μέθοδος: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=methodos | |Transliteration C=methodos | ||
|Beta Code=me/qodos | |Beta Code=me/qodos | ||
|Definition=ἡ, ([[μετά]], [[ὁδός]])<br><span class="bld">A</span> [[following after]], [[pursuit]], νύμφης μέθοδον ποιεῖσθαι Anon. ap. Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ζεῦγος ἡμιονικόν]] (''EM''409.35):—hence,<br><span class="bld">II</span> [[pursuit of knowledge]], [[investigation]], Pl.''Sph.''218d, 235c, al.; <b class="b3">μ. ποιεῖσθαι</b> to pursue one's [[inquiry]], ib.243d; ἐν τῇ πρώτῃ μ. Arist.''Pol.''1289a26: hence, [[treatise]], Dam.''Pr.''451.<br><span class="bld">2</span> [[mode of prosecuting such inquiry]], [[method]], [[system]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''270c, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1129a6, ''Pol.''1252a18, etc.; ἡ διαλεκτικὴ μ. [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 533c, Arist.''Rh.''1358a4; joined with [[τέχνη]], Id.''EN'' 1094a1, cf. Phld.''Rh.''1.32 S.; <b class="b3">μ. ἔχειν</b> to have a [[plan]] or [[system]], Arist.''Top.''101a29; ἡ περὶ τὸν πίνακα μ. Plu.''Rom.''12.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">ἡ τοῦ πάντα κινεῖσθαι μ.</b> the [[doctrine]] of motion, [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''183c.<br><span class="bld">4</span> '[[methodic' medicine]], ἰητὴρ μεθόδου… προστάτα ''Epigr.Gr.''306 (Smyrna), cf. Julian. ap.Gal.18(1).256.<br><span class="bld">5</span> Rhet., [[means]], <b class="b3">τῆς εὑρέσεως, τοῦ κατορθοῦν, τοῦ ἀνεπαχθῶς ἑαυτὸν ἐπαινεῖν</b>, Hermog.''Meth.''2,22,25.<br><span class="bld">b</span> [[means of recognizing]], τῶν στάσεων Id.''Stat.''1,2.<br><span class="bld">c</span> [[mode of treating]] the subject-matter, Id.''Id.''1.1.<br><span class="bld">III</span> [[trick]], [[ruse]], Plu.2.176a: pl., Vett. Val.242.11; μ. ἐρωτικαί Aristaenet.1.17; [[stratagem]], [[LXX]] ''2 Ma.'' 13.18. | |Definition=ἡ, ([[μετά]], [[ὁδός]])<br><span class="bld">A</span> [[following after]], [[pursuit]], νύμφης μέθοδον ποιεῖσθαι Anon. ap. Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ζεῦγος ἡμιονικόν]] (''EM''409.35):—hence,<br><span class="bld">II</span> [[pursuit of knowledge]], [[investigation]], Pl.''Sph.''218d, 235c, al.; <b class="b3">μ. ποιεῖσθαι</b> to pursue one's [[inquiry]], ib.243d; ἐν τῇ πρώτῃ μ. [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1289a26: hence, [[treatise]], Dam.''Pr.''451.<br><span class="bld">2</span> [[mode of prosecuting such inquiry]], [[method]], [[system]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''270c, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1129a6, ''Pol.''1252a18, etc.; ἡ διαλεκτικὴ μ. [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 533c, Arist.''Rh.''1358a4; joined with [[τέχνη]], Id.''EN'' 1094a1, cf. Phld.''Rh.''1.32 S.; <b class="b3">μ. ἔχειν</b> to have a [[plan]] or [[system]], Arist.''Top.''101a29; ἡ περὶ τὸν πίνακα μ. Plu.''Rom.''12.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">ἡ τοῦ πάντα κινεῖσθαι μ.</b> the [[doctrine]] of motion, [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''183c.<br><span class="bld">4</span> '[[methodic' medicine]], ἰητὴρ μεθόδου… προστάτα ''Epigr.Gr.''306 (Smyrna), cf. Julian. ap.Gal.18(1).256.<br><span class="bld">5</span> Rhet., [[means]], <b class="b3">τῆς εὑρέσεως, τοῦ κατορθοῦν, τοῦ ἀνεπαχθῶς ἑαυτὸν ἐπαινεῖν</b>, Hermog.''Meth.''2,22,25.<br><span class="bld">b</span> [[means of recognizing]], τῶν στάσεων Id.''Stat.''1,2.<br><span class="bld">c</span> [[mode of treating]] the subject-matter, Id.''Id.''1.1.<br><span class="bld">III</span> [[trick]], [[ruse]], Plu.2.176a: pl., Vett. Val.242.11; μ. ἐρωτικαί Aristaenet.1.17; [[stratagem]], [[LXX]] ''2 Ma.'' 13.18. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 17:28, 21 November 2024
English (LSJ)
ἡ, (μετά, ὁδός)
A following after, pursuit, νύμφης μέθοδον ποιεῖσθαι Anon. ap. Suid. s.v. ζεῦγος ἡμιονικόν (EM409.35):—hence,
II pursuit of knowledge, investigation, Pl.Sph.218d, 235c, al.; μ. ποιεῖσθαι to pursue one's inquiry, ib.243d; ἐν τῇ πρώτῃ μ. Arist.Pol.1289a26: hence, treatise, Dam.Pr.451.
2 mode of prosecuting such inquiry, method, system, Pl.Phdr.270c, Arist.EN1129a6, Pol.1252a18, etc.; ἡ διαλεκτικὴ μ. Pl.R. 533c, Arist.Rh.1358a4; joined with τέχνη, Id.EN 1094a1, cf. Phld.Rh.1.32 S.; μ. ἔχειν to have a plan or system, Arist.Top.101a29; ἡ περὶ τὸν πίνακα μ. Plu.Rom.12.
3 ἡ τοῦ πάντα κινεῖσθαι μ. the doctrine of motion, Pl.Tht.183c.
4 'methodic' medicine, ἰητὴρ μεθόδου… προστάτα Epigr.Gr.306 (Smyrna), cf. Julian. ap.Gal.18(1).256.
5 Rhet., means, τῆς εὑρέσεως, τοῦ κατορθοῦν, τοῦ ἀνεπαχθῶς ἑαυτὸν ἐπαινεῖν, Hermog.Meth.2,22,25.
b means of recognizing, τῶν στάσεων Id.Stat.1,2.
c mode of treating the subject-matter, Id.Id.1.1.
III trick, ruse, Plu.2.176a: pl., Vett. Val.242.11; μ. ἐρωτικαί Aristaenet.1.17; stratagem, LXX 2 Ma. 13.18.
German (Pape)
[Seite 113] ἡ, das Nachgehen, Verfolgen; wohl nur vom kunstgemäßen, wissenschaftlichen Verfolgen einer Idee, von der wissenschaftlichen Behandlung eines Gegenstandes, u. bes. das geregelte Verfahren dabei, die Methode, ἡ διαλεκτικὴ μεθ. μόνη ταύτῃ πορεύεται, Plat. Rep. VII, 533 c, vgl. οὐχ ᾗ Τισίας πορεύεται δοκεῖ μοι φαίνεσθαι ἡ μέθοδος, Phaedr. 269 d; τῇ τοιᾷδε μεθόδῳ τῶν λόγων, Polit. 266 d; ποιεῖσθαι τὴν μέθοδον, Soph. 243 d; vgl. noch Rep. IV, 435 d Legg. I, 638 e. So vrbdt Arist. Eth. 1, 1 τέχνη καὶ μέθοδος, der auch eine wissenschaftliche Abhandlung, Schrift, so nannte. – Von den künstlichen Wendungen der Rhetoren wurde es übh. auf ein listiges Ersinnen übertragen, u. bedeutet später auch die List, Plut. reg. apophth. p. 91.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
1 étude méthodique d'une question de science;
2 voie détournée, fraude, artifice.
Étymologie: μετά, ὁδός.
Russian (Dvoretsky)
μέθοδος: ἡ
1 путь исследования или познания, метод (ἡ διαλεκτικὴ μ. Plat.);
2 теория, учение: ἡ τοῦ κινεῖσθαι μ. Plat. учение о движении;
3 исследование, трактат Arst.;
4 прием, уловка Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μέθοδος: ἡ, (μετά, ὁδὸς) τὸ μεταβαίνειν πρὸς ἀναζήτησιν ἢ παραλαβήν τινος, τὴν τῆς νύμφης μέθοδον ποιοῦνται Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· - ἐντεῦθεν, ΙΙ. ἐπιδίωξις γνώσεως, ἐπιστημονικὴ ἔρευνα, ζήτησις, Πλάτ. Σοφ. 218D, 235D, κ. ἀλλ.· μ. ποιοῦμαι, ἐπιδιώκω τὰς ἐρεύνας μου, αὐτόθι 243D· ἐν τῇ πρώτῃ μ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 2, 1. 2) ὁ τρόπος τῆς ἐπιδιώξεως τοιαύτης ἐρεύνης, μέθοδος, σύστημα, Πλάτ. Φαῖδρ. 270C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 1, 1, Πολιτικ. 1. 1. 3, κτλ.· ἡ διαλεκτικὴ μ. Πλάτ. Πολ. 533C, Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 20· ἐν συνδυασμῷ μετὰ τοῦ ἐπιστήμη, τέχνη, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 1. 1, 1· μ. ἔχειν αὐτόθι Τοπ. 1. 2, 1. 3) ἡ τοῦ κινεῖσθαι μ., τὸ δόγμα, ἡ διδασκαλία τῆς κινήσεως, Πλάτ. Θεαίτ. 183C. 4) συστηματικὴ ἰατρική, ἰητὴρ μεθόδου... προστάτα Συλλ. Ἐπιγρ. 3283· πρβλ. μεθοδικός.
Greek Monolingual
η (ΑM μέθοδος)
συστηματικός και προγραμματισμένος τρόπος πορείας για την επίλυση προβλημάτων θεωρίας και πρακτικής η οποία οδηγεί από προσδιορισμένες προϋποθέσεις στην πραγματοποίηση ενός σκοπού
νεοελλ.
1. (φιλοσ.) σύστημα κανόνων ή αρχών έρευνας, μελέτης και γνώσης τών φυσικών, κοινωνικών και βιολογικών φαινομένων και, γενικά, του επιστητού, καθώς και η προοπτική υπό την οποία γίνεται η προσέγγισή τους από διάφορους ερευνητές ή από διάφορες σχολές (α. «πειραματική μέθοδος» β. «συγκριτική μέθοδος» γ. «απαγωγική μέθοδος»)
2. σύνολο πρακτικών διαδικασιών με τις οποίες διδάσκεται ένα μάθημα, μια επιστήμη
3. εγχειρίδιο που περιέχει τις βασικές αρχές και τους τρόπους εκμάθησης μιας γλώσσας, ενός μουσικού οργάνου κ.λπ. (α. «μέθοδος Ιταλικής άνευ διδασκάλου» β. «πρακτική μέθοδος κιθάρας»)
νεοελλ.-μσν.
τρόπος σύμφωνα με τον οποίο πράττει, συμπεριφέρεται ή συναλλάσσεται κάποιος (α. «οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνταν στις εκλογές κατά το παρελθόν ήταν αντιδημοκρατικές» β. «το παιδί αυτό έχει μέθοδο στο διάβασμά του» γ. «το κρασί πρέπει να το πίνεις με μέθοδο»)
μσν.
1. δραστηριότητα, εκδήλωση
2. επινόημα, εφεύρημα
αρχ.
1. αναζήτηση, ανίχνευση, διερεύνηση
2. η αρχή στην οποία στηρίζεται κάποιος κατά την επιστημονική έρευνα («κατὰ τὴν τοῦ πάντα κινεῖσθαι μέθοδον», Πλάτ.)
3. συστηματική ιατρική
4. το σύνολο τών επιστημονικών γνώσεων, επιστήμη
5. στρατήγημα («κατεπείρασε διὰ μεθόδων τοὺς τόπους», ΠΔ)
6. ρητορικά μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ὁδός. Η αρχική σημασία της λ. ήταν «καταδίωξη, επιζήτηση», που αργότερα εξελίχθηκε σε «έρευνα, αναζήτηση, σύστημα έρευνας, επιστήμη», λαμβάνοντας μάλιστα ορισμένες φορές τη σημασία που θα είχε το μεταρρηματικό παράγωγο του ρ. μετέρχομαι.
Greek Monotonic
μέθοδος: ἡ (μετά), αναζήτηση, επιδίωξη, κατάκτηση· ιδίως, κατάκτηση γνώσης, επιστημονική αναζήτηση, έρευνα, ερευνητική μέθοδος, μέθοδος, σε Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
μέθ-οδος, ἡ, μετά
a following after, pursuit: esp. pursuit of knowledge, scientific inquiry, investigation, method of inquiry, method, Plat., etc.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Σύνθετο ἀπό τό μετά + ὁδός τοῦ εἶμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.