κατάστασις

From LSJ
Revision as of 14:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάστᾰσις Medium diacritics: κατάστασις Low diacritics: κατάστασις Capitals: ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: katástasis Transliteration B: katastasis Transliteration C: katastasis Beta Code: kata/stasis

English (LSJ)

εως, ἡ,    I trans., settlement, establishment, institution, χορῶν A.Ag.23, cf. Ar. Th.958; πραγμάτων ἀρχὴ καὶ κ. πρώτη D.18.188; αὕτη ἡ κ. τῆς δημοκρατίας mode of establishing democracy, Pl.R.557a; ἐπιτροπῆς κ. constitution of a wardship, Arist.Ath.56.6: also c. gen. agentis, δαιμόνων κ. their ordinance, decree, E.Ph.1266.    2 appointment of magistrates, ἀρχόντων, δικαστῶν, etc., Pl.R.414a, 425d; τῶν τετρακοσίων Arist.Ath.41.2, etc.; αἱ περὶ τὰς ἀρχὰς κ. Pl. Lg.768d.    b at Athens, payment on enrolment in the cavalry, Eup. 268, Pl.Com.165, Lys.16.6 (pl.).    3 bringing of ambassadors before the senate or assembly, introduction, presentation, Hdt.3.46, 8.141, 9.9.    4 κ. ἐγγυητῶν bringing one's bail forward, D.24.83,84; ἐμφανῶν production of goods, etc., in dispute, Id.53.14, Arist.Ath.56.6, Is.6.31.    5 pleading of a case, τὰ πρὸς τὴν κ. δικαιώματα PPetr.3p.55 (iii B.C.), cf. PAmh.2.33.7 (ii B.C.), etc.; opp. ἀφήγησις, Aps.p.251 H.; opp. διήγησις, Corn.Rh.p.371 H., cf. Syrian.in Hermog.2.64R.; αἱ κ. τῶν δημηγοριῶν Arist.Rh.Al.1438a2; f.l. for προκατάστασις, Hermog.Inv.2 tit.    6 settling, quieting, calming, εἰς ἠρεμίαν καὶ κ. ἐλθεῖν Arist.Ph.247b27; ἔστω πράϋνσις κ. καὶ ἠρέμισις (-ησις codd.) ὀργῆς Id.Rh.1380a8; πρᾳότης κ. κινήσεως τῆς ὑπ' ὀργῆς Pl.Def.412d; κατάστασιν ὥσπερ ἐκ μανίας ὁ πότος ἐλάμβανεν Plu.2.704e; opp. μανία, S.E.M.7.404: hence, of disease, opp. παροξυσμός, Hp.Aph.1.12 (pl.), Epid.1.25 (pl.).    7 restoration, opp. διαφθορά, Pl.Phlb.46c; εἰς δέ γε τὴν αὑτῶν φύσιν ὅταν καθιστῆται, ταύτην αὖ τὴν κ. ἡδονὴν ἀπεδεξάμεθα ib.42d; [ἡ ἡδονὴ] κ. εἰς τὴν ὑπάρχουσαν φύσιν Arist.Rh.1369b34.    8 rarely, setting of fractures, Hp.Fract.31, cf. Gal.18(2).590.    II intr., standing firm, settled condition, fixedness, κ. γένοιτ' ἂν οὐδενὸς νόμου S.Aj.1247.    2 state, condition, οὕτω δὴ ἀνθρώπου κ. so is the condition of man, Hdt.2.173; ἐν ἀνθρώπου φύσι καὶ καταστάσι Id.8.83; ἡ αὐτὴ κ. ἐστι τῇ πρὸ τῆς γενέσεως ἡ μετὰ τὴν τελευτήν Epicur.Fr.495; of climatic and seasonal conditions, Hp.Epid.1.3,20; αἱ κ. τοῦ ἐνιαυτοῦ Id.Aph.3.15; ἀέρος Thphr.HP8.8.7; λοιμικὴ κ. Plb.1.19.1, Dsc. 4.115 (pl.); νηνεμία καὶ κ. settled weather, Plu.2.281b; θαυμαστή τις εὐδίας κ. Luc.Halc.4; κ. τοῦ χρώματος καὶ σώματος Hp.Prorrh.2.4; κ. ὀμμάτων, προσώπου, E.Med.1197, Plu.2.260c; κ. κακῶν E.Hipp.1296; νυκτὸς ἐν κ. in the stillness of night, Id.Rh.111; ἐν τοιαύτῃ κ. τῆς ἡλικίας at such a mature age, Hyp.Fr.205; τὰς ψυχὰς ἐπὶ τὴν ἀρχαίαν κ. ἄγειν Pl.R.547b; οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει κ. Arist.HA601b7; equiv. to διάθεσις, Id.Rh.1370a2; state of affairs, Isoc.4.115, D.18.62, Plb.2.71.2; also τὴν προσήκουσαν ἔχειν κ. the proper attitude, Carneisc. Herc.1027.10.    3 settled order or method, system, ἀπὸ φύσιος καὶ κ. ἀρχαίης Democr.278; esp. of political constitutions, ἐχρᾶτο καταστάσι πρηγμάτων τοιῇδε Hdt.2.173; Κορινθίοισι ἦν πόλιος κ. τοιήδε Id.5.92.β; ἡ κ. τῆς πόλεως Pl.R.426c; κ. πολιτείας Id.Lg.832d, Arist.Ath.42.1; λέγεις δὲ . . τὴν ποίαν κ. ὀλιγαρχίαν; Pl.R.550c; ἡ παροῦσα κ. Isoc.3.55, cf. 26, Arist.Pol.1292a35; τῆς περὶ τοὺς ἀγῶνας κ. CIG2741 (Aphrodisias); ἡ πρώτη κ. τῶν περὶ τὴν μουσικὴν ἐν τῇ Σπάρτῃ Plu.2.1134b.    4 position of troops in battle, Plb.2.68.9.    5 Gramm., construction, ἡ δέουσα κ. A.D. Synt.132.3 (but τῆς κ. οὕτως ἐχούσης the state of the case being as follows, Id.Adv.157.1).

German (Pape)

[Seite 1381] ἡ, 1) trans., das Hinstellen, Festsetzen, anordnen; χορῶν Aesch. Ag. 23, wie Ar. Thesm. 958; Einsetzung, Bestallung zu einem Amte, ἡ ἐκλογὴ καὶ κατάστασις τῶν ἀρχόντων τε καὶ φυλάκων Plat. Rep. III, 414 a, δικαστῶν IV, 425 d, ἀρχῶν Legg. V, 735 a; Arist. pol. 4, 15 u. öfter; αἱ περὶ τὰς ἄλλας ἀρχὰς καταστάσεις Plat. Legg. VI, 768 d; absol., μετὰ τὴν κατάστασιν θύσας τοῖς θεοῖς, nach Antritt des Amtes, Pol. 3, 88, 7. – In Athen noch bes. die Wahl eines Bürgers zum Reiterdienst, und das ihm aus der Staatskasse zur Ausrüstung gegebene Geld, κατάστασιν ἀναπράττεσθαι Lys. 16, 6, παραλαβεῖν ibd. 7; vgl. Harpocr. u. Herm. griech. Staatsalterth. §. 152; für den Sold der Ritter in Friedenszeit nimmt es Böckh Staatshaush. I p. 269; B. A. 270, 33 steht ἡ ὑπὸ τῆς βουλῆς τῶν ἱππέων δοκιμασία κατάστασις ἐλέγετο. – Einführung fremder Gesandten in die Volksversammlung, Hdn. 3, 46. 8, 141. 9, 9; – ἐγγυητῶν, das Bürgenstellen, Dem. 24, 103; – das An-, Auf-, Zurückhalten, Unterdrücken, Hemmen, Stillen, Hippocr.; ἔστω δὲ πράϋνσις κατάστασις καὶ ἠρέμησις ὀργῆς Arist. rhet. 2, 3; vgl. Plat. defin. 412 d. – Bei den Rednern constitutio causae. – 2) intrans., Zustand, Beschaffenheit, Stand u. Lage der Dinge; νυκτὸς ἐν καταστάσει, zur Nachtzeit, Eur. Rhes. 111; ἐχρᾶτο δὲ καταστάσει πρηγμάτων τοιῇδε Her. 2, 173; ὅσα ἐν ἀνθρώπου φύσι καὶ καταστάσι ἐγγίνεται 8, 83; τοιαύτης καταστάσεως ἐπιθυμεῖν Isocr. 4, 115; τὴν ὑπάρχουσαν περὶ Μακεδόνας τότε καὶ τοὺς Ἕλληνας κατάστασιν, die Lage u. Verhältnisse der Macedonier u. Griechen, Pol. 2, 71, 2; Staatsverfassung, πόλιος Her. 5, 92; πολιτείας Plat. Legg. VIII, 832 d; πόλεως Rep. IV, 426 c; Xen. Hell. 2, 3, 17; ἡλικίας Hyperid. Stob. fl. 74, 33. – Von Krankheitszuständen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κατάστᾰσις: -εως, ἡ, Ι) μεταβ., τὸ καθιστάναι, διορίζειν, ἵδρυσις, ὁρισμός, χορῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 23, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 958· πραγμάτων ἀρχή καὶ κ. πρώτη Δημ. 291. 9· ἀλλὰ καὶ μετὰ γεν. τοῦ ἐνεργοῦντος, δαιμόνων κ., ἀπόφασις, ὁρισμὸς αὐτῶν, ἡ θεία τύχη, Εὐριπ. Φοίν. 1266. 2) ἡ μετὰ τὸν διορισμὸν ἐγκαθίδρυσις, τοποθέτησις ἢ ἐγκατάστασις τῶν ἀρχῶν, ἀρχόντων, δικαστῶν κλ.· ἡ ἐκλογὴ καὶ ἡ κ. τῶν ἀρχόντων τε καὶ φυλάκων Πλάτ. Πολ. 414Α, 425Β, κτλ.· αἱ περὶ τὰς ἀρχὰς κ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 768D· ἀρχόντων κατ. Ἀριστ. Πολιτικ. 47. 4, 15· ἀρχῶν καταστάσεις, ὅπερ καὶ καθιστάναι τὰς ἀρχὰς λέγει ὁ αὐτ.· καὶ ἀπολύτ., μετὰ τὴν κατάστασιν θύσας τοῖς θεοῖς Πολύβ. 3. 88, 7· ἡ ἐκλογὴ καὶ κατάταξις τῶν πολιτῶν εἰς τὸ ἱππικόν, οἱ δὲ κατασταθέντες ἱππεῖς ἐλάμβανον ἐπὶ τῇ καταστάσει ἀργύριόν τι ἐκ τοῦ δημοσίου, ὅπερ ἐπίσης κατάστασις ἐλέγετο,- οὐκ ἐσωφρόνησας, ὦ πρεσβῦτα, τὴν κατάστασιν τήνδε λαμβάνων ἄφνω πρὶν καὶ μαθεῖν τὴν ἱππικὴν Εὔπολις ἐν «Φιλ.» 4, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Συρφ.» 5, πρβλ. Böckh P. E. 1. 334· ἀπεδίδετο δὲ τὸ ἀργύριον τοῦτο ὑπὸ τῶν ἱππευσάντων ὅτε αὐτῶν ἕτεροι καθίσταντο, ἀπῄτουν δὲ οἱ φύλαρχοι, Λυσ. 146, 10· κατάστασις προσέτι ἐλέγετο καὶ ἡ ὑπὸ τῆς βουλῆς δοκιμασία τῶν ἱππέων, Β. Ἀνέκδ. 270, 33. 3) ἡ εἰσαγωγὴ πρέσβεων ἐνώπιον τῆς βουλῆς ἢ τῆς ἐκκλησίας, παρουσίασις (σύστασις), οἱ δὲ ἐν τῇ πρώτῃ καταστάσι ὑπεκρίναντο, ὅπερ ὀλίγῳ πρότερον εἶπε καταστάντες ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, πρβλ. Ἀττ. πρόσοδος, Ἡρόδ. 3. 46., 8. 141., 9. 9· 4) κατάστασις ἐγγυητῶν, τὸ παρέχειν ἐγγυητάς, ἡ παρουσίασις αὐτῶν, Δημ. 727. 5, 14·- ἐξ ἐμφανῶν καταστάσεως ὁ αὐτ. 1251. 3, ἴδε ἐν λέξει ἐμφανής. 5) καθησύχασις, καταπράϋνσις, εἰς κατ. ἐλθεῖν Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 24· τῇ καταστάσει τοῦ προσώπου καὶ τῷ σχολαίῳ τοῦ βαδίσματος γενναῖον ἐνιδών, ἡ πραότης καὶ ἡ ἀταραξία, προσώπου καττ. καθαρὰ καὶ ἀνέμφατος Πλουτ. Ἠθ. 45C· ἔστω δὴ πράϋνσις κ. καὶ ἠρέμησις ὀργῆς Ἀριστ. Ρητορ. 2. 3, 8· πρᾳότης κατάστ. κινήσεως τῆς ὑπ’ ὀργῆς Πλάτ. Ὅροι 412C· πρβλ. καταστατικός·― ἐντεῦθεν ἐπὶ νόσου, ἀντίθετ. τῷ παροξυσμός, Ἱππ. Ἀφ. 1243. 6) ἀποκατάστασις, ἐπανόρθωσις, ἀντίθετ. τῷ διαφθορά, Πλάτ. Φίληβ. 46C· εἴς γε δὴ τὴν αὐτῶν φύσιν ὅταν καθιστῆναι, ταύτην αὖ τὴν κατ. ἡδονὴν ἀπεδεξάμεθα αὐτόθι 42D· οὕτω παρ’ Ἀριστ. ἡ ἡδονὴ ὁρίζεται ὡς κατάστασις εἰς τὴν ὑπάρχουσαν φύσιν Ρήτ. 1. 11, 1· ἀντίθ. τῇ μανίᾳ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 404. 7) ἐν τῇ ῥητορικῇ, ὁ καθορισμὸς τῆς ὑποθέσεως, τὸ πρῶτον μέρος τῆς διηγήσεως, τὸ μετὰ τὸ προοίμιον, ἐν ᾧ ὁ λέγων καθίστησι τοὺς δικαστὰς πῶς δεῖ ἀκούειν αὐτοὺς τῶν πραγμάτων, Λατ. constitutio causae, Ernesti Λεξ. Ρητορ. ΙΙ. ἀμεταβ., τὸ ἵστασθαι στερεῶς, σταθερότης, διατήρησις, κ. γένοιτ’ ἂν οὐδενὸς νόμου Σοφ. Αἴ. 1247. 2) κατάστασις, τρόπος ὑπάρξεως, οὕτω δὴ ἀνθρώπου κ., τοιαύτη εἶναικατάστασις τοῦ..., Ἡρόδ. 2. 173· ἐν ἀνθρώπου φύσι καὶ καταστάσι ὁ αὐτ. 8. 83· ἡ κ. τῶν ὡρέων, τοῦ καιροῦ, τῶν ὡρῶν τοῦ ἔτους, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 941, πρβλ. 1247F, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 7· κ. τοῦ χρώματος καὶ σώματος Ἱππ. 85F· κ. τοῦ πυρετοῦ, κτλ., κατάστασιςχαρακτήρ, ὁ αὐτ. 936G, κ. ἀλλ. πρβλ. Foës Oecon.· κ. κακῶν Εὐρ. Ἱππ. 1296· ὀμμάτων ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1197· ἐν καταστάσει νυκτός, ἐν καιρῷ νυκτός, ἁπλῶς περιφρ., ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 111, οὕτως, ἐν τοιαύτῃ κ. τῆς ἡλικίας, ἐν τοιαύτῃ ἡλικίᾳ, Ὑπερείδ. παρὰ Στοβ. 441. 15· τὰς ψυχὰς ἐπὶ τὴν ἀρχαίαν κ. ἄγειν Πλάτ. Πολ. 547Β· αὕτη ἡ κατ. τῆς δημοκρατίας, οὗτος εἶναι ὁ χαρακτὴρ τῆς δημοκρατίας, αὐτόθι 557Α, πρβλ. Νόμ. 832D· οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει κ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 18, 4· ἰσοδύναμον τῷ διάθεσις, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 11, 2· θαυμαστή τις εὐδίας κ. Λουκ. Ἁλκ. 4. 3) ἰδίως ὡρισμένη τάξιςμέθοδος, σύστημα, ἐχρᾶτο καταστάσι πρηγμάτων τοιῇδε Ἡρόδ. 2. 173, ἐν ἀρχ.· Κορινθίοισι ἦν πόλιος κ. τοιήδε ὁ αὐτ. 5. 92, 2· ἡ κ. τῆς πόλεως Πλάτ. Πολ. 426C· λέγεις δὲ... τὴν ποίαν κατ. ὁλιγαρχίαν αὐτόθι 550C· ἡ παροῦσα κ. Ἰσοκρ. 38Β, κτλ.· τῆς περὶ τοὺς ἀγῶνας κ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2741· ἴδε κατάστασις Ι. 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
A. I. action d’établir, d’où
1 action d’établir, d’installer, d’instituer : τινος qqn ou qch (des magistrats, des danses, etc.);
2 indemnité d’équipement aux cavaliers, à Athènes;
3 présentation des ambassadeurs dans l’assemblée du peuple;
II. action d’arrêter, d’où
1 action de réprimer, de contenir (la colère, la passion, etc.);
2 action de restaurer, de ramener à l’état normal;
B. I. action de se maintenir, fermeté, fixité : νόμου SOPH de la loi;
II. état, condition, nature :
1 au sens phys. κατάστασις ἀνθρώπου HDT condition d’homme;
2 au sens mor. état, condition de l’âme;
3 au sens polit. κατάστασις δημοκρατίας PLAT caractère de la démocratie;
III. manière d’être ou de se tenir, constitution, système, méthode : κατάστασις πόλιος HDT constitution d’une cité.
Étymologie: καθίστημι.

Greek Monotonic

κατάστᾰσις: -εως, ἡ,
I. 1. μτβ., εγκατάσταση, διορισμός, καθορισμός, τοποθέτηση, εγκαθίδρυση, σε Αισχύλ., Δημ.· δαιμόνων κατ., η διαταγή τους, σε Ευρ.
2. διορισμός αρχόντων, σε Πλάτ.
3. προσαγωγή πρεσβευτών μπροστά στη βουλή ή στη σύγκλητο, παρουσίαση, εισήγηση, υπόδειξη, σε Ηρόδ.
4. κ. ἐγγυητῶν, παροχή της εγγύησης κάποιου, η παρουσίασή της, σε Δημ.
5. καθησύχαση, ηρεμία, σε Αριστ.
II. αμτβ., σταθερότητα, όρθια στάση, εμμονή, σταθερότητα, σε Σοφ.
2. κατάσταση, περίσταση, συνθήκη, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
3. εγκατάσταση, κατασκευή, σύστημα, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κατάστᾰσις: εως ἡ1) установление, учреждение, устроение (χορῶν Aesch.);
2) назначение или избрание (τῶν ἀρχόντων τε καὶ φυλάκων, δικαστῶν Plat.; τῶν βασιλέων Plut.): αἱ περὶ τὰς ἄλλας ἀρχὰς καταστάσεις Plat. назначения на другие руководящие посты; μετὰ τὴν κατάστασιν Polyb. после вступления в должность;
3) постановление, решение (δαιμόνων Eur.);
4) прием послов, аудиенция: τῇ προτεραίῃ τῆς ὑστάτης καταστάσιος Her. накануне последней аудиенции;
5) юр. представление (суду) (ἐγγυητῶν Dem.); предъявление (ἐμφανῶν Dem.);
6) успокаивание, останавливание (τῆς ὀργῆς Plat., Arst.);
7) спокойствие, покой (εἰς κατάστασιν ἐλθεῖν, μετὰ συννοίας καὶ καταστάσεως Arst.);
8) восстановление: ἐν τῇ καταστάσει ἢ τῇ διαφθορᾷ Plat. в процессе восстановления или распада; κ. εἰς τὴν ὑπάρχουσαν φύσιν Arst. восстановление естественного состояния;
9) нормальное душевное состояние; ἐν καταστάσει Sext. (находясь) в здравом уме;
10) постоянство, устойчивость, твердость (νόμου Soph.);
11) положение, состояние, свойство (φύσεως Arst.; ἀνθρώπου φύσις καὶ κ. Her.): ἡ ὑπάρχουσα περὶ Μακεδόνας κ. Polyb. положение македонян; θαυμαστή τις εὐδίας κ. Luc. замечательно ясная погода; νυκτὸς ἐν καταστάσει Eur. ночною порой; οὐκ ὀμμάτων δῆλος ἦν κ. Eur. (ее) глаз нельзя было узнать;
12) степень, характер (κακῶν Eur.);
13) устройство, организация (τῆς δημοκρατίας, πολιτείας Plat.);
14) (в афинской коннице) отпущенные на экипировку воина деньги, амуниционная сумма: οἱ ἔχοντες τὰς καταστάσεις Lys. (афинские граждане), получившие амуниционные суммы.