ἐπιμέλεια

From LSJ
Revision as of 22:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμέλεια Medium diacritics: ἐπιμέλεια Low diacritics: επιμέλεια Capitals: ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
Transliteration A: epiméleia Transliteration B: epimeleia Transliteration C: epimeleia Beta Code: e)pime/leia

English (LSJ)

ἡ, written

   A -εα IG22.483.24 (iv B.C.), Aeol. gen. -ηΐας ib.12(2).243 (Mytilene); Ion.gen. -λίης Ps.-Hdt.Vit.Hom.5(s.v.l.): —care bestowed upon a thing, attention paid to it, and abs., attention, diligence, Prose word, once in Hdt. (v. infr.), freq. in Th., X., etc.: in pl., pains, X.Cyr.1.6.4, etc.: c.gen.objecti, ἐ. τοῦ ναυτικοῦ, οἰκείων καὶ πολιτικῶν, Th.2.39,40; τῶν ἔργων Id.3.46; τῶν πραγμάτων And. 2.13; τῶν κοινῶν Isoc.7.25; τῶν καμνόντων Pl.Lg.720d (hence, of medical treatment, S.E.P.2.240); πλήθους γεννημάτων Pl.Lg.740d; also περί τινος τὴν ἐ. ποιεῖσθαι Th.7.56; περὶ τοὺς νέους Lycurg.106; πρὸς τοὺς θεούς, πρὸς τὴν πόλιν, D.22.78, Pl.Lg.754b; εἰς τὰ ἀναγκαῖα Posidon.8J.; ἐπιμέλειάν τινος ποιεῖσθαι, ἔχειν, Hdt.6.105, Th.6.41, Arist.Pol.1330b11, D.61.43, cf.Pl.R.451d; opp. ἐπιμελείας τυγχάνειν to have attention paid to one, Isoc.6.154, cf. POxy.58.22 (iii A.D.), etc.; ἐ. παρὰ τοῦ δαιμονίου Hyp.Epit.43; δι' ἐπιμελείας ἔχειν τινά Is. 7.14; ἐπιμελείᾳ, κατ' ἐπιμέλειαν, with diligence, X.Cyr.5.3.47, HG4.4.8; δι' ἐπιμελείας θεοῦ ἡ ἀτυχία γίγνεται Antipho 3.3.8; μετὰ πάσης . X.Eph.2.10.    2. a commission or charge, Aeschin.3.13, Arist. Pol.1299a20 (pl.); ἡ περὶ τοὺς θεοὺς ἐ. ib.1322b18, cf. ib.30 (pl.); ἡ τῶν ἐφήβων ἐ., a special office at Athens, Din.3.15; so πρὸς τῇ ἐ. τῶν χρηματιστῶν, = ἐπιμελητὴς τῶν χρ., POxy.281.2 (i A.D.).    3. any employment or pursuit, interpol. in X.Cyr.1.6.13, etc.: pl., ἐ. καὶ σπουδαί pursuits which demand zeal, Arist.Rh.1370a11, cf.EN1138b26.

German (Pape)

[Seite 960] ἡ, Sorge, Sorgfalt, sorgfältige Betreibung einer Sache; τῶν ἔργων Thuc. 3, 46; ἀγέλης, Sorge für eine Heerde, Plat. Polit. 267 d; σώματος Rep. III, 407 b; τῶν καμνόντων, Wartung u. Pflege, Legg. IV, 720 c; vom Gottesdienst, Xen. Cyr. 1, 6, 4; καὶ θεραπεία τῶν φίλων 8, 2, 13; auch von der Ehre, die man Verstorbenen erweis't, Mem. 4, 8, 10. – Auch ἡ περὶ τὰς πόλεις ἐπιμέλεια Plat. Legg. VI, 864 d, πρὸς τὴν πόλιν 754 b, wie ἡ πρὸς τοὺς θεοὺς ἐπιμ. Dem. 22, 78; ἡ εἰς τὰ ἀναγκαῖα ἐπιμ. Posidon. bei Ath. VI, 263 d; ἡ περὶ τοὺς νέους Lycurg. 106. – Häufige Vbdg ἐπιμέλειαν ποιεῖσθαι, Sorge tragen, Fleiß auf Etwas verwenden, besorgen, gew. c. gen., Plat. Rep. VI, 488 d u. öfter; Her. 6, 105 u. A.; selten περί τι, Plat. Theaet. 143 d; περί τινος, Thuc. 7, 56; Isocr. 15, 63; τούτου ὅπως, Xen. oec. 11, 22; – τοσαύτης τῆς ἐπιμελείας οὔσης περὶ ἀρετῆς Plat. Prot. 326 e; ἐπιμ. αὐτῶν ἔσται, man wird für sie sorgen, Thuc. 7, 16; εἴ τις ἐπιμ. ἀνθρωπίνων ὑπὸ θεῶν γίνεται Arist. Eth. 10, 8; – πᾶσαν ἐπιμέλειαν ἔχειν περί τι Plat. Rep. V, 451 d; τινός, Tim. 18 b, wie Thuc. 6, 41; δι' ἐπιμελείας ἔχειν τινά Is. 7, 14; μετ' ἐπιμελείας ἔχειν τινά Xen. Ephes. 2, 10; ἐν ἐπιμελείᾳ ἔχειν πέμπειν Pol. bei Ath. II, 45 c; – ἐπιμελείᾳ, geflissentlich, absichtlich, Xen. Cyr. 5, 3, 47 Hipparch. 7, 9; κατ' ἐπιμέλειαν Hell. 4, 4, 8. – Verwaltung eines Amtes, von Staatsgeschäften, Amt eines Aufsehers, ναυτικοῦ, οἰκείων καὶ πολιτικῶν, Thuc. 2, 39. 40; τῶν κοινῶν Isocr. 7, 25; ἢν βαρβαρικῆς δεσποτείας ἀπαλλαγέντες Ἑλληνικῆς ἐπιμελείας τύχωσι 5, 154, von der Hegemonie, wie ἡ κατὰ γῆν ἐπ. Xen. Hell. 7, 1, 10; Aesch. spricht gegen die, welche sagen ὅσα τις αἱρετὸς ὢν πράττει κατὰ ψήφισμα, οὐκ ἔστι ταῦτα ἀρχή, ἀλλ' ἐπιμέλειά τις καὶ διακονία, eine besondere Commission, 3, 13; vgl. Hermann Staatsaltth. §. 147; ἡ τῶν ἐφήβων ἐπιμ. ist ein eigenes Amt in Athen, Din. 3, 16; πολλὰς ἐπιμελείας ἅμα προστάττειν τινί Arist. Pol. 4, 12. – Auch von wissenschaftlicher Beschäftigung, Wissenschaft, Kunst, εἴ τινα ἐπιμέλειαν ἐδίδαξέ με Xen. Cyr. 1, 6, 13; μετὰ ποίας ἂν ἐπιμελείας καὶ διατριβῆς εὔξαιτο διαγαγεῖν Isocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμέλεια: ἡ: Αἰολ. γεν. -ηΐας ἔν τινι Μυτιλην. Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2189· ὀνομ. ἐπιμελία ἐν Σπαρτ. Ἐπιγραφ. αὐτόθι 2189 καὶ ἐν ἀντιγράφοις: (ἐπιμελής). - Φροντὶς ἀφιερωμένη εἴς τι πρᾶγμα, προσοχὴ εἰς αὐτό, ἐπιμέλεια, λέξις τοῦ πεζοῦ λόγου, ἅπαξ παρ’ Ἡρόδ. (ἴδε κατωτ.), ἀκολούθως δὲ συχνάκις παρὰ Θουκ., Ξεν., κλ.· διά γε ἐκείνας τὰς ἐπιμελείας, δηλ. τὰς περὶ τοὺς θεούς, Ξεν. Κυρ. 6. 1, 4, κτλ.· - μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, ἐπ. τοῦ ναυτικοῦ, τῶν οἰκείων καὶ πολιτικῶν Θουκ. 2. 39, 40, πρβλ. 94· τῶν ἔργων ὁ αὐτ. 3. 16· τῶν πραγμάτων Ἀνδοκ. 21. 24· τῶν κοινῶν Ἰσοκρ. 144D· τῶν καμνόντων Πλάτ. Νόμ. 720C, κτλ.· ὡσαύτως, περί τινος Θουκ. 7. 56· περί τινα ἤ τι Λυκοῦργ. 162. 24, Πλάτ. Πολ. 451D· πρός τινα ἤ τι Δημ. 618. 8, Πλάτ. Νόμ. 754Β· εἴς τι Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 263D· ἐπιμέλειάν τινος ποιεῖσθαι, ἔχειν Ἡρόδ. 6. 105. Θουκ. 6. 41, Δημ. 1414. 10· ἀντίθετον τῷ ἐπιμελείας τυγχάνειν, Ἰσοκρ. 113D, κτλ.· ἐπ. παρά τινος Ὑπερείδ. παρὰ Στοβ.· δι’ ἐπιμελείας ἔχειν τινὰ Ἰσαῖος 64. 37· ὕδασιν ὑγιεινοῖς χρῆσθαι, καὶ τούτου τὴν ἐπιμέλειαν ἔχειν μὴ παρέργως, καὶ περὶ τούτου πρέπει νὰ φροντίζῃ τις οὐχὶ παρέργως, Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 17· ἐπιμελείᾳ, κατ’ ἐπιμέλειαν, μετ’ ἐπιμελείας, ἐπιμελῶς, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 47, Ἑλλ. 4. 4, 8· ὑπὸ ἐπιμελείας θεοῦ γίγνεσθαι, ὑπὸ τὴν ἄγρυπνον αὐτοῦ φροντίδα, Ἀντιφῶν 123. 20. 2) ἐπιστασία, Λατ. procuratio, ὡς ἄρα ὅσα τις αἱρετὸς ὢν πράττει κατὰ ψήφισμα, οὐκ ἔστι ταῦτα ἀρχή, ἀλλ’ ἐπιμέλειά τις καὶ διακονία Αἰσχίν. 55. 35· εἰσὶ δὲ αἱ μὲν πολιτικαὶ τῶν ἐπιμελειῶν ἢ πάντων τῶν πολιτῶν πρός τινα πρᾶξιν κτλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 3· ἡ περὶ τοὺς θεοὺς ἐπ. αὐτόθι 6. 8, 18· περὶ ἀγῶνας αὐτόθι 22· ἡ τῶν ἐφήβων ἐπιμέλεια, ἰδιαιτέρα τις ἐπιστασία ἐν Ἀθήναις, Δείναρχ. 110. 14· πρβλ. ἐπιμελητής. 3) πᾶσα ἐν γένει ἐπιμέλεια, Λατ. studium, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 13, κτλ.· κατὰ πληθ., ἐπ. καὶ σπουδαὶ Πλάτ. Νόμοι 740D, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 1, 2 κ. ἀλλ. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπιμέλεια· σπουδὴ» καὶ «ἐπιμελείας οἶκος· ἔνθα τὰ δημόσια ἔγγραφα ἔκειτο».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 soin, sollicitude : ἐπιμέλεια τινος soin qu’on prend de qch (du corps, de la vertu, etc.) ; πρός τινα, πρός τι soin qu’on prend de qqn ou de qch ; τινος soin qu’on prend de qch ; ἐπιμέλειαν ἐπιμελεῖσθαί ou ποιεῖσθαί τινος HDT prendre soin de qqn ou de qch ; πᾶσαν ἐπιμέλειαν ἔχειν τινός PLAT ou περί τι PLAT donner tout son soin à qch, prendre soin de qqn ; ἐπιμελείᾳ XÉN, κατ’ ἐπιμέλειαν XÉN avec diligence;
2 surveillance, gouvernement, administration : οἰκείων καὶ πολιτικῶν THC des intérêts privés et publics ; τῶν κοινῶν ISOCR des affaires publiques ; particul. exercice d’une fonction publique par délégation;
3 application ; étude, science.
Étymologie: ἐπιμελής.

English (Strong)

from ἐπιμελέομαι; carefulness, i.e. kind attention (hospitality): + refresh self.

English (Thayer)

ἐπιμελείας, ἡ (ἐπιμελής careful), care, attention: 2 Maccabees 11:23; very common in Greek prose writing, not used in the poets.)

Greek Monolingual

η (AM ἐπιμέλεια) επιμελής
1. φροντίδα, ενδιαφέρον, μέριμνα (α. «τὴν τοῡ ναυτικοῡ ἐπιμέλειαν», Θουκ.
β. «τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς ἐπιμελείας προστάτην ἐσόμενον», Δημοσθ.)
2. ζήλος, εργατικότητα («ἐδειξε μεγάλη επιμέλεια στη διάρκεια της φετινής χρονιάς»)
νεοελλ.
1. δικαίωμα και υποχρέωση προσώπου να φροντίζει σύμφωνα με τους νόμους πρόσωπο ανίκανο ή με περιορισμένες δυνατότητες για την άσκηση δικαιοπραξιών
2. φροντίδα για την άρτια έκδοση συγγράμματος
μσν.
1. επιμονή
2. φρουρά
αρχ.
1. ιατρική περίθαλψη αρρώστων
2. επιτροπεία, επίβλεψη ορισμένων πολιτικών ή θρησκευτικών δραστηριοτήτων.

Greek Monotonic

ἐπιμέλεια: ἡ (ἐπιμελής),
I. φροντίδα, περιποίηση, Αττ. πεζός λόγος· επίσης στον Ηρόδ.· πληθ., μέριμνες, έγνοιες, βάσανα, στενοχώριες, σε Ξεν. κ.λπ.· με γεν., φροντίδα, μέριμνα για κάτι, προσοχή σε κάτι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· επίσης, περί τινος, στον ίδ.· πρός τινα ή τι, σε Δημ.
II. δημόσιο λειτούργημα ή επιστασία, Λατ. procuratio, σε Αισχίν.· κάθε είδους φροντίδα, Λατ. studium, σε Ξεν. κ.λπ.