τράπεζα: Difference between revisions
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(SL_2) |
(eksahir) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>τρᾰπεζα</b> (-αν, -ᾶν, -αις(ι).) <br /> <b>a</b> [[table]], [[fig]]., [[feast]] (cf. Wil. on Eur., Her. 385.) [[οἷα]] παίζομεν φίλαν [[ἄνδρες]] ἀμφὶ θαμᾰ τράπεζαν (O. 1.17) τραπέζαισί τ' ἀμφὶ δεύτατα [[κρεῶν]] [[σέθεν]] [[διεδάσαντο]] (O. 1.50) πλείσται- σι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις (sc. θεούς) (O. 3.40) [[οὐκ]]' [[ἔμειν]] [[ἐλθεῖν]] τράπεζαν νυμφίαν (P. 3.16) καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται [[θέμις]] αἰενάοις ἐν τραπέζαις (N. 11.9) [[οὐδέ]] ποτε ξενίαν [[οὖρος]] ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' [[ἱστίον]] ἀμφᾰ τράπεζαν (I. 2.40) ] τράπεζαν [[θεῶν]] ἐπ' ἀμβρ[ο (Pae. 15.7) ἀπὸ μὲν λευκὸν [[γάλα]] χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3. ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν [[θαμά]] fr. 187.<br /> <b>b</b> [[manger]] ὁ δ' ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[ . . ] . ε τραπεζαν προβάτων ἁλυσιωτὸν (τραπεζᾶν Π, sed cf. [[test]]., Arist. Byz., fr. 42 N., Πίνδαρος [[τὰς]] Διομήδους ἵππους πρόβατα [[καλεῖ]], τὴν φάτνην αὐτῶν λέγων προβάτων τράπεζαν = fr. 316 Schr.) fr. 169. 27. | |sltr=<b>τρᾰπεζα</b> (-αν, -ᾶν, -αις(ι).) <br /> <b>a</b> [[table]], [[fig]]., [[feast]] (cf. Wil. on Eur., Her. 385.) [[οἷα]] παίζομεν φίλαν [[ἄνδρες]] ἀμφὶ θαμᾰ τράπεζαν (O. 1.17) τραπέζαισί τ' ἀμφὶ δεύτατα [[κρεῶν]] [[σέθεν]] [[διεδάσαντο]] (O. 1.50) πλείσται- σι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις (sc. θεούς) (O. 3.40) [[οὐκ]]' [[ἔμειν]] [[ἐλθεῖν]] τράπεζαν νυμφίαν (P. 3.16) καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται [[θέμις]] αἰενάοις ἐν τραπέζαις (N. 11.9) [[οὐδέ]] ποτε ξενίαν [[οὖρος]] ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' [[ἱστίον]] ἀμφᾰ τράπεζαν (I. 2.40) ] τράπεζαν [[θεῶν]] ἐπ' ἀμβρ[ο (Pae. 15.7) ἀπὸ μὲν λευκὸν [[γάλα]] χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3. ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν [[θαμά]] fr. 187.<br /> <b>b</b> [[manger]] ὁ δ' ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[ . . ] . ε τραπεζαν προβάτων ἁλυσιωτὸν (τραπεζᾶν Π, sed cf. [[test]]., Arist. Byz., fr. 42 N., Πίνδαρος [[τὰς]] Διομήδους ἵππους πρόβατα [[καλεῖ]], τὴν φάτνην αὐτῶν λέγων προβάτων τράπεζαν = fr. 316 Schr.) fr. 169. 27. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[mesa]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:32, 22 August 2017
English (LSJ)
[τρᾰ], ης, ἡ, Dor. τράπεσδα Alcm.74b:—
A table, esp. dining-table, eating-table, freq. in Hom., Τηλεμάχοιο τ., ἐμὴ τ., Od.17.333, 447, cf. IG12.330.4, Men.518.2; τ. παραθεῖναι Hdt.6.139, Alex.171; παρέκειτο τ. Il.24.476; τ. εἰσφέρειν, ἐπάγειν, Ar.V.1216, Anaxandr. 2 (but ἐσῄρετο is prob. cj.); ἡ τ. εἰσῄρετο Ar.Ra.518; τ. ἀφαιρεῖν Od. 19.61, X.Smp.2.1 (Pass.); αἴρειν Men.273, cf. 451; ἐκφέρειν Pl.Com. 69.2; ξενίη τ. the hospitable board, ἴστω Ζεύς . . ξενίη τε τ. Od.14.158, cf. 21.28; ᾔσχυνε ξενίαν τ. κλοπαῖσι A.Ag.401 (lyr.), cf. 701 (lyr.); ὅρκον μέγαν, ἅλας τε καὶ τράπεζαν Archil.96, cf. Wilcken Chr.11.58 (ii B. C.); ἡ ξενικὴ τ. Aeschin.3.224; τοὺς τῆς πόλεως ἅλας καὶ τὴν δημοσίαν τ. Id.2.22; δέξασθαι τραπέζῃ καὶ κοίτῃ entertain at bed and board, Hdt.5.20; κοίτης μεθέξουσα καὶ τραπέζης μόνον Plu.Brut.13; ἐπὶ τὰς αὐτὰς τ. ἰέναι Antipho 2.1.10; τράπεζαν Περσικὴν παρετίθετο he kept a table in the Persian fashion, Th.1.130; τ. κοσμεῖν X. Cyr.8.2.6, etc.; εἰς ἀλλοτρίαν τ. ἀποβλέπειν live at other men's table, at their expense, Id.An.7.2.33; τὴν τ. ἀνατρέπειν upset the table, D.19.198; prov. of a spendthrift, And.1.130; table dedicated to the gods, on which meats and offerings were set out, IG12.190.4, 840.19, 22.1245.6, 1534.163, 1933.2, Din.3.2; τ. ἱερά PCair.Zen.708 (iii B. C.); ἐπὶ τὴν τ. τῶν Διοσκόρων ib.569.24 (iii B. C.); τ. Κυρίου, τ. δαιμονίων, 1 Ep.Cor.10.21. 2 table, as implying what is upon it, meal, ἄνομος τ. Hdt.1.162, cf. E.Alc.2, X.An.7.3.22; also βορᾶς τ. S.OT1464; Συρακοσίων τ., prov. of luxurious living, Ar.Fr. 216, cf. Pl.R.404d; Σικελικαὶ τ. prov. ap. Jul. Or.6.203a; πολυτελὴς τ. Epicur.Ep.3p.64U.; δεύτεραι τ. the second course, Plu.2.133e, Ath.14.639b; cf. τράγημα. II money-changer's counter, ἐν ἀγορᾷ ἐπὶ τῶν τ. Pl.Ap.17c, cf. Plu.2.70f; αἱ τ. τῶν κολλυβιστῶν Ev.Matt.21.12; most freq. bank, Lys 9.5, etc.; ἡ ἐργασία ἡ τῆς τ. the right to operate the bank, D.36.6; ἡ ἐγγύη ἡ ἐπὶ τὴν τ. security given to the bank, Id.33.10; δοῦναι ἀργύριον ἐπὶ τ. Ev.Luc.19.23; τὸ ἐπὶ τὴν τ. χρέως D.33.24; οἱ ἐπὶ ταῖς τ. bankers, Isoc.17.2; κατασκευάζεσθαι τράπεζαν set up a bank, Is.Fr.66; τῆς τ. ἀνασκευασθείσης the bank having been broken, D.33.9; δημοσία τ. public bank at Delos, IG22.2336.180 (i B. C.); in Egypt, POxy. 835 (Aug.), etc.; βασιλικὴ τ. in Egypt, PEleph.27.22 (iii B. C.), PTeb.27.70 (ii B. C.), etc.; χειριστὴς τῆς ἐν τῇ Πολέμωνος μερίδι τ. PEnteux.38.1 (iii B. C.); opp. ἰδιωτικὴ τ. POxy.305 (i A. D.), etc.; κολλυβιστικαὶ τ. ib.1411.4 (iii A. D.). III any table or flat surface on which a thing rests: as, 1 cross bench in which the mast is fixed, Sch. Il.15.729; τ. δολωνική, v. δολωνικός. 2 platform on which slaves were exposed for sale, Ar.Fr.874. 3 tablet or slab with a relief or inscription, τ. χαλκῆ Orac. ap. D.21.53, cf. Paus.8.31.3; at a tomb, Plu.2.838c. 4 plinth of a statue, CIG4702.7 (Egypt, iv B. C.). b lamp-stand, PSI4.428.39 (iii B. C.). 5 nether millstone, BGU251.17 (i A. D.), Poll.7.19. 6 part of a torsion engine, prob. the plinth, Ph.Bel.54.2, HeroBel.100.1. 7 part of the liver, Nic.Th.560, Polyaen.4.20, Ruf.Onom.180. 8 shoulder-blade, Poll.2.177. 9 grinding surface of the teeth, ib.93, Ruf.Onom.54. (The word is shortd. from τετράπεζα; hence the question καὶ πόθεν ἐγὼ τρίπουν τ. λήψομαι; as if this were an absurdity, Ar.Fr.530; τ. τρισκελεῖς Cratin.301:—so τρίπεζα, τρέπεδδα (qq. v.), of three-legged tables.)
German (Pape)
[Seite 1134] ἡ (von den Alten entweder von τρίπεζα od. von τετράπεζα abgeleitet, je nachdem man Tische von drei oder vier Füßen annahm; Letzteres ist wahrscheinlicher), der Tisch, die Tafel; bes. – 1) der Eßtisch; oft bei Hom., bei dem jeder Gast seinen eigenen Tisch vor sich hat, Od. 17, 333. 447. 22, 74; ξενίη τράπεζα, der gastliche Tisch, an dem der Gast freundliche Aufnahme findet, als Symbol des Gastrechts so heilig geachtet, daß man dabei schwor, Od. 14, 158. 21, 28 u. sonst; ᾔσχυνε ξενίαν τράπεζαν κλοπαῖσι γυναικός, Aesch. Ag. 390. – Auch das, was auf den Tisch gesetzt wird, das Essen selbst; Her. 1, 162; τράπεζαν Περσικὴν παρετίθετο, Thuc. 1, 130, etwa »er führte einen persischen Tisch«; Συρακοσία, Plat. Rep. III, 404 d; Xen. verbindet ἀποδίδωμι τοὺς φίλους καὶ τοὺς θεράποντας καὶ τράπεζαν, σὺν οἵᾳπερ ἐζῆτε, Cyr. 2, 2, 26; τράπεζαν ἐν τοῖς μαζοῖς οὖσαν, Ach. Tat. 1, 10. – 2) der Wechslertisch; denn die Wechsler der Alten trieben ihr Geschäft auf einem Tische auf dem Markte; τράπεζαν κατασκευάζεσθαι, eine Wechselbank anlegen, Is. frg. 2, 3; ἐν ἀγορᾷ ἐπὶ τῶν τραπεζῶν, Plat. Apol. 17 c; τραπέζης ἀνασκευασθείσης, eigtl., nachdem der Tisch abgebrochen, d. i. nachdem er Bankerott gemacht hatte, Dem. 33, 9; ἀποστερῆσαι τὸ ἐπὶ τὴν τράπεζαν χρέος, ib. 24; τὴν τράπεζαν ἀνατρέπειν, Andoc. 1, 130; ἡ δημοσία τρ., Inscr. 123. – 3) übh. Tafel, Fläche, auf der Etwas ruht, z. B. der Stuhl, in welchem das Untertheil des Mastbaumes steht; der Ort, auf welchem die Sklaven zum Verkauf ausstehen, Sp. – Der viereckig behauene Leichenstein, Plut. X oratt. 4 p. 241. – Der Altar, Greg. Naz. epigr. (VIII, oft). – Auch ein Theil der Leber, Nic. Ther. 560; Polyaen. 4, 29.
Greek (Liddell-Scott)
τράπεζα: [ᾰ], ης, ἡ, Δωρικ. τράπεσδα Ἀλκμὰν 61· (ἴδε ἐν τέλει)· ― ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τραπέζι», μάλιστα φαγητοῦ, τράπεζα ἐφ’ ἧς τίθενται τὰ φαγητά, συχνόν παρ’ Ὁμ., παρ’ ᾧ ἕκαστος τῶν συνδαιτυμόνων ἔχει ἰδίαν τράπεζαν, Ὀδ. Ρ. 333, 447., Χ. 74, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1· εἰσήγοντο δὲ εἰς τὸ μέρος ἔνθα ἐδείπνουν πρὸ τοῦ δείπνου καὶ ἀπεκομίζοντο μετ’ αὐτό, τρ. παρατιθέναι τινὶ Ἡρόδ. 6. 139, Ἄλεξις ἐν «Παμφίλῃ» 2· τρ. παράκειται Ἰλ. Ω. 476· τρ. εἰσφέρειν, ἐπάγειν Ἀριστοφάν. Σφ. 1216, Ἀναξανδρ. ἐν «Ἀγροίκοις» 3· εἰσαίρειν Ἀριστοφάν. Βάτρ. 518· τρ. ἀφαιρεῖν Ὀδ. Τ. 61, Ξεν. Συμπ. 2. 1· αἴρειν Μένανδρ. ἐν «Κεκρυφάλῳ» 2· ἐν «Συναριστώσαις» 2· ἐκφέρειν Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Λάκωσιν» 1 (πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου me sisque remotis, ἂν καὶ ὁ Casaub. ἐν Ἀθην. 639Β, νοεῖ τοῦτο μόνον ἐπὶ τῶν φαγητῶν, ἴδε κατωτ. 2, πρβλ. Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ. τράπεζα)· ― ξενίη τρ., ἡ εἰς τὸν ξενιζόμενον προσφερομένη, καὶ τοσοῦτον ἱερὰ λογιζομένη ὥστε ὤμνυον ἐπ’ αὐτῇ, Ὀδ. Ξ. 158., Φ. 28, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 401, 701· ὅρκον μέγαν, ἅλας τε καὶ τράπεζαν Ἀρχίλ. 81· ἡ ξενικὴ τρ. Αἰσχίν. 85, ἐν τέλ.· ἀντίθετον τῷ ἡ δημοσία τρ. ὁ αὐτ. 31. 14· τραπέζῃ καὶ κοίτῃ δέκομαι, περιποιοῦμαί τινα μὲ τράπεζαν καὶ κλίνην, Ἡρόδ. 5. 20· οὕτω, τραπέζης καὶ κοίτης μετέχει (ἐξυπακ. ἡ γυνὴ) Πλουτ. Βροῦτ. 13· ἐπὶ τὰς αὐτὰς τρ. ἰέναι Ἀντιφῶν 116. 12· Περσικὴν τράπεζαν παρετίθετο, ἐδείπνει πολυτελῶς κατὰ τὸν Περσικὸν τρόπον, Θουκ. 1. 130· τρ. κοσμεῖν Ξεν. Κύρ. 8. 2, 6, κλπ.· εἰς ἀλλοτρίαν τράπεζαν βλέπειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 7. 2, 33· τὴν τρ. ἀνατρέπω, ἀναποδογυρίζω αὐτήν, Δημ. 403. 17· παροιμ. ἐπὶ ἀσώτου, Ἀνδοκ. 17. 10· - ὡσαύτως, τράπεζα καθιερωμένη τοῖς θεοῖς, ἐφ’ ἧς ἐτίθεντο ἐδέσματα καὶ ἀναθήματα, Δείναρχ. 108. 35. 2) «τραπέζι», δηλ. τὰ ἐπὶ τῆς τραπέζης βρώματα, τὰ ἐδέσματα, Ἡρόδ. 1. 162, Εὐρ. Ἄλκ. 2, Ξενοφ. Ἀνάβ. 7. 3, 22· παρέχειν στέγην..., τράπεζαν Ἀριστ. Ἀποσπ. 588· ὡσαύτως, βορᾶς τρ. Σοφ. Ο. Τ. 1464, πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 70Ε· Συρακοσία τρ., παροιμ. ἐπὶ πολυτελοῦς διαίτης, τὸ τοῦ Ὁρατίου Siculae dape?, Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 3, Πλάτ. Πολ. 404D· αἱ δεύτεραι τρ., Λατιν. mensae secundae, ἡ δευτέρα σειρὰ τῶν ἐδεσμάτων, τὸ «δεύτερον πιάτον», Πλούτ. 2. 133Ε, Ἀθήν. 639Β κέξ.· πρβλ. τράγημα. ΙΙ. τράπεζα ἀργυραμοιβοῦ, χρηματιστοῦ ἢ τραπεζίτου, τράπεζα, ὡς καὶ νῦν, Λατ. mensa argentaria, mensa nummularii, Λυσί. 114. 37· ἐν ἀγορᾷ ἐπὶ τῶν τραπεζῶν Πλάτ. Ἀπολ. 17C, κλπ.· ἡ ἐργασία ἡ τῆς τραπέζης, ἡ τραπεζικὴ ἐργασία, Δημ. 946. 2· ἡ ἐγγύη ἡ ἐπὶ τὴν τρ., ἐγγύησις ἀσφάλεια δεδομένη εἰς τὴν τράπεζαν, ὁ αὐτ. 895. 16· τὸ ἐπὶ τρ. χρέος ὁ αὐτ. 900. 14· οἱ ἐπὶ ταῖς τραπέζαις, οἱ τραπεζῖται, Ἰσοκρ. 358Β· τράπεζαν κατασκευάζεσθαι, ἱδρύειν τράπεζαν, Ἰσαίου Ἀποσπ. 2. 3· ἀνασκευάζω τρ., διαλύω τράπεζαν, ἴδε ἀνασκευάζω 4· πρβλ. τραπεζίτης. ΙΙΙ. πᾶσα τραπεζοειδὴς ἢ ἐπίπεδος ἐπιφάνεια, ἐφ’ ἧς κεῖταί τι, οἷον, 1) τὸ ἐν τῷ πλοίῳ ἐγκάρσιον ξύλον ἐν ᾧ ἐτίθετο καὶ ἐστερεοῦτο ὁ ἱστός, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ο. 729. 2) εἶδος βήματος ἐφ’ οὗ δοῦλοι ἐξετίθεντο εἰς πώλησιν, ἵνα ὦσι περίοπτοι, «ἐφ’ ὃ δὲ ἀναβαίνοντες οἱ δοῦλοι πιπράσκονται τοῦτο τράπεζαν Ἀριστοφάνης καλεῖ» Πολυδ. Ζ΄, 11. 3) πινακὶς πρὸς ἔκτυπον κοσμηματικὴν ἐργασίαν (τορείαν) ἢ πρὸς ἐπιγραφάς, Λατ. tabula, τρ. χαλκῆ Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 21, πρβλ. Παυσ. 8. 31. 3. 4) τετράγωνος ἐπιτάφιος λίθος, Πλούτ. 2. 838C· mensa παρὰ τῷ Cic. Legg. 2. 26. 5) ἡ κάτω μυλόπετρα, Πολυδ. Η΄, 19. 6) μέρος καταπέλτου, Ἥρων Βελοπ. 135. 7) μέρος τοῦ ἥπατος, Νικ. Θηρ. 560, ἔνθα ἴδε Schneid. 8) «τῶν ὠμοπλατῶν· ὧν τὰ περὶ τῷ νώτῳ πλατυνόμενα τράπεζαι καλοῦνται» Πολυδ. Β΄, 177. 9) ἡ ἐπιφάνεια τῶν γομφίων ὀδόντων, τῶν μέν τοι μυλῶν τὸ μὲν πρὸς τῇ σαρκὶ βωμίσκον καλοῦσι, τὸ δὲ λεαῖνον τὰ σιτία τραπέζας αὐτόθι 93. (Ἡ λέξις πιθανῶς ἔχει συντμηθῆ ἐκ τοῦ τετράπεζα· ὅθεν καὶ ἡ ἐρώτησις, καὶ πόθεν ἐγὼ τρίπουν τράπεζαν λήψομαι; ὡς εἰ τοῦτο ἦν ἄτοπον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 447, πρβλ. Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
table à quatre pieds ; table, particul. :
I. table à manger : τράπεζα ξενίη OD table de l’hospitalité, table hospitalière ; mets qu’on sert sur la table, aliments, nourriture ; δεύτεραι τράπεζαι PLUT tables du second service, càd dessert;
II. table ou comptoir du marchand, particul. comptoir de changeur ou de banquier ; οἱ ἐπὶ ταῖς τραπέζαις ISOCR les changeurs, les banquiers;
III. toute surface plane et carrée, particul. :
1 pierre tumulaire plate;
2 tablette ou plaque avec inscription.
Étymologie: par dissimil. p. *τετράπεζα de τετρα-, πέζα.
English (Autenrieth)
(τετράπεδψα, ‘four-foot,’ cf. τρίπος): table; ξενίη, ‘hospitable board,’ Od. 14.158. Guests as a rule, though not always, had each his own table, Od. 1.111.
English (Slater)
τρᾰπεζα (-αν, -ᾶν, -αις(ι).)
a table, fig., feast (cf. Wil. on Eur., Her. 385.) οἷα παίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμᾰ τράπεζαν (O. 1.17) τραπέζαισί τ' ἀμφὶ δεύτατα κρεῶν σέθεν διεδάσαντο (O. 1.50) πλείσται- σι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις (sc. θεούς) (O. 3.40) οὐκ' ἔμειν ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν (P. 3.16) καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις αἰενάοις ἐν τραπέζαις (N. 11.9) οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφᾰ τράπεζαν (I. 2.40) ] τράπεζαν θεῶν ἐπ' ἀμβρ[ο (Pae. 15.7) ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3. ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν θαμά fr. 187.
b manger ὁ δ' ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[ . . ] . ε τραπεζαν προβάτων ἁλυσιωτὸν (τραπεζᾶν Π, sed cf. test., Arist. Byz., fr. 42 N., Πίνδαρος τὰς Διομήδους ἵππους πρόβατα καλεῖ, τὴν φάτνην αὐτῶν λέγων προβάτων τράπεζαν = fr. 316 Schr.) fr. 169. 27.