μιν
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
[ῐ],
A him, her, it, Ep. and Ion. acc. sg. of the 3rd pers. Pron. (v. ἵ) in all genders, = Dor. νιν (q.v.), both forms in codd. Pi. (μιν N.5.38, Pae.2.73, al.), and in B. (μιν only 10.111), only νιν in Trag. (μιν f.l. in A.Eu.631, al.), neither in Att. Prose:—μὶν αὐτόν himself (emphatic), Il.21.245,318, etc. (αὐτήν μιν 11.117); αὐτόν μιν reflexive, = ἑαυτόν, Od.4.244; μιν alone is sometimes reflex., Hdt.1.11,45, al.; so αὐτόν (αὐτήν) μ. Id.1.24, 2.100; μ. alone not reflex., Id.2.100, al., Hippon.52, etc.
II 3rd pers. pl. doubtful in Hom., since it refers to δώματα by a sense-construction, Od.10.212, 17.268: in later Ep. certainly pl., as A.R.2.8. (Always enclitic, A.D.Pron. 39.12.)
English (Slater)
μῐν = αὐτόν, αὐτήν, αὐτό. (“Die im Papyrus über μιν stehende Variante νιν zeigt, daß die Orthographie dieser Form bei Pindar schon früh umstritten war,” Radt on (Pae. 6.115) “Le plus sage est de suivre les manuscrits,” Des Pl., 24: νιν pro μιν passim scrips. Mommsen, Bergk, Schr., al.: * = v.l. νιν.)
a = αὐτόν. εἰ δέ μιν ἔχων τις οἶδεν τὸ μέλλον (i. e. πλοῦτον) * (O. 2.56) μιν ἔντὐ ἀνάγκα. Herakles (O. 3.28) ἐπεί μιν αἰνέω Psaumis * (O. 4.14) κατεφάμιξεν καλεῖσθαί μιν Iamos * (O. 6.56) μετάλλασέν τέ μιν Iamos * (O. 6.62) μιν λύραι μολπαί τε γινώσκοντι Hieron * (O. 6.96) θῆκέ μιν ζαλωτὸν (γαμβρόν) * (O. 7.6) καί ῥά μιν χώρας ἀκλάρωτον λίπον, ἁγνὸν θεόν (O. 7.59) ἀλλά μιν οὐκ εἴασεν Zeus * (O. 7.61) ἤρειδεν δέ μιν Herakles (O. 9.32) μὴ καθέλοι μιν αἰὼν Lokros * (O. 9.60) ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν Opous * (O. 9.63) μιν ἐν Ἄρει παραγορεῖτο μή ποτε ταξιοῦσθαι Patroklos * (O. 9.76) [μή μιν (ὔμμιν coni. de Jongh) (O. 11.17) ] καὶ Δαμαίῳ μιν (= χαλινόν) θύων ταῦρον ἀργάεντα πατρὶ δεῖξον * (O. 13.69) πιθέσθαι κελήσατό μιν Bellerophon * (O. 13.80) σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον ἔσανεν Hieron (P. 1.51) οὐδέ μιν φόρμιγγες δέκονται Phalaris (P. 1.97) ἁ δ' ἀποφλαυρίξαισά μιν Apollo * (P. 3.12) κλέπτει τέ μιν Apollo (P. 3.29) καί ῥά μιν φέρων Jason (P. 3.45) ἰατῆρά τοι κέν μιν πίθον παρασχεῖν Cheiron (P. 3.65) ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν Jason (P. 4.79) στεφάνοισί τέ μιν ποίας ἔρεπτον Jason (P. 4.240) κείνων τέ μιν ὀάροις λύρᾳ τε κοινάσομαι Zeus (N. 3.11) οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν Telamon (N. 3.39) πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν Peleus (N. 5.31) ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι σὺν καλάμοιο βοᾷ θεὸν δέκονται Poseidon (N. 5.38) λέγοντι γὰρ Αἰακόν μιν ὑπὸ ματροδόκοις γοναῖς φυτεῦσαι Zeus (N. 7.84) ἐγκιρνάτω τίς μιν (κρατῆρα) (N. 9.50) ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώμασαν Theaios (N. 10.34) καί μιν οὔπω τεθναότ' ἔκιχεν Kastor (N. 10.74) [ἀγαθοῖσί μιν αἰνεῖσθαι (Mingarelli: ἀγαθοῖς μὲν αἰνεῖσθαι codd.: ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι Schr.) (N. 11.17) ] ἐθέλω ἢ Καστορείῳ ἢ Ἰολάοἰ ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ Herodotos (I. 1.16) εἴη μιν ἔρνεσι φράξαι χεῖρα (I. 1.64) εἶδ' Ἀπόλλων μιν Xenokrates (I. 2.18) ἁδεῖα δ' ἔνδον μιν ἔκνιξεν χάρις Herakles (I. 6.50) (ἷνας) ταί μιν ῥύοντό ποτε Achilles (I. 8.52) γεραίρετέ μιν Nikokles (I. 8.62) “ἀλλά μιν ποταμῷ σχεδὸν μολόντα φύρσει” (“den Feind,” Radt) (Pae. 2.73) ὤμοσε γὰρ θεός μή μιν εὔφρον' ἐς οἶκον μήτ ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου Neoptolemos * (Pae. 6.115) ἀλλά μιν Κρόνου παῖ[δες] κεραυνῷ χθόν' ἀνοιξάμενοι ἔκρυψαν τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον (ναόν) *Πα.… σὲ δ' ἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα (παρ' ἀμίν v.l. in codd. Aristidis; v. Σ ad loc., παρ' αὐτὸν τὸν Ἡρακλέα) fr. 81 ad Δ. 2. καί μ[ιν (ν[ιν Π#774;{pc}) *fr. 169. 23. Σθενέλοιό μιν υἱὸς κέλευσεν Herakles fr. 169. 44.
b= αὐτήν. φιλεῖ δέ μιν Παλλάς Semele * (O. 2.26) μιν γέρας ἔσσεσθαι (νᾶσον) * (O. 7.67) ἔχει τέ μιν (νᾶσον) (O. 7.70) οὔ μιν ἄλυξεν (βίαν) (P. 8.16) ]δέ μιν ἐν πέλαγος ῥιφθεῖσαν Asteria *Πα. 7B. 46. καλέοντί μιν Ὀρτυγίαν ναῦται πάλαι Delos Πα. 7B. 48.
c = αὐτό. οὔ μιν διώξω (τὸ πόρσω) * (O. 3.45)
d fragg. τὶν μὲν [πά]ρ μιν μ[ (Pae. 10.18) οὐδέ μ[ιν (supp. Lobel) *fr. 51f. c. 5.
Greek Monolingual
μιν, δωρ. τ. νιν (Α)
(επικ. και ιων. αιτ. και σπανιότερα δοτ. ενικού αντωνυμίας για όλα τα γένη)
1. αυτόν, αυτήν, αυτό
2. (συχνά σε συνεκφορά) α) μιν αὐτόν, μιν αὐτήν
χρησιμοποιούνται για έμφαση ως ισχυρότεροι τύποι
β) αὐτόν μιν
(ως αυτοπαθές ή ανακλώμενο) εαυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. μιν ανάγεται σε ΙΕ τ. me/o (πρβλ. αρχ. ινδ. amd-) και ο δωρ. νιν σε ΙΕ τ. η% (πρβλ. νή, ναί, λατ. nam, αρχ. ινδ. nāńā, αρχ. σλαβ. na) άτονες αναφορικές αντωνυμίες στις πλάγιες πτώσεις με δεικτική σημ., που εμφανίζουν φωνήεν -ι- (πρβλ. κυπρ. ίν)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: pron.
Meaning: (encl.) eum, eam, id; se, anaphor. and reflex. pronoun of the 3. sg., late also pl. (Il.);
Other forms: also νιν id. (anaphor.; Dor., trag., cf. Björck Alpha impurum 163).
Origin: IE [Indo-European] [281] *i- he, who
Etymology: Compare esp. Cypr. ἴν id. < *i-m (Lat. is etc.). The inital nasal is unexplained; not with Rix, Hist. Gr. 186 from reduplication (which is typical for indefenite pronouns; the nasal will have been taken from (the end of) the preceding word, as happened with OP, OPr. dim. S. Schwyzer 608 w. n. 1 and rich lit., also Chantraine Gramm. hom. 1, 265 A. 1 and Specht Ursprung 308. Cf. Beekes, KZ 96(1982)3229-32.
Middle Liddell
[ionic acc. sg. of the pron. of the 3rd pers. (v. ἵ) through all genders, for αὐτόν, αὐτήν, αὐτο] always enclitic, Hom., Hdt.; doric and Attic νιν]
I. Hom. joins μὶν αὐτόν himself, as a stronger form; but αὐτόν μιν is reflexive, oneself, for ἑαυτόν, Od.
II. rarely as 3 pers. pl. for αὐτούς, αὐτάς, αὐτά.
Frisk Etymology German
μιν: {min}
Grammar: (enkl.)
Meaning: eum, eam, id; se, anaphor. und reflex. Pronomen der 3. Sg., sp. auch Pl. (ep. ion. seit Il.);
Derivative: daneben νιν ib. (anaphor.; dor., Trag. usw., vgl. Björck Alpha impurum 163).
Etymology: Zu vergleichen zunächst kypr. ἴν ib. aus *i-m (lat. is usw.); der anlautende Nasal ist nicht erklärt; s. Schwyzer 608 m. A. 1 und reicher Lit., auch Chantraine Gramm. hom. 1, 265 A. 1 und Specht Ursprung 308.
Page 2,241
German (Pape)
ion. acc. sing. des pronom. der dritten Person durch alle drei Geschlechter, also = αὐτόν, αὐτήν, αὐτό, stets enklitisch, Hom. und Her. oft (vgl. auch νίν); μὶν αὐτόν, ihn selbst, Il. 21.245, 318, Od. 3.327 und sonst; in umgekehrter Folge, αὐτόν μιν, reflexiv, sich selbst, ἑαυτόν, Od. 4.244; doch steht Il. 11.117 αὐτήν μιν auch für μὶν αὐτήν.
Bei Her. 1.11, 24, 45 und öfter = ἑαυτόν. – Seltener wird es auch für den plur. gebraucht, also statt αὐτούς, αὐτάς, αὐτά, wie man Il. 12.385, 19.399, Od. 17.268 erklären kann, obgleich es auch hier sing. zu sein scheint; sicherer bei sp.D., wie Ap.Rh. 2.8. Vgl. Schol. Il. 1.201, Apoll.Dysc. pron. p. 368.