νιν: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nin | |Transliteration C=nin | ||
|Beta Code=nin | |Beta Code=nin | ||
|Definition=Dor. enclit. acc. of 3 pers. Pron., like Ep. and Ion. [[μιν]], for [[αὐτόν]], [[αὐτήν]],<br><span class="bld">A</span> [[him]], [[her]] (but never used reflexively), ''h.Ven.''280, Alcm. 23.44, Thgn.364, Epich.21, Sophr.35, etc.; also in Dor. Inscrr., ''IG''42 (1).121.12, al. (Epid., iv B.C.), ''Abh.Berl.Akad.''1925(5).21 (Cyrene, iv B.C.); αὐτόν νιν ''IG''42(1).122.47 (Epid.): seldom for [[αὐτό]], [[it]], as in Pi. ''P.''4.242, A.''Ch.''542, S.''Tr.''145: less freq. in plural, for αὐτούς, B.8.15, Pi.''Fr.''7, [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''868 (lyr.), E.''Supp.''1140 (lyr.); for [[αὐτάς]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''43, 1123, ''Ant.''577; νιν αὐτάς E.''Ba.''32; for [[αὐτά]], S.''El.''436, 624.<br><span class="bld">2</span> for dat. [[αὐτῷ]], Pi.''P.''4.36, ''N.''1.66 ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[ἱν]], i.e. ϝιν). | |Definition=Dor. enclit. acc. of 3 pers. Pron., like Ep. and Ion. [[μιν]], for [[αὐτόν]], [[αὐτήν]],<br><span class="bld">A</span> [[him]], [[her]] (but never used reflexively), ''h.Ven.''280, Alcm. 23.44, Thgn.364, Epich.21, Sophr.35, etc.; also in Dor. Inscrr., ''IG''42 (1).121.12, al. (Epid., iv B.C.), ''Abh.Berl.Akad.''1925(5).21 (Cyrene, iv B.C.); αὐτόν νιν ''IG''42(1).122.47 (Epid.): seldom for [[αὐτό]], [[it]], as in Pi. ''P.''4.242, A.''Ch.''542, S.''Tr.''145: less freq. in plural, for αὐτούς, B.8.15, Pi.''Fr.''7, [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''868 (lyr.), [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''1140 (lyr.); for [[αὐτάς]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''43, 1123, ''Ant.''577; νιν αὐτάς E.''Ba.''32; for [[αὐτά]], S.''El.''436, 624.<br><span class="bld">2</span> for dat. [[αὐτῷ]], Pi.''P.''4.36, ''N.''1.66 ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[ἱν]], i.e. ϝιν). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 07:27, 15 November 2024
English (LSJ)
Dor. enclit. acc. of 3 pers. Pron., like Ep. and Ion. μιν, for αὐτόν, αὐτήν,
A him, her (but never used reflexively), h.Ven.280, Alcm. 23.44, Thgn.364, Epich.21, Sophr.35, etc.; also in Dor. Inscrr., IG42 (1).121.12, al. (Epid., iv B.C.), Abh.Berl.Akad.1925(5).21 (Cyrene, iv B.C.); αὐτόν νιν IG42(1).122.47 (Epid.): seldom for αὐτό, it, as in Pi. P.4.242, A.Ch.542, S.Tr.145: less freq. in plural, for αὐτούς, B.8.15, Pi.Fr.7, S.OT868 (lyr.), E.Supp.1140 (lyr.); for αὐτάς, S.OC43, 1123, Ant.577; νιν αὐτάς E.Ba.32; for αὐτά, S.El.436, 624.
2 for dat. αὐτῷ, Pi.P.4.36, N.1.66 (nisi leg. ἱν, i.e. ϝιν).
Greek (Liddell-Scott)
νῐν: Δωρ. ἐγκλ. αἰτ. τοῦ γ΄ προσ. τῆς προσωπ. ἀντωνυμ., ὡς τὸ Ἐπικ. καὶ Ἰων. μιν, ἀντὶ αὐτόν, αὐτήν, αὐτό, ἀλλ’ οὐδέποτε κεῖται ἀντὶ τῆς αὐτοπαθοῦς ἢ ἀντανακλωμένης, Ἐπίχ. 9 Ahr., Σώφρ. 63, Πίνδ., ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς Τραγ.· συχνάκις καθ’ ἑνικ., ἐπὶ πάντων τῶν γενῶν, ἀλλ’ οὐχὶ συχν. ἀντὶ τοῦ οὐδετ. αὐτό, ὡς παρὰ Πινδ. Π. 4. 430, Αἰσχύλ. Χο. 542, Σοφ. Τρ. 145· οὐδὲ συχνάκις ἐν τῷ πληθ. ἀντὶ αὐτούς, Πινδ. Ν. 4. 5, Σοφ. Ο. Τ. 868, Εὐρ. Ἱκέτ. 1140· ἀντὶ αὐτὰς Σοφ. Ο. Κ. 43, 1123, Ἀντ. 577· νιν αὐτὰς Εὐρ. Βάκχ. 32· ἀντὶ αὐτὰ Σοφ. Ἠλ. 436, 624. 2) ἀντὶ τῆς δοτ. αὐτῷ, ἐν Πινδ. Π. 4. 63, Ν. 1. 99. (ἔνθα ὁ Ἕρμ. ἴν). ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκι «περὶ τοῦ Γλωσσικοῦ ζητήματος» ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. 7, σ. 189.
English (Slater)
νῐν (v. μιν: * = v.l. μιν.)
a = αὐτόν. νιν καθαροῦ λέβητος ἔξελε Κλωθώ Pelops (O. 1.26) ἄφθιτον θέν νιν (coni. Bergk, Mommsen: θέσαν αὐτόν codd.) (O. 1.64) λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον Pelops (O. 1.68) ἐς γαῖαν πορεύεν θυμὸς ὥρμα Ἰστρίαν νιν Herakles (O. 3.26) τῶν νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν Herakles * (O. 3.33) ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω νιν Diagoras * (O. 7.83) ἀλλά νιν ὕβρις ὦρσεν Ixion (P. 2.28) “οὐδ' ἀπίθησέ νιν” (ἱν coni. Hermann, cf. (N. 1.66): “Parmi les solutions… il en est une…: c' est d' admettre que νιν a pu avoir la valeur d' un datif.” Des Places, 23, cf. Soph. fr. 471, Hesiod, fr. 11) (P. 4.36) πῦρ δέ νιν οὐκ ἐόλει Jason (P. 4.233) ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει. εὖυ νιν ἔγνωκεν (sc. Δαμόφιλος) (P. 4.287) σύ τοί νιν μετανίσεαι (= πλοῦτον) (P. 5.6) εὔχομαί νιν Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δόμεν γέρας Zeus (P. 5.124) σύ τοι σχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρὸς (νῦν v.l., νυν Bergk: “νιν τὴν νίκην recte Dissen” Schr., probante Wil.) (P. 6.19) “θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον” Aristaios (P. 9.63) ἅ νιν εὔφρων δέξεται Telesikrates (P. 9.73) Ἰόλαον οὐκ ἀτιμά- σαντά νιν (= καιρόν) (P. 9.80) ὑδάτων τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα Herakles (P. 9.88) ἐκ δὲ τελευτάσει νιν ἤτοι σάμερον δαίμων (= ὄλβον) (P. 12.29) καί τινα φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (loc. susp.: μόρῳ coni. Boeckh: μόρον codd.: φᾶ ἑ δᾳώσειν Wil.) (N. 1.66) νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κοσμὸν Ἀθάναις Timodemos (N. 2.7) Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον Timasarchos (N. 4.21) ὕμνησαν Πηλέα θ, ὥς τέ νιν ἁβρὰ Κρηθεὶς Ἱππολύτα δόλῳ πεδᾶσαι ἤθελε (N. 5.26) πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν Themistios (N. 5.52) βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε Kreontidas (N. 6.42) ἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ Neoptolemos (N. 7.42) πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν Aiakos (N. 8.8) ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν Polydeukes (N. 10.68) περᾶσσαί νιν (coni. Dissen: περάσαι σὺν codd.: Aristagoras) (N. 11.10) ἅ νιν ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ Asopodoros (I. 1.36) ἁδυπνόῳ τέ νιν ἀσπάζοντο φωνᾷ Nikomachos (I. 2.25) σὺν Ὀρσέᾳ δέ νιν κωμάξομαι Melissos (I. 4.73) “καί νιν κέκλευ ἐπώνυμον εὐρυβίαν Αἴαντα” (I. 6.53) φαίης κέ νιν Lampon (I. 6.72) ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκτο Kleandros (I. 8.67) ]Ἴλιον πᾶσάν νιν ἐπὶ π[έδον] κατερεῖψαι Πα. 8A. 22. καὶ γὰρ ὁ πόντιος Ὀρς[ιτ]ρίαινά νιν περίαλλα βροτῶν τίεν Teneros Πα.… ]α φυγόντα νιν καὶ μέλαν ἕρκος ἅλμας[ Δ. 1. 1. ]σσέ νιν ὑπάτοισιν βουλεύμασι Perseus Δ. . 3. ταρβεῖ προσιόντα νιν fr. 110. combined with αὐτόν, emphatic, κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν Amphiareus (O. 6.14) δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος αὐτόν τέ νιν. Midas (P. 12.6)
b = αὐτήν. Οὐρανὸς δ' ἔφριξέ νιν Athena (O. 7.38) κάρυξ ἀνέειπέ νιν Aitna (P. 1.32) ἔσσεσθαι στεφάνοισί νιν ἵπποις τε κλυτὰν (Aitna: supp. Heyne, om. codd.) (P. 1.37) ἐδαμάσσατό νιν Koronis (P. 3.35) “ἦ μάν νιν ὤτρυνον φυλάξαι” (= βώλακα) * (P. 4.40) “εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε” * (P. 4.43) “πεύθομαι γάρ νιν Πελίαν ἀποσυλᾶσαι” (= τιμάν) (P. 4.109) τόθι νιν θῆκε δέσποιναν χθονὸς (νυν v.l.: Cyrene) (P. 9.6) κίχε νιν λέοντί ποτ' παλαίοισαν Cyrene (P. 9.26) “τίς νιν ἀνθρώπων τέκεν;” Cyrene (P. 9.33) “ἔνθα νιν ἀρχέπολιν θήσεις” Cyrene (P. 9.54) ἐν Πυθῶνί νιν εὐθαλεῖ συνέμειξε τύχᾳ Cyrene (P. 9.71) πότερόν νιν ἄρ' Ἰφιγένεἰ ἔκνισεν; Klytaimnestra (P. 11.22) χρή νιν εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις (= ἀρετάν) * (I. 1.43) σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ στρατὸς ἐκτίσσατο Aigina (I. 9.1) ἐπέβα νιν Delos fr. 33d. 5. ]νιν Βαβυλῶνος ἀμείψομαι Keos (Pae. 4.15)
c = αὐτό. τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις (τὸ πλουτεῖν) (P. 2.57) δέρμα λαμπρὸν ἔννεπεν ἔνθα νιν ἐκτάνυσαν (P. 4.242) ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν (= μέλος) (P. 12.22)
d = αὐτούς. ἄριστος εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων ἰατρός· αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες ἀοιδαὶ θέλξαν νιν ἁπτόμεναι (τὸ νίν Ἀρίσταρχος ἐπὶ τῆς εὐφροσύνης ἀκούει, ἄμεινον δέ, φησὶν ὁ Δίδυμος, ἐπὶ τῶν πόνων ἀκούειν τὴν νίν Σ.) (N. 4.3) ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν (Apoll. Dysk., de pron., p. 84, 7 Schn., ἔτι καὶ ἡ νίν τάσσεται ἐπὶ πλήθους) fr. 7. [
e = αὐτῷ, v. (P. 4.36), (N. 1.66) ]
f fragg. ]ύοντές νιν εκ[ Πα. 13. b. 20. ]καί νιν ορει[ Πα. 22a. 2. ]τε νιν ποθ[ (Π̆{S}: μιν Π.) *Θρ. 5a. 7. ]αιων οὐδέ μ[ιν (supp. Lobel) *fr. 51f. c. 5.
Greek Monolingual
νιν (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μιν.
Greek Monotonic
νῐν:1. Δωρ. και Τραγ. εγκλιτ. αιτ. του γʹ προσ. της προσ. αντων., όπως το Επικ. και Ιων. μιν, αντί αὐτόν, αὐτήν, αυτόν, αυτή, σε Πίνδ., Τραγ.· σπανίως αντί αὐτό, αυτό, σε Πίνδ., Αισχύλ.· και αντί αὐτούς, αὐτάς (στον πληθ.), σε Πίνδ.
2. αντί της δοτ. αὐτῷ, στον ίδ.
Frisk Etymological English
Meaning: = αὑτόν, αὑτήν
See also: s. μιν.
Middle Liddell
1. doric and Trag. enclit. acc. of 3rd pers. Pron., like epic and ionic μιν, for αὐτόν, αὐτήν, him, her, Pind., Trag.;—rarely for αὐτό, it, Pind., Aesch.; and for αὐτούς, -τάς (in pl.), Pind.
2. for dat. αὐτῷ, Pind.
Frisk Etymology German
νιν: {nin}
Meaning: = αὐτόν, αὐτήν
See also: s. μιν.
Page 2,321
English (Woodhouse)
German (Pape)
enklitisch, dor. und att. = μίν, und wie dieses für alle drei Geschlechter, αὐτόν, αὐτήν, αὐτό stehend; Pind. häufig; auch Tragg., für αὐτόν, Beispiele überall, αὐτήν, Soph. O.R. 1265, O.C. 315, αὐτό, Trach. 144, auch für den plur., wie Aesch. Ag. 710, μὴ τρέσητε νιν; für αὐτούς, Soph. O.R. 868, für αὐτάς, O.R. 1331, O.C. 43, für αὐτά, El. 428, 614; so auch Eur. – Als dat. ist es durchaus zweifelhaft.