φωτεινός
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
English (LSJ)
ή, όν, (φῶς)
A shining, bright, ἥλιος X.Mem.4.3.4; σκοτεινὰ καὶ φ. [σώματα] ib.3.10.1, cf. LXXSi.17.31 (Comp.), Plu.2. 1110b, Hierocl. in CA26p.478M.; ἀήρ Ath.Med. ap. Orib.9.5.2; οἴκημα Sor.2.10, al. II metaph., clear, distinct, λόγος Plu.2.9b (Comp., s.v.l.); also in moral sense, Hierocl. in CA3p.424M.; ὅταν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, καὶ ὅλον τὸ σῶμά σου φ. ἐστιν Ev.Luc. 11.34, cf. 36.
German (Pape)
[Seite 1323] licht, leuchtend, hell, ἥλιος, Xen. Mem. 3, 10, 1. 4, 3,4; übertr., im Ggstz von σκοτεινός, deutlich, Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φωτεινός: -ή, -όν, [φῶς] ὡς καὶ νῦν, ὁ λάμπων, ἰσχυρῶς φωτίζων, πλήρης φωτός, ἥλιος Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 4· σκοτεινὰ καὶ φ. [σώματα] αὐτόθι 3. 10, 1, πρβλ. Πλούτ. 2. 1110Β, κλπ. ΙΙ. μεταφορ., διαυγής, καθαρός, πλήρης φωτός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σκοτεινός· λόγος Πλούτ. 2. 9Β. ― Ὁ Πόρσων θεωρεῖ τὴν λέξιν ὡς μὴ Ἀττικὴν, καὶ προέτεινεν εἰς διόρθωσιν φανὸς ἐν Ξεν., ἴδε L. Dind. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
lumineux;
Cp. φωτεινότερος, Sp. φωτεινότατος.
Étymologie: φῶς.
English (Strong)
from φῶς; lustrous, i.e. transparent or well-illuminated (figuratively): bright, full of light.
English (Thayer)
(WH φωτινος, see Iota), φωτεινή, φωτεινόν (φῶς), light, i. e. composed of light, of a bright character: νεφέλη, οἱ ὀφθαλμοί κυρίου μυριοπλασίως ἡλίου φωτεινότεροι, full of light, well lighted, opposed to σκοτεινός, τά σκοτεινά καί τά φωτεινα σώματα, Xenophon, mem. 3,10, 1).
Greek Monolingual
-ή, -ό / φωτεινός, -ή, -όν, ΝΜΑ και αιολ. τ. φώτεννος, -ον Α
1. αυτός που έχει και εκπέμπει φως (α. «φωτεινά σώματα» β. «ὁ... ἥλιος φωτεινὸς ὢν τάς τε ὥρας τῆς ἡμέρας ἡμῖν», Ξεν.)
2. μτφ. σαφής, ευκρινής
νεοελλ.
1. αυτός που φωτίζεται καλά, φωτερός
2. φρ. α) «φωτεινή ακτίνα»
φυσ. υποθετική γραμμή κατά την οποία διαδίδεται το φως
β) «φωτεινή δέσμη»
φυσ. βλ. δέσμη
γ) «φωτεινή ένταση [ή ισχύς]»
φυσ. ο λόγος της ποσότητας του ορατού φωτός που εκπέμπεται στη μονάδα του χρόνου, δηλαδή της φωτεινής ροής μιας φωτεινής πηγής διά της στερεάς γωνίας
δ) «φωτεινή πηγή»
φυσ. κάθε σώμα που εκπέμπει φωτεινή ακτινοβολία
ε) «φωτεινή ροή»
φυσ. βλ. ροή
στ) «φωτεινό διάλειμμα»
ιατρ. i) το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της επίδρασης ενός βλαπτικού παράγοντα και της εμφάνισης επιπλοκών, διάστημα κατά το οποίο δεν υπάρχουν συμπτώματα
ii) κάθε ολιγοσυμπτωματικό ή ασυμπτωματικό στάδιο μιας νόσου ανάμεσα στις εξάρσεις της
ζ) «φωτεινό νυκτερινό νέφος»
(μετεωρ.) σπάνιος τύπος νέφους, αποτελούμενου πιθανότατα από παγοκρυστάλλους και μετεωρική σκόνη, το οποίο εμφανίζεται σε πολύ μεγάλα ύψη, 80 περίπου χιλιομέτρων, και είναι ορατό μόνον στις περιοχές μεγάλου γεωγραφικού πλάτους κατά τις θερινές νύκτες
η) «φωτεινό όργανο»
ζωολ. όργανο που εκπέμπει φως και απαντά στις πυγολαμπίδες και σε ορισμένα άλλα ζώα που εμφανίζουν βιοφωσφορισμό, αλλ. φωτοφόρο
θ) «φωτεινός θάλαμος»
φυσ. συσκευή αποτελούμενη κυρίως από ένα κάτοπτρο που φέρει μικρή οπή ή από ένα πρίσμα κατάλληλα διαμορφωμένο ώστε να επιτρέπει την ταυτόχρονη παρατήρηση μιας οπτικής εικόνας και ενός φύλλου χαρτιού πάνω στο οποίο είναι δυνατή η σχεδίαση εικόνας
μσν.
(για ένδυμα) αυτός που λάμπει από καθαριότητα, πολύ καθαρός.
επίρρ...
φωτεινώς και φωτεινά Ν
με φωτεινό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῶς, φωτός αναλογικά προς τα σκοτ-εινός, φα-εινός].
Greek Monotonic
φωτεινός: -ή, -όν (φῶς), φωτεινός, λαμπερός, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
φωτεινός: 1) лучезарный, сияющий (ἥλιος Xen.);
2) ясный (λόγος Plut.).