συστολή

From LSJ
Revision as of 20:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστολή Medium diacritics: συστολή Low diacritics: συστολή Capitals: ΣΥΣΤΟΛΗ
Transliteration A: systolḗ Transliteration B: systolē Transliteration C: systoli Beta Code: sustolh/

English (LSJ)

ἡ, (συστέλλω)

   A drawing together, drawing up, contraction, σ. εἰς αὑτάς (of souls in pain) Plu.2.564b; [τὴν ψυχὴν] ποτὲ μὲν εἰς ἡδονὰς καὶ διαχύσεις ἄγεσθαι, ποτὲ δὲ εἰς οἴκτους καὶ συστολάς Ptol. Harm.3.7; λύπη ἐστὶν ἄλογος σ. Stoic.3.95, cf. Thphr.Fr.77, Zeno Stoic.1.51, Epicur.Fr.410; esp. in Medic., a contraction of the heart or lungs, opp. διαστολή, Herophil. ap. Placit.4.22.3; σφυγμός ἐστι διαστολὴ καὶ σ. καρδίας καὶ ἀρτηριῶν Gal.8.700; of other organs, [τῆς μήτρας] Sor.1.70b; συστολαί τινες ἀνειδεῖς εἰς ἄρθρα Alex.Trall. Verm.p.589 P., cf. Gal.18(2).128.    2 contraction, limitation, συστολῆς μᾶλλον ἢ προσθέσεως τὰς τιμὰς δεῖσθαι Plu.Caes.60, cf. 2.135a.    3 abasing, taking down, ib.544e.    4 Gramm., change of a long vowel into a short, e.g. ξερόν for ξηρόν, A.D.Synt.281.7; σ. Ἰωνικὴ ἢ ποιητική EM735.51; also pronouncing as short a syllable that is strictly long, D.H.Comp.25, D.T.633.12, S.E.M.1.108.    5 lessening of expenses, retrenchment, Plb.27.13.4, Phld.Oec.p.71 J. (pl.).    6 spareness, tenuity, τῶν ἀγαλμάτων Demetr.Eloc.14.    7 pusillanimity, Poll.5.122.    8 fasting, Sor.1.49, 2.15, al.    9 in fevers, remission, Alex.Trall.Febr.4; but also a chill, the cold stage of ague, Gal.7.428.

German (Pape)

[Seite 1045] ἡ, das Zusammenziehen, Abkürzen, Vermindern; bes. Einschränkung der Ausgaben, Sparsamkeit, Pol. 27, 12, 4; Ggstz πρόσθεσις, Plut. Caes. 60. Bei den Gramm. die Veränderung eines langen Vocals in einen kurzen, z. B. ἔσαν statt ἦσαν; auch die kurze Aussprache einer eigentlich langen Sylbe.

Greek (Liddell-Scott)

συστολή: ἡ, (συστέλλω) τὸ συστέλλεσθαι, συμμάζωμα, ἡ εἰς ἑαυτὸν σ. Πλούτ. 2. 564Β· παρὰ τοῖς Ἰατρικοῖς, νοσηρὰ σύσπασις ἢ σπασμὸς τῆς καρδίας, Ἡρόφιλ. παρὰ Πλουτ. 2. 903F, Διογ. Λ. 111, Γαλην. 2, 256. 2) περιορισμός, συστολῆς μᾶλλον ἢ προσθέσεως δεῖσθαι τὰς τιμὰς Πλουτ. Καῖσ. 60, πρβλ. 2. 135C. 3) μεταφορ., καταστολή, καταπλήξεως καὶ συστολῆς ἕνεκα καὶ τοῦ ταπεινῶσαι αὐτόθι 2. 544Ε, κτλ.· παρὰ τοῖς γραμματ. ἡ μεταβολὴ μακροῦ φωνήεντος εἰς βραχύ, π.χ. ἔσαν ἀντὶ ἦσαν· καὶ τὸ προφέρειν συλλαβὴν ὡς βραχεῖαν ἐν ᾧ κυρίως εἶναι μακρά ― οὕτω καὶ ἐν τῇ μουσικῇ. 4) περιορισμὸς ἢ ἐλλάτωσις τῶν δαπανῶν, Πολύβ. 27. 12, 4. 5) τὸ συνεσταλμένον, ὥσπερ τὰ ἀρχαῖα ἀγάλματα, ὧν τέχνη ἐδόκει ἡ συστολὴ καὶ ἰσχνότης Δημήτρ. Φαληρ. § 14. 6) μικροψυχία, Πολυδ. Ε΄, 122, αὐτόθι Δαμάσκ. ― Λέξις τῶν μεταγενεστέρων, ἐν πάσῃ σημασίᾳ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διαστολή.
ἡ, παρὰ Σωρ. Ἐφ. σ. 70, 79, 210, 211, ἔκδ. Erm. ἔχει ἡ λέξις αὕτη πλὴν τῶν ἄλλων σημασιῶν της καὶ τὴν τῆς ἀσιτίας ἢ νηστείας, ὡς ἔχει καὶ τὸ συστέλλειν τὴν τοῦ νηστεύειν ἐν σ. 209, Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμαν.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. resserrement, contraction, particul. :
1 systole, mouvement de contraction du cœur;
2 resserrement sur soi-même;
3 resserrement, restriction en gén.
4 répression;
II. abrégement, prononciation brève d’une syllabe longue.
Étymologie: συστέλλω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ συστέλλω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συστέλλω, ο περιορισμός σε όγκο ή σε έκταση
2. ιατρ. σύσπαση ενός οργάνου του σώματος, όπως λ.χ. της καρδιάς ή της μήτρας, που προκαλεί σμίκρυνση τών κοιλοτήτων του («σφυγμός ἐστι διαστολὴ καὶ συστολὴ καρδίας καὶ ἀρτηριῶν», Πλούτ.)
3. γραμμ. τροπή μακρού φωνήεντος ή διφθόγγου σε βραχύ
νεοελλ.
1. φυσ. φαινόμενο αντίθετο της διαστολής το οποίο συνίσταται στη μείωση τών γεωμετρικών διαστάσεων τών σωμάτων και οφείλεται στη μεταβολή της θερμοκρασίας τους («συστολή τών μετάλλων»)
2. μτφ. ντροπαλότητα
3. αστρον. διαδικασία γενικής φύσεως, η οποία οδηγεί στη συμπύκνωση μεγάλων μαζών στο Σύμπαν υπό την επίδραση εσωτερικών δυνάμεων βαρύτητας
4. φυσιολ. μυϊκή σύσπαση, δηλαδή βράχυνση ενός μυός, ο οποίος διογκώνεται και σκληραίνει υπό την επίδραση ενός κατάλληλου ερεθίσματος, γεγονός που επιτρέπει την ανάπτυξη μιας δύναμης
5. φρ. α) «συστολή τών μηκών»
φυσ. φαινόμενο, στα πλαίσια της θεωρίας της σχετικότητας του Αϊνστάιν, σύμφωνα με το οποίο το μήκος ενός σώματος φαίνεται, όταν μετρείται από έναν κινούμενο παρατηρητή, μικρότερο από την πραγματική τιμή του, όπως αυτή προσδιορίζεται από έναν ακίνητο σε σχέση με το σώμα παρατηρητή
β) «συστολή φλέβας ρευστού»
φυσ. φαινόμενο που συνίσταται στη σύσφιγξη μιας φλέβας ρευστού το οποίο διαφεύγει από μια μικρή οπή ή από ένα ακροφύσιο και το οποίο οφείλεται στην επιφανειακή τάση του ρευστού
μσν.
πτώση του πυρετού
αρχ.
1. μείωση, περιστολή («συστολῆς μᾱλλον ἢ προσθέσεως τὰς τιμὰς δεῑσθαι», Πλούτ.)
2. ελάττωση δαπανών
3. νηστεία
4. μικροψυχία
5. το συνεσταλμένο σχήμαὥσπερ τὰ ἀρχαῑα ἀγάλματα, ὧν τέχνη ἐδόκει ἡ συστολὴ καὶ ἡ ἰσχνότης», Δημήτρ.)
6. μτφ. ταπείνωση, εξευτελισμός
7. (μετρ.) η μέτρηση μακρού φωνήεντος ή διφθόγγου ως βραχέος φθόγγου πριν από άλλο φωνήεν μέσα σε κείμενο.

Greek Monotonic

συστολή: ἡ (συστέλλω), συμμάζεμα, ζάρωμα, συρρίκνωση, ελάττωση, περιορισμός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συστολή:
1) сокращение, сжатие Plut., Diog. L.;
2) ограничение, уменьшение Plut.;
3) сокращение расходов, бережливость Polyb.;
4) подавление, усмирение (κατάπληξις καὶ σ. Plut.);
5) грам. сокращение долгого слога (напр. в ἔσαν вм. ἦσαν Sext.) или краткое произнесение долгого слога Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συστολή -ῆς, ἡ [συστέλλω] samentrekking. overdr. beperking, inperking.

Middle Liddell

συστολή, ἡ, συστέλλω
a drawing together, contraction, limitation, Plut.