ψαλίδα: Difference between revisions
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα") |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ψαλίς]], - | |mltxt=η / [[ψαλίς]], -ίδος, ΝΜΑ, και [[ψελίς]] και πιθ. τ. πληθ. ψαλλίδες και παλ. τ. [[σπαλίς]], Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μεγεθ.)</b> μεγάλο [[ψαλίδι]] κατάλληλο για την [[κοπή]] σκληρών υλικών<br /><b>2.</b> (για [[κλήμα]] και άλλα φυτά) [[έλικας]]<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> η [[τριχοκλασία]]<br /><b>4.</b> <b>ζωολ.</b> α) [[κοινή]] [[ονομασία]] της σκολόπενδρας<br />β) [[κοινή]] [[ονομασία]] τών δερματόπτερων εντόμων και [[κυρίως]] αυτών της οικογένειας forficulidae, που φέρουν από ένα [[ζεύγος]] σκληρών αιχμηρών λαβίδων στο [[πίσω]] [[άκρο]] της κοιλίας<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ψαλίδα]] του εγκεφάλου»<br /><b>ανατ.</b> [[τοξοειδής]] [[σχηματισμός]] λευκής ουσίας, [[κάτω]] από το [[μεσολόβιο]] και [[επάνω]] από την [[τρίτη]] [[κοιλία]]<br />β) «[[ψαλίδα]] τιμών»<br /><b>(οικον.)</b> η [[διαφορά]] και η αναντιστοιχία [[μεταξύ]] του ύψους τών τιμών δύο κατηγοριών συσχετιζόμενων αγαθών ή υπηρεσιών, όπως λ.χ. [[μεταξύ]] τών τιμών τών πρώτων υλών, αφ' ενός, και τών τιμών τών βιομηχανικών προϊόντων, αφ' ετέρου<br /><b>μσν.</b><br />[[υποδοχή]] [[σύρτη]] θύρας<br />(μσν.- αρχ.) [[τόξο]], [[αψίδα]], [[καμάρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[χωρίς]] μεγεθ. σημ.) [[ψαλίδι]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) [[εργαλείο]] για την [[κόμμωση]] τών γυναικείων μαλλιών<br /><b>3.</b> [[ξυράφι]]<br /><b>4.</b> [[υπόνομος]]<br /><b>5.</b> [[είδος]] χαμηλού οικοδομήματος με τριγωνική [[στέγη]] κατασκευασμένη από πλάκες<br /><b>6.</b> η [[καμάρα]] του ποδιού<br /><b>7.</b> [[κυλινδρικός]] [[θόλος]]<br /><b>8.</b> (για [[άλογο]]) [[ψάλιον]]<br /><b>9.</b> [[είσοδος]] και [[έξοδος]] θεάτρου<br /><b>10.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ταχεῖα [[κίνησις]]»<br /><b>11.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ψαλίδες</i><br />α) μεταλλικοί ιμάντες κατάλληλοι για τη [[σύσφιγξη]] μηχανήματος<br />β) (στην ΠΔ) οι θήκες τών μοχλών που στηρίζουν το [[ιερό]] θυσιαστήριο<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «ψαλίδες τών στύλων»<br />(στην ΠΔ) <b>πιθ.</b> οι σπειροειδείς και καμπύλες εξοχές τών κιόνων που βρίσκονται [[μεταξύ]] του κιονοκράνου και του [[κυρίως]] κίονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. <i>ψαλ</i>-<i>ίς</i>, -ίδος έχει σχηματιστεί από θ. <i>ψαλ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[ψαλόν]]) με [[επίθημα]] -<i>ίς</i> ([[πρβλ]]. <i>λεπ</i>-<i>ίς</i>, -ίδος) και εμφανίζει παρλλ. τ. με φωνηεντισμό -<i>ε</i>- ([[πρβλ]]. [[ψάλιον]]: [[ψέλιον]]) και τ. [[σπαλίς]], που οφείλεται πιθ. σε [[διαλεκτική]] [[αντιμετάθεση]] τών συμφώνων του [[διπλού]] <i>ψ</i>- σε <i>σπ</i>-. Η λ. [[ψαλίς]] εντάσσεται σε μια ευρεία [[οικογένεια]] λ. ([[πρβλ]]. [[ψαλόν]], [[ψάλιον]], [[ψέλιον]], [[σπαλίων]]), δηλωτική διαφόρων αντικειμένων στρογγυλού σχήματος. Βασική σημ. της λ. [[ψαλίς]] [[είναι]] «[[εργαλείο]] κοπής αποτελούμενο από [[έλασμα]] κεκαμμένο σε δύο βραχίονες, το [[ψαλίδι]]». Η λ., [[ωστόσο]], χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και διάφορα άλλα αντικείμενα ή κατασκευάσματα ειδικής χρήσεως και λειτουργικότητας, όπως «[[ξυράφι]]», «[[χαλινάρι]]», «[[αλυσίδα]] του χαλινού», «μεταλλικοί ιμάντες για τη [[σύσφιγξη]] μηχανημάτων», [[αλλά]] και «[[τόξο]], [[αψίδα]], [[κυλινδρικός]] [[θόλος]]», «[[σωλήνας]] αποχέτευσης», «[[υποδοχή]] [[σύρτη]]» κ.ά. Ο νεοελλ. τ. [[ψαλίδα]], [[τέλος]], με σημ. «μεγάλο [[ψαλίδι]]» [[είναι]] μεγεθ. του [[ψαλίδι]] με μεγεθυντική κατάλ. -<i>α</i> ([[πρβλ]]. [[κεφάλι]]: [[κεφάλα]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:19, 1 March 2024
Greek Monolingual
η / ψαλίς, -ίδος, ΝΜΑ, και ψελίς και πιθ. τ. πληθ. ψαλλίδες και παλ. τ. σπαλίς, Α
νεοελλ.
1. (μεγεθ.) μεγάλο ψαλίδι κατάλληλο για την κοπή σκληρών υλικών
2. (για κλήμα και άλλα φυτά) έλικας
3. ιατρ. η τριχοκλασία
4. ζωολ. α) κοινή ονομασία της σκολόπενδρας
β) κοινή ονομασία τών δερματόπτερων εντόμων και κυρίως αυτών της οικογένειας forficulidae, που φέρουν από ένα ζεύγος σκληρών αιχμηρών λαβίδων στο πίσω άκρο της κοιλίας
5. φρ. α) «ψαλίδα του εγκεφάλου»
ανατ. τοξοειδής σχηματισμός λευκής ουσίας, κάτω από το μεσολόβιο και επάνω από την τρίτη κοιλία
β) «ψαλίδα τιμών»
(οικον.) η διαφορά και η αναντιστοιχία μεταξύ του ύψους τών τιμών δύο κατηγοριών συσχετιζόμενων αγαθών ή υπηρεσιών, όπως λ.χ. μεταξύ τών τιμών τών πρώτων υλών, αφ' ενός, και τών τιμών τών βιομηχανικών προϊόντων, αφ' ετέρου
μσν.
υποδοχή σύρτη θύρας
(μσν.- αρχ.) τόξο, αψίδα, καμάρα
αρχ.
1. (χωρίς μεγεθ. σημ.) ψαλίδι
2. (ιδίως) εργαλείο για την κόμμωση τών γυναικείων μαλλιών
3. ξυράφι
4. υπόνομος
5. είδος χαμηλού οικοδομήματος με τριγωνική στέγη κατασκευασμένη από πλάκες
6. η καμάρα του ποδιού
7. κυλινδρικός θόλος
8. (για άλογο) ψάλιον
9. είσοδος και έξοδος θεάτρου
10. (κατά τον Ησύχ.) «ταχεῖα κίνησις»
11. στον πληθ. αἱ ψαλίδες
α) μεταλλικοί ιμάντες κατάλληλοι για τη σύσφιγξη μηχανήματος
β) (στην ΠΔ) οι θήκες τών μοχλών που στηρίζουν το ιερό θυσιαστήριο
12. φρ. «ψαλίδες τών στύλων»
(στην ΠΔ) πιθ. οι σπειροειδείς και καμπύλες εξοχές τών κιόνων που βρίσκονται μεταξύ του κιονοκράνου και του κυρίως κίονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ψαλ-ίς, -ίδος έχει σχηματιστεί από θ. ψαλ- (βλ. λ. ψαλόν) με επίθημα -ίς (πρβλ. λεπ-ίς, -ίδος) και εμφανίζει παρλλ. τ. με φωνηεντισμό -ε- (πρβλ. ψάλιον: ψέλιον) και τ. σπαλίς, που οφείλεται πιθ. σε διαλεκτική αντιμετάθεση τών συμφώνων του διπλού ψ- σε σπ-. Η λ. ψαλίς εντάσσεται σε μια ευρεία οικογένεια λ. (πρβλ. ψαλόν, ψάλιον, ψέλιον, σπαλίων), δηλωτική διαφόρων αντικειμένων στρογγυλού σχήματος. Βασική σημ. της λ. ψαλίς είναι «εργαλείο κοπής αποτελούμενο από έλασμα κεκαμμένο σε δύο βραχίονες, το ψαλίδι». Η λ., ωστόσο, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και διάφορα άλλα αντικείμενα ή κατασκευάσματα ειδικής χρήσεως και λειτουργικότητας, όπως «ξυράφι», «χαλινάρι», «αλυσίδα του χαλινού», «μεταλλικοί ιμάντες για τη σύσφιγξη μηχανημάτων», αλλά και «τόξο, αψίδα, κυλινδρικός θόλος», «σωλήνας αποχέτευσης», «υποδοχή σύρτη» κ.ά. Ο νεοελλ. τ. ψαλίδα, τέλος, με σημ. «μεγάλο ψαλίδι» είναι μεγεθ. του ψαλίδι με μεγεθυντική κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλι: κεφάλα)].