2.7; <b class="b3">περὶ ἐπαφῶν</b>, on the theory of [[tangent]]s, title of work by Apollonius of Perga, Papp.636.21, al.<br><span class="bld">II</span> the [[sense of touch]], [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''186b.<br><span class="bld">III</span> in phrases such as ἐκτὸς ἱερᾶς νόσου καὶ ἐ. ''PLips.''4.20 (iii A.D.), πλὴν ἐ. καὶ ἱ. ν. ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''94.11 (i A.D.), etc., prob. [[external]] [[claim]], cf. ''PStrassb.''79.7 (i B.C.).
|Definition=ἡ, ([[ἐπαφάω]])<br><span class="bld">A</span> [[touch]], [[touching]], [[handling]], A.''Supp.''17, Pl. ''Ti.'' 46b, al.; σφυγμοῦ Marcellin.''Puls.''114, al.; <b class="b3">ἐ. μωσικὰ [τῆς λύρας]</b> Euryph. ap. Stob.4.39.27: pl., ἐπαφαὶ χειρῶν Plu.2.2d.<br><span class="bld">2</span> [[severe handling]], [[punishment]], <b class="b3">ἐπαφή καὶ νουθεσία</b> ib.46d; especially of Pythagorean [[treatment]], Iamb.''VP''15.64 (pl.), 25.114.<br><span class="bld">3</span> [[touch]], [[contact]], ἡδεῖα ἐ. ''IGRom.''4.503.11 (Pergam.).<br><span class="bld">b</span> metaph., of [[apprehension]], Epicur.''Fr.''250; ἡ τοῦ ἀγαθοῦ εῐτε γνῶσις εἴτε ἐ. Plot.6.7.36, cf. Iamb. ''Comm.Math.''8; τοῦ μέλλοντος Id.''Myst.''3.26.<br><span class="bld">4</span> Geom., [[point of contact]], Euc. ''Phaen.'' p.68 M., Procl. ''Hyp.''2.7; <b class="b3">περὶ ἐπαφῶν</b>, on the theory of [[tangent]]s, title of work by Apollonius of Perga, Papp.636.21, al.<br><span class="bld">II</span> the [[sense of touch]], [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''186b.<br><span class="bld">III</span> in phrases such as ἐκτὸς ἱερᾶς νόσου καὶ ἐ. ''PLips.''4.20 (iii A.D.), πλὴν ἐ. καὶ ἱ. ν. ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''94.11 (i A.D.), etc., prob. [[external]] [[claim]], cf. ''PStrassb.''79.7 (i B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:02, 14 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰφή Medium diacritics: ἐπαφή Low diacritics: επαφή Capitals: ΕΠΑΦΗ
Transliteration A: epaphḗ Transliteration B: epaphē Transliteration C: epafi Beta Code: e)pafh/

English (LSJ)

ἡ, (ἐπαφάω)
A touch, touching, handling, A.Supp.17, Pl. Ti. 46b, al.; σφυγμοῦ Marcellin.Puls.114, al.; ἐ. μωσικὰ [τῆς λύρας] Euryph. ap. Stob.4.39.27: pl., ἐπαφαὶ χειρῶν Plu.2.2d.
2 severe handling, punishment, ἐπαφή καὶ νουθεσία ib.46d; especially of Pythagorean treatment, Iamb.VP15.64 (pl.), 25.114.
3 touch, contact, ἡδεῖα ἐ. IGRom.4.503.11 (Pergam.).
b metaph., of apprehension, Epicur.Fr.250; ἡ τοῦ ἀγαθοῦ εῐτε γνῶσις εἴτε ἐ. Plot.6.7.36, cf. Iamb. Comm.Math.8; τοῦ μέλλοντος Id.Myst.3.26.
4 Geom., point of contact, Euc. Phaen. p.68 M., Procl. Hyp.2.7; περὶ ἐπαφῶν, on the theory of tangents, title of work by Apollonius of Perga, Papp.636.21, al.
II the sense of touch, Pl.Tht.186b.
III in phrases such as ἐκτὸς ἱερᾶς νόσου καὶ ἐ. PLips.4.20 (iii A.D.), πλὴν ἐ. καὶ ἱ. ν. POxy.94.11 (i A.D.), etc., prob. external claim, cf. PStrassb.79.7 (i B.C.).

German (Pape)

[Seite 907] ἡ, die Berührung; Aesch. Suppl. 17; ἐπαφήν τινα παρέχειν Plat. Soph. 246 a; τοῦ σκληροῦ τὴν σκληρότητα διὰ τῆς ἐπαφῆς αἰσθήσεται, durch das Gefühl, Theaet. 186 b; Sp.; μωσικά, das Greifen in die Saiten der Lyra, Stob. fl. 103, 27; Plut. vrbdt es mit νουθεσία, Angriff, Tadel, de audit. 9.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de toucher à la surface, de toucher à, de manier ; fig. atteinte, blâme, châtiment.
Étymologie: ἐπί, ἁφή.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰφή: ῆς ἡ
1 прикосновение, касание (ταῖς ἐπαφαῖς ἐκτρίβεσθαι Plut.): ἐξ ἐπαφῆς Aesch. (простым) прикосновением; ἐ. γίγνεταί τινι περί τι Plat. происходит соприкосновение чего-л. с чем-л.;
2 осязание (διὰ τῆς ἐπαφῆς αἰσθάνεσθαί τι Plat.);
3 подавление, укрощение (τῆς ἐκμελοῦς φιλοτιμίας Plut.);
4 порицание (ἐ. καὶ νουθεσία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰφή: ἡ, (ἐπαφάω) ἀφή, τὸ ἐφάπτεσθαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 18, Πλάτ. Τίμ. 46.Β, κ. ἀλλ.· ἐπαφὰ δὲ μουσικὰ τῆς λύρας Εὐρύφαμ. Πυθαγόρειος παρὰ Στοβ. 556. 39. 2) αὐστηρὰ μεταχείρισης, τιμωρία, Πλουτ. 2. 46D, ἔνθα ἴδε Wyttenb. 3) ἀφή, προσέγγισις, Συλλ. Ἐπιγρ. 3546. 11. ΙΙ. ἡ αἴσθησις τῆς ἀφῆς, Πλάτ. Θεαίτ. 186Β.

Greek Monolingual

η (AM ἐπαφή)
αφή, ψηλάφηση, άγγιγμα («τυφλοῖς τὸ βλέπειν τῇ σῇ ἐπαφῇ θείᾳ δέδοται», Μηναία)
νεοελλ.
1. πρώτη συνάντηση με σκοπό στενότερες σχέσεις ή έναρξη διαπραγματεύσεων («ἡλθα σε επαφή με τους υπευθύνους του περιοδικού»)
2. σχέση, συνάφεια («δεν έχω επαφή μαζί του»)
3. γεωλ. η επιφάνεια σύνδεσης δύο γεωλογικών σχηματισμών
4. (ηλεκτρ.) α) σημείο ή περιοχή κατά την οποία δύο αγώγιμα σώματα ενώνονται έτσι ώστε να αποκαθίσταται μεταξύ τους ηλεκτρικά αγώγιμη σύνδεση
β) το σύστημα δύο ή περισσότερων αγωγών που βρίσκονται μόνιμα, περιοδικά ή στιγμιαία σε ηλεκτρικά αγώγιμη σύνδεση, καθώς και η λειτουργία που αποκαθιστά τη σύνδεση αυτή
5. μαθ. επαφή σε ένα σημείο έχουν δύο καμπύλες ή δύο επιφάνειες ή μία καμπύλη και μία επιφάνεια, όταν στο σημείο αυτό οι εφαπτόμενες ή τα εφαπτόμενα επίπεδα ταυτίζονται ή, στην τελευταία περίπτωση, η εφαπτομένη της καμπύλης ανήκει στο εφαπτόμενο επίπεδο της επιφάνειας
6. στρ. η προσέγγιση προς τον εχθρό ο οποίος κινείται ή σταθμεύει
7. (ψυχολ.) γενικά, η αμοιβαία προσέγγιση του εσωτερικού κόσμου δύο ή περισσότερων ατόμων
αρχ.
1. τρόπος ψαύσεως ή κρούσεως τών χορδών μουσικών οργάνων
2. η αίσθηση της αφής
3. αντίληψη, νόηση («ἡ τοῦ ἀγαθοῦ εἴτε γνῶσις εἴτε ἐπαφή», Επίκ.)
4. αυστηρή μεταχείριση, τιμωρία («ἐπαφῆς δὲ καὶ νουθεσίας», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αφή (< άπτομαι «εγγίζω»)].

Greek Monotonic

ἐπᾰφή: ἡ, αφή, άγγιγμα, διαχείριση, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἐπᾰφή, ἡ, [from ἐπᾰφάω]
touch, touching, handling, Aesch.

English (Woodhouse)

sense of touch, sense of

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Σύνθετο ἀπό τό ἐπί + ἀφή τοῦ ἅπτομαι (=ἐγγίζω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἅπτω.