πρωτεύω

From LSJ
Revision as of 13:08, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort

Menander, Monostichoi, 550
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτεύω Medium diacritics: πρωτεύω Low diacritics: πρωτεύω Capitals: ΠΡΩΤΕΥΩ
Transliteration A: prōteúō Transliteration B: prōteuō Transliteration C: proteyo Beta Code: prwteu/w

English (LSJ)

(πρῶτος)

   A to be the first, hold first place, And.4.41 (s.v.l.), Pl.Lg.692d, Arist.EN1124b23; οἱ πρωτεύοντες the primates or chief men in a city, Hdn.8.7.2, cf. Isoc.5.68; hold position of πρῶτος (q.v.), MAMA4.151 (Apollonia); π. τοῦ ἔθνους OGI563.6 (Cadyanda).    II with a modal word added, to be first in a thing, καρτερίᾳ X.Ages.10.1; βδελυρίᾳ Aeschin.1.192; γένει Is.1.21; ἐν ἕδρᾳ X.Cyr.8.4.5; περὶ κακίαν Aeschin.2.159; φιλίᾳ π. παρὰ τῷ Κύρῳ X.Cyr.8.2.28, cf. Isoc.3.60; ἐν τούτοις (sc. ἐπιτηδεύμασιν) Id.7.48.    2 c. gen. pers., to be first of or among, Ἑλλήνων ib.6; τῶν ῥητόρων Aeschin.1.171, cf. X.Ages.1.3; π. Ἑλλάδος εἰς ἀρετήν Epigr.Gr.489: also π. ἐν τοῖς Ἕλλησι Isoc.8.24; ἐν τῷ δήμῳ D.19.297.    III = προτερέω, excel, π. τῆς Ἀρτέμιδος ταῖς κυνηγεσίαις D.S.4.81.

German (Pape)

[Seite 804] der erste sein, den ersten Rang einnehmen; ἡ πρωτεύουσα πόλις ἐν τοῖς τότε χρόνοις, Plat. Legg. III, 692 d; πρωτεύειν φιλίᾳ παρά τινι, Xen. Cyr. 8, 2, 28, u. öfter; Andoc. 4, 41; γένει, Is. 1, 21; περί τι, Aesch. 2, 159; παρά τινι, Isocr. 3, 60; ἐν τῷ δήμῳ, Dem. 19, 297; u. Sp., οἱ πρωτεύοντες, Luc. de salt. 79; πάντων κάλλει, vor Allen den Vorzug an Schönheit haben, Alle an Schönheit übertreffen; πρεσβείας ἔπεμπον ἀπὸ τῶν πρωτευόντων παρ' αὐτοῖς ἀνδρῶν, Hdn. 8, 7, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτεύω: (πρῶτος)· - ῥῆμα τοῦ πεζοῦ λόγου, ὡς καὶ νῦν, εἶμαι πρῶτος, προέχω, Ἀνδοκ. 34. 24, Πλάτ. Νόμ. 692D, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 27· οἱ πρωτεύοντες, οἱ πρῶτοι ἄνδρες πόλεώς τινος, οἱ προὔχοντες, Ἰσοκρ. 95D, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 8. 7, 3· ὁ πρωτεύων, ὡς τιμητικὸν ἐπίθετ., Συλλ. Ἐπιγρ. 8627, - 31, - 51. ΙΙ. μετὰ προσδιορισμοῦ, εἶμαι ὁ πρῶτος ἔν τινι πράγματι, καρτερίᾳ Ξεν. Ἀγησ. 10. 1· βδελυρίᾳ Αἰσχίν. 27. 18· γένει Ἰσαῖ. 37. 25· ἐν ἕδρᾳ Ξεν. Κύρ. 8. 4, 5· περὶ κακίαν Αἰσχίν. 49. 29· φιλίᾳ πρ. παρὰ τῷ Κύρῳ Ξεν. Κύρ. 8. 2, 28, πρβλ. Ἰσοκρ. 39Β, 149C. 2) μετὰ γεν. προσ., εἶμαι πρῶτος ἐκ ἢ μεταξύ…, ἀνώτερός τινος, Ἑλλήνων Ἰσοκρ. 141Β· τῶν ῥητόρων Αἰσχίν. 24. 27, πρβλ. Ξεν. Ἀγησ. 1. 3· πρ. τῆς Ἀρτέμιδος ταῖς κυνηγεσίαις Διόδ. 4. 81· πρ. Ἑλλάδος εἰς ἀρετὴν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 489· -ὡσαύτως, πρ. ἐν τοῖς Ἕλλησι Ἰσοκρ. 164Β· ἐν τᾦ δήμῳ Δημ. 436. 15. - Ἴδε Κόντου Παντοῖα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΖ΄, σ. 315.

French (Bailly abrégé)

être le premier, tenir le premier rang : φιλίᾳ παρά τινι XÉN occuper la première place dans l’amitié de qqn ; avec un gén. de pers. : τινός, l’emporter sur qqn ; τινὸς περί τι l’emporter sur qqn en qch.
Étymologie: πρῶτος.

English (Strong)

from πρῶτος; to be first (in rank or influence): have the preeminence.

English (Thayer)

(πρῶτος); to be first, hold the first place, (A. V. have the pre-eminence): Xenophon, and Plato down.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ πρῶτος
1. καταλαμβάνω ή κατέχω την πρώτη θέση, σειρά ή βαθμό, έχω ή παίρνω τα πρωτεία, είμαι πρώτος (α. «πρωτεύων ρόλος» β. «πρώτευσε στους διαγωνισμούς» γ. «πρωτεύειν καρτερίᾳ», Ξεν.)
2. είμαι ή αναδεικνύομαι ανώτερος, υπερτερώ, υπερβαίνω, ξεπερνώ κάποιον («τῆς Ἀρτέμιδος αὑτὸν πρωτεύειν ταῑς κυνηγεσίαις», Διοδ. Σ.)
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η πρωτεύουσα
βλ. πρωτεύουσα
2. το ουδ. εν. ως ουσ. το πρωτεύον
(ενν. στοιχείο) (φιλοσ.) όρος που χρησιμοποιείται στη φιλοσοφία προκειμένου να δηλωθεί η κυρίαρχη σημασία του ενός από τα δύο μέλη της σχέσης ύλη - πνεύμα
3. (η μτχ. ουδ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τα πρωτεύοντα
ζωολ. βλ. πρωτεύοντα
4. φρ. α) «πρωτεύοντες άνεμοι»
(μετεωρ.) οι τέσσερεις κύριοι άνεμοι, δηλαδή ο βόρειος, ο ανατολικός, ο νότιος και ο δυτικός
β) «πρωτεύων τόνος»
(μετρ.) ο κύριος τόνος ενός μετρικού συστήματος και, ιδίως, ημιστιχίου
γ) «πρωτεύοντα μαθήματα» — μαθήματα με κύρια ή βαρύνουσα σημασία, όπως είναι λ.χ. τα ελληνικά και τα μαθηματικά
μσν.-αρχ.
(η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ πρωτεύοντες
οι πρώτοι άνδρες της πολιτείας, οι προύχοντες.

Greek Monotonic

πρωτεύω: μέλ. -σω (πρῶτος
1. είμαι ο πρώτος, κατέχω την πρώτη θέση, σε Πλάτ. κ.λπ.· είμαι ο πρώτος σε κάτι, καρτερίᾳ, σε Ξεν.· βδελυρίᾳ, σε Αισχίν.· περὶ κακίαν, στον ίδ.
2. με γεν. προσ., είμαι πρώτος, ανώτερος από ή μεταξύ, τῶν ῥητόρων, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πρωτεύω:
1) быть первым, занимать первое место, первенствовать (ἡ πρωτεύουσα πόλις Plat.; π. τινί, ἔν τινι и περί τι Xen., Aeschin., Isae. etc.): π. φιλίᾳ παρά τινι Xen. быть в особой милости у кого-л.;
2) превосходить, иметь преимущество (τινὸς περί τι Aeschin. или τινός τινι Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρωτεύω [πρῶτος] de eerste zijn, vooraanstaand zijn.

Middle Liddell

πρωτεύω, fut. -σω πρῶτος
1. to be the first, hold the first place, Plat., etc.:— to be first in a thing, καρτερίᾳ Xen.; βδελυρίᾳ Aeschin.; περὶ κακίαν Aeschin.
2. c. gen. pers. to be first of or among, τῶν ῥητόρων Aeschin.

Chinese

原文音譯:prwteÚw 普羅跳哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:以前(最)
字義溯源:居首位,最先,優越;源自(πρῶτος)=首要的,最先的),而 (πρῶτος)出自(πρό)*=前)
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編
1) 居首位(1) 西1:18