μυστήριον
English (LSJ)
τό, (μύστης, μυέω)
A mystery or secret rite: mostly in pl., τὰ μ. the mysteries, first in Heraclit.14, cf. Hdt.2.51 (of the mysteries of the Cabiri in Samothrace), etc.; esp. those of Demeter at Eleusis, A.Fr.479, S. Fr.804, E.Supp.173, Ar.Ra.887, etc.; μυστηρίοις τοῖς μείζοσιν, τοῖς ὀλείζοσιν μ., IG12.6.93,96; but usu., τὰ μεγάλα, τὰ μικρὰ μ., Sch.Ar. Pl.846, cf. IG12.313.144, 22.1672.4, Pl.Grg.497c, etc.; πρὸ τῶν μεγάλων μ. τὰ μικρὰ παραδοτέον Iamb.Protr.2; ἀπιέναι πρὸ τῶν μ., i.e. before you have reached the heart of the matter, Pl.Men.76e; τὰ τῆς θεοῦ (sc. Μεγάλης Μητρὸς) μ. OGI540.21 (Pessinus, i A.D.); οἱ θεοὶ οἷς τὰ μ. ἐπιτελεῖται IG5(1).1390.2 (Andania, i B.C.); τὰ μ. ποιεῖν And.1.11, Lys.14.42, cf. Th.6.28 (Pass.); μ. ἐρεῖν And.l.c.: later in sg., PMag.Leid.W.3.42 (ii/iii A.D.). 2 mystic implements and ornaments, σεμνὰ στεμμάτων μυστήρια E.Supp.470; esp. properties, such as were carried to Eleusis at the celebration of the mysteries, ὄνος ἄγω μυστήρια, prov. of an over-loaded beast, Ar.Ra. 159. b later, object used in magical rites, talisman, δότε πνεῦμα τῷ ὑπ' ἐμοῦ κατεσκευασμένῳ μ. PMag.Leid.V.10.19 (iii/iv A.D.). 3 metaph., ὕπνος, τὰ μικρὰ τοῦ θανάτου μ. Mnesim.11; τῆς Ῥωμαίων ἀρχῆς σεμνὸν μ., of the military sacramentum, Hdn.8.7.4: generally, mystery, secret, Pl.Tht.156a; μυστήριόν σου μὴ κατείπῃς τῷ φίλῳ Men.695, cf. LXX Si.27.16, To.12.7; προσήγγειλε τὰ μ. τοῖς πολεμίοις ib.2 Ma.13.21; μυστήρια βίου Sor.1.3; τοὐμὸν τὸ μ. [the remedy] is my secret, Aret.CD2.7: hence, of a medicine, Gal.13.96, Alex.Trall. 5.4. 4 secret revealed by God, i.e. religious or mystical truth, Corp. Herm.1.16, etc.; τὰ μ. τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν Ev.Matt.13.11; πνεύματι λαλεῖν μυστήρια 1 Ep.Cor.14.2; τὸ μ. τῆς ἀνομίας the mystery of iniquity, 2 Ep.Thess.2.7; τὸν Ἀντιπάτρου βίον οὐκ ἂν ἁμάρτοιτις εἰπὼν κακίας μ. J.BJ1.24.1; esp. of the Gospel or parts of it, τὸ μ. τοῦ εὐαγγελίου Ep.Eph.6.19, cf. 3.9, Ep.Col.1.26, al.; symbol, τὸ μ. τῶν ἑπτὰ ἀστέρων Apoc.1.20, cf. 17.7. 5 σύνηθές τι μ. some vulgar superstition, Sor.1.4. II Dionysius the tyrant called mouse-holes μυστήρια (μῦς, τηρεῖν), Ath.3.98d.
German (Pape)
[Seite 223] τό, das Geheimniß, Soph. bei Hesych., der ἄῤῥητα καὶ ἀνεξήγητα erklärt; bes. die eigentlichen Mysterien, religiös-politische Geheimlehren, die in mancherlei Feierlichkeiten und Gebräuche gehüllt waren; Her. 2, 51 von den samothracischen Mvsterien; bes. aber die eleusinischen der Demeter, sowohl die kleinen, μικρά, die im Anthesterion, als die großen, τὰ μεγάλα, die im Boedromion gefeiert wurden; Δήμητρος εἰς μυστήρια, Eur. Suppl. 173, vgl. 470; μυστηρίων τῶν ἀποῤῥήτων φάνας ἔδειξεν, Rhes. 943; τὰ μυστήρια ποιεῖσθαι Thuc. 6, 28; Plat. Theaet. 156 a u. Folgde. – Uebh. das heilige Geheimniß, das Heilige, K. S. – Bei den Aerzten ein Heilmittel gegen den Husten. – Nach Ath. III, 98 c nannte Dionysius von Syrakus μυστήρια τὰς τῶν μυῶν διεκδύσεις, ὅτι τοὺς μῦς τηρεῖ.
Greek (Liddell-Scott)
μυστήριον: τό, (μύστης, μυέω) μυστική, ἀπόκρυφος διδασκαλία· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον πληθ., τὰ μ., θρησκευτικαί τινες ἱεροτελεστίαι, πρῶτον ἐν Ἡρόδ. 2. 51 ἐπὶ τῶν τελετῶν τῶν Καβείρων ἐν Σαμοθρᾴκῃ. Τὰ περιφημότατα μυστήρια ἦσαν τὰ τῆς Δήμητρος ἐν Ἐλευσῖνι, πρῶτον παρ’ Αἰσχύλῳ ἐν Ἀποσπ. 393· τά μεγάλα (ἴδε ἐν λ. μυέω) κατὰ τὸν Βοηδρομιῶνα· τὰ δὲ μικρὰ τὸν Ἀνθεστηριῶνα· ἀλλὰ μυστήρια ἐτελοῦντο ἐν πάσῃ ὁπωσοῦν μεγάλῃ πόλει τῆς Ἑλλάδος, Λοβ. Ἀγλαόφ. 43. Ἐν τῷ συγγράμματι τούτῳ ὁ Λοβέκ. ἀντικρούει τὴν κοινῶς ἐπικρατοῦσαν γνώμην ὅτι τὰ μυστήρια ἦσαν ἀποκαλύψεις σπουδαίων τινῶν καὶ βαθειῶν θρησκευτικῶν ἀποκρύφων ἀληθειῶν. Ἀληθῶς ἦσαν ταῦτα πάντοτε μυστικά· ἀλλὰ πᾶς Ἕλλην ἄνευ διακρίσεως τάξεως καὶ παιδείας, ἴσως δὲ καὶ δοῦλος (σ. 19), ἠδύνατο νὰ μυηθῇ, κατὰ δὲ τοὺς μεταγενεστέρους χρόνους ἔτι καὶ ξένοι (σ. 20). Πιθανῶς τὰ μυστήρια ἦσαν παραστάσεις σκηνικαὶ τῶν θρησκευτικῶν μύθων ὅμοιαι πρὸς τὰ θρησκευτικὰ «μυστήρια» κατὰ τὸν μέσον αἰῶνα ἐν Εὐρώπῃ· - Φράσεις: μ. ποιεῖν Ἀνδοκ. 2. 34, Λυσ. 143, 34· μ. ἐρεῖν Ἀνδοκ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Πρβλ. μυέω, μύστης, μυσταγωγός. 2) πᾶν ἀπόκρυφον πρᾶγμα, «μυστικόν», Πλάτ. Θεαίτ. 156Α· μυστήριόν σου μὴ κατείπῃς τῷ φίλῳ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 168· σεμνά τῆς σῆς παρθένου μ. Σοφ. Ἀποσπ. 493. 3) ἐπὶ τῶν χρησιμευόντων ἐν ταῖς τελεταῖς τῶν μυστηρίων πραγμάτων, σεμνὰ στεμμάτων μυστήρια Εὐρ. Ἱκέτ. 470· ἰδίως ἱματισμοὶ καὶ ἄλλα πράγματα, ἅτινα ἐκομίζοντο εἰς τὴν Ἐλευσῖνα κατὰ τὴν τέλεσιν τῶν μυστηρίων, ὄνος ἄγων μυστήρια, παροιμ. ἐπὶ κτήνους φέροντος βαρύτερον τοῦ δέοντος φορτίον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 159. 4) ἀκολούθως πᾶσα ἐπιστημονικὴ ἀλήθεια ἀπαιτοῦσα διδασκαλίαν, Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 127 κἑξ. 5) ἐν τῇ Κ. Δ., θεῖον μυστήριον, τὸ ὑπέρ τὴν ἀνθρωπίνην κατάληψιν, τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 11· λαλεῖν μυστήρια Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. ιδ΄, 2· τὸ μυστ. τῆς ἀνομίας, μυστηριώδης, ἀκατάληπτος ἀνομία, Β΄ πρ. Θεσσαλ. β΄, 7, πρβλ. κακίας μ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 24, 1· - ἰδίως περὶ αὐτοῦ τοῦ εὐαγγελίου ἢ μερῶν αὐτοῦ, τὸ μ. τοῦ εὐαγγελίου πρὸς Ἐφεσ. ϛʹ, 19, πρβλ. γ΄, 9, πρ. Κολοσ. α΄, 26, κ. ἀλλ. ΙΙ. φάρμακόν τι διὰ τὸν βῆχα, Ἀλέξ. Τραλλ. 5. 248. ΙΙΙ. Διονύσιος ὁ τύραννος ἐκάλει τὰς τῶν μυῶν ὀπὰς ἢ φωλεὰς μυστήρια (μῦς, τηρεῖν), Ἀθήν. 98D.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mystère : cérémonie religieuse secrète d’ord. au plur. ; à Athènes les mystères d’Éleusis (τὰ μικρὰ μυστήρια les petits mystères, en l’honneur de Perséphonè ; τὰ μεγάλα μυστήρια les grands mystères, en l’honneur de Déméter).
Étymologie: μύω.
Spanish
misterio, rito secreto, símbolo misterioso, símbolo oculto, objeto mistérico
English (Strong)
from a derivative of muo (to shut the mouth); a secret or "mystery" (through the idea of silence imposed by initiation into religious rites): mystery.
English (Thayer)
μυστηρίου, τό (μύστης (one initiated; from μυέω, which see)), in classical Greek a hidden thing, secret, mystery: μυστήριον σου μή κατειπης τῷ φιλῶ, Menander; plural generally mysteries, religious secrets, confided only to the initiated and not to be communicated by them to ordinary mortals; (cf. K. F. Hermann, Gottesdienstl. Alterthümer der Griechen, § 32). In the Scriptures:
1. a hidden or secret thing, not obvious to the understanding: a hidden purpose or counsel; secret will: of men, τοῦ βασιλέως, τῆς βουλῆς αὐτοῦ, μυστήρια Θεοῦ, the secret counsels which govern God in dealing with the righteous, which are hidden from ungodly and wicked men but plain to the godly, ἐν, I:5f.); τοῦ θελήματος αὐτοῦ added, τοῦ Θεοῦ, which God formed, WH text); τοῦ Χριστοῦ, respecting Christ, τοῦ εὐαγγελίου, which is contained and announced in the gospel, ἐτελέσθη τό μυστήριον τοῦ Θεοῦ, said of the consummation of this purpose, to be looked for when Christ returns, τά μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν or τοῦ Θεοῦ, the secret purposes relative to the kingdom of God, Lightfoot on τοῦ Χριστοῦ added, οἰκονόμοι μυστηρίων Θεοῦ, the stewards of God's mysteries, i. e. those intrusted with the announcement of God's secret purposes to men, τῆς πίστεως, τῆς εὐσεβείας, which faith and godliness embrace and keep, τό μυστήριον τῆς ἀνομίας the mystery of lawlessness, the secret purpose formed by lawlessness, seems to be a tacit antithesis to God's saving purpose, רָזָא and סוד in rabbinic writers, it denotes the mystic or hidden sense: of an O. T. saying, Theod.) Sept. so renders רָז. (The Vulg. translates the word sacramentum in B. D. American edition under the word Smith's Bible Dictionary, Mystery; Lightfoot on Colossians 1:26.)
Greek Monotonic
μυστήριον: τό (μύστης),·
1. μυστική ή απόκρυφη διδασκαλία· στον πληθ., τὰ μυστήρια, τα μυστήρια των Καβείρων στη Σαμοθράκη, σε Ηρόδ.· της Δήμητρας στην Ελευσίνα, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. οτιδήποτε μυστικό ή απόκρυφο, σε Πλάτ.
3. σκεύη που χρησιμοποιούνται σε μυστηριακές τελετές, σε Ευρ., Αριστοφ.
4. στην Κ.Δ., μυστήριο, θεϊκό μυστήριο, κάτι που υπερβαίνει την ανθρώπινη αντίληψη.
Russian (Dvoretsky)
μυστήριον: τό преимущ. pl.
1) тайное священнодействие, таинство, мистерии: τὰ μεγάλα μυστήρια Eur., Arph. великие мистерии (в честь Деметры, в Элевсине, в месяце боэдромионе); τὰ σμικρὰ μυστήρια Plat. малые мистерии (там же, в честь Персефоны, в месяце антестерионе); τὰ μυστήρια ποιεῖσθαι Thuc. справлять мистерии;
2) тайна, секрет (μέλλω σοι τὰ μυστήρια λέγειν Plat.).
Frisk Etymological English
s. μύω.
Middle Liddell
μυστήριον, ου, τό, μύστης
1. a mystery or secret doctrine; in pl., τὰ μ. the mysteries of the Cabiri in Samothrace, Hdt.; of Demeter at Eleusis, Aesch., etc.
2. any mystery or secret, Plat.
3. mystic implements, Eur., Ar.
4. in NTest. a mystery, a divine secret, something above human intelligence.