χυλός

From LSJ
Revision as of 18:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῡλός Medium diacritics: χυλός Low diacritics: χυλός Capitals: ΧΥΛΟΣ
Transliteration A: chylós Transliteration B: chylos Transliteration C: chylos Beta Code: xulo/s

English (LSJ)

ὁ, (χέω)

   A juice in general, opp. ὕδωρ, Ocell.2.3, cf. Iamb. in Nic.p.81 P.; in various uses:    I juice of plants, χυλῶν στακτῶν εἴτε ἀνθῶν ἢ καρπῶν Pl.Criti.115a, cf. Arist.HA596b15, Col. 796a23, Aud.802a15, Thphr.HP6.4.6, LXX 4 Ma.6.25.    b decoction, Dsc.Eup.1.55; but distd. fr. ἀφέψημα, Id.1.105.    2 of animal juices, Hp.Alim.11,14, Arist.Col.794a21.    3 juice produced by the digestion of food, chyle, Gal.UP4.3.    4 barley-water, gruel, having the barley or groats strained off, whereas πτισάνη was taken unstrained, πτισάνης χ. Hp.Acut.6, cf. Cratin.297 (lyr.), Ephipp.13.6 (anap.): pl., Anaxipp.1.46.    II = χυμός 11, flavour, taste, Gorg. ap.S.E.M.7.85, v.l. in Arist.EN1118a28; αἱ διὰ χυλῶν ἡδοναί Epicur. Fr.67, cf. Ep.3.p.63U., Diocl.Fr.112, Phld.Mus.p.103K.; κατ' ὀσμὴν καὶ χρόαν καὶ χυλόν Id.Sign.27: metaph., χ. στωμυλμάτων, φιλίας, Ar.Ra.943, Pax997 (anap.). (Gal.11.450 distinguishes χυλός juice fr. χυμός flavour, attributing this usage to Aristotle and later writers, whereas earlier authors used χυμός in both senses: the Mss. vary.)

German (Pape)

[Seite 1384] ὁ, 1) Saft, bes. der durch Wasseraufguß u. Abkochen ausgezogene Saft; Cratin. bei Poll. 6, 61; στακτοί Plat. Critia. 115 a. – Dah. komisch φιλίας, Freundschaftssäftchen, Ar. Pax 962, στωμυλμάτων Ran. 941. – 2) der Geschmack einer Sache, weil er von den Säften herrührt, wie χυμός, αἱ διὰ χυλῶν ἡδοναί Metrodor. bei Ath. VI, 280 b, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

χῡλός: -οῦ, ὁ, (χέω) ἐν χρήσει καθόλου ὡς τὸ χυμός, ἀλλὰ διακρίνεται ἀπ’ αὐτοῦ ὑπὸ τοῦ Γαληνοῦ, ὅστις νομίζει ὅτι ἡ πρώτη σημασία τοῦ χυλὸς εἶναι ὀπός, τὸ ἐν τοῖς φυτοῖς ὑπάρχον ὑγρόν, ἡ δὲ πρώτη σημασία τοῦ χυμὸς εἶναι γεῦσις· ἐν ᾧ ὁ Ὠρίων ἐν τῷ Ἐτυμ. σ. 163 διακρίνει ὧδε: χυλὸς ὁ δι’ ἐψήσεως δηλ. βρασμοῦ, χυμὸς δὲ τὸ ἐν τοῖς φυτοῖς ὑγρὸν ἐν τῇ φυσικῇ αὐτοῦ καταστάσει· οἱ παλαιότεροι, οἷον ὁ Ἱππ., προκρίνουσι τὸ χυλός, ὁ δὲ Ἀριστ. τὸ χυμός· Ι. ὁ ὀπὸς ἢ χυμὸς τῶν φυτῶν, χυλῶν στακτῶν εἴτε ἀνθῶν ἢ καρπῶν Πλάτ. Κριτί. 115Α, πρβλ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 11, 1, π. Χρωμ. 5, 27, περὶ Ἀκουστ. 30. 2) ἐπὶ ζωϊκῶν χυμῶν, ὁ αὐτ. περὶ Χρωμ. 4, 1. 3) τὸ ὑγρὸν τὸ ὁποῖον παρασκευάζεται ἐκ τῆς πέψεως τῶν τροφῶν, Γαλην.· ἴδε χυμὸς Ι. 3. 4) ἀφέψημα χονδροαλεσμένης κριθῆς, ἀπορριπτομένων διὰ διυλίσεως τῶν κριθῶν ἢ χόνδρων, ἐνῷ ἡ πτισάνη ἐλαμβάνετο ἄνευ διυλίσεως, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 384, κ. ἀλλ., ἴδε Foës Oecon.· οὕτω καὶ Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 111, Ἔφιππος ἐν «Κύδωνι» 2, 6· καὶ ἐν τῷ πληθ., καὶ ποιῶ χυλοὺς ἐχομένους δριμύτητος Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 46. ΙΙ. ὡς τὸ χυμὸς ΙΙ, ἡ γεῦσις πράγματός τινος, ἐπειδὴ αὕτη προέρχεται ἐκ τοῦ χυμοῦ αὐτοῦ, αἱ διὰ χυλῶν ἡδοναῖ Μητρόδωρος παρ’ Ἀθην. 280Α, Ἐπίκουρος αὐτόθι· - μεταφορ., χ. στωμυλμάτων, φιλίας Ἀριστ. Βάτρ. 943, Εἰρ. 997.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
suc, jus.
Étymologie: χέω.

Spanish

jugo

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
φυσιολ. η λέμφος που προέρχεται από το λεπτό έντερο, μετά την πέψη, και είναι πλούσια σε σταγονίδια λίπους προερχόμενα από τα λιπίδια της τροφής
νεοελλ.
1. πολτώδες φαγητό από αλεύρι ή άλλη αμυλώδη ουσία και νερό, που παρασκευάζεται με βρασμό, κν. κουρκούτι
2. παραβρασμένο, πολτοποιημένο φαγητό («τα φασόλια γίνανε χυλός»)
3. (διαλ.) οι χυλοπίτες
4. παροιμ. «όποιος κάηκε στον χυλό φυσάει και το γιαούρτι» — όποιος έπαθε κάτι είναι, ύστερα, πολύ προσεκτικός
μσν.-αρχ.
ο οπός, ο χυμός τών φυτών (α. «χυλὸς βοτάνης», Γεωπ.
β. χυλὸς σταφυλῆς», Διοσκ.)
αρχ.
1. αφέψημα από χοντροαλεσμένο και στραγγισμένο κριθάρι, που χρησιμοποιούσαν ως τροφή ασθενών («οἱ νοσοῡντες χυλὸν πτισάνης ῥοφοῡσι», Αριστοφ.)
2. η γεύση που προέρχεται από τον χυμό («οὐ δύναμαι νοῆσαι τἀγαθὸν ἀφαιρῶν... τὰς διὰ χυλῶν ἡδονάς», Επίκ.)
3. (ποιητ.) το σάλιο του Κερβέρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. χῡ-λό-ς (πρβλ. ξύ-λο-ν) και χῡ-μός (πρβλ. θυ-μός, ψω-μός) ανάγονται από τους περισσότερους μελετητές στη μηδενισμένη βαθμίδα χῠ- της ρίζας του ρ. χέω, παρά τα προβλήματα που γεννά η μακρότητα του -- στους τ. αυτούς και για την οποία έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες. Κατά μία άποψη, το -- οφείλεται σε έκταση για εκφραστικούς λόγους, αναμενόμενη σε τ. του καθημερινού λεξιλογίου, ενώ, κατ' άλλη άποψη, οι λ. χυλός, χυμός έχουν προέλθει από τ. ghus-lo- και ghusmo- __ανάγονται δηλαδή σε μία μορφή ghus- της ρίζας gheu- / ghu- του χέω, με παρέκταση -s- (πρβλ. τοχαρ. Β' kusam, γ' εν. ενεστώτα, βλ. και λ. χέω)— οπότε το -- είναι προϊόν της αντέκτασης μετά την απλοποίηση τών συμφωνικών συμπλεγμάτων sl-και -sm-. Σύμφωνα με άλλους μελετητές, οι λ. χυλός, χυμός έχουν σχηματιστεί με επιθήματα slo-, -smo-, παρλλ. μορφές τών -lο- και -mo-, μέσω τ. χῠ-σλο- και χῠ-σμο-, με αντέκταση του --. Ωστόσο, ενώ η μορφή -smo- του επιθήματος είναι συνηθισμένη (πρβλ. δε-σμός), η μορφή -slo- δεν απαντά, γεγονός που δυσχεραίνει την αποδοχή αυτής της ερμηνείας. Τέλος, ειδικότερα για τον τ. χυμός, έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι το μακρό -- έχει προέλθει από επίδραση του μακρού φωνήεντος τών λ. ζύ-μη, ζω-μός].

Greek Monotonic

χῡλός: -οῦ, ὁ (χέω), χυμός, ιδίως, χυμός, ζουμί που παράγεται από εκχύλισμα ή για αφέψημα· μεταφ., χυλὸν διδοὺς στωμυλμάτων, σε Αριστοφ.· χυλὸς φιλίας, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

χῡλός:
1) сок (ἀνθῶν ἢ καρπῶν Plut.): φυτῶν χυλοῖς ζῆν Arst. питаться соками растений;
2) вкус, смак (φιλίας Arph.): ἡ ἰδιότης τοῦ χυλοῦ Diod. своеобразный вкус.

Middle Liddell

χῡλός, οῦ, ὁ, [χέω]
juice, esp. juice produced by decoction or digestion:—metaph., χυλὸν διδοὺς στωμυλμάτων administering a decoction of small talk, Ar.; χ. φιλίας Ar.

Frisk Etymology German

χυλός: {khūlós}
Grammar: m.
Meaning: ‘Saft (von Pflanzen), Gerstenschleim, Brühe’, auch Geschmack, Aroma (ion. att.).
Composita : Einige Kompp., z.B. χυλοποιέω in Saft verwandeln (Mediz.), γλυκύχυλος mit süßem Saft (Hp., Xenokr.).
Derivative: Davon 1. Dem. χυλάριον n. Säftchen, hypokor. (M. Ant.). 2. -ώδης saftartig, saftig (sp.). 3. -όομαι, -όω, auch m. ἀπο-, ἐκ-, ἐν- u.a., in Saft übergehen, verwandelt werden, verwandeln (Mediz.) mit -ωμα, (ἐγ-)χύλωσις. 4. -ίζω, auch m. ἐκ-, ἐν-, ἀπο-, den Saft ausziehen, in Saft verwandeln (Hp., Arist., Thphr. u.a.) mit -ισμα, -ισμός (wozu Chantraine Form. 145). 5. -ιάζω ib. (Aet.). — Daneben χυμός m. ‘Saft (von Pflanzen und Körpern), Flüssigkeit, Geschmack, Aroma’ (ion. att.; zur Bed. Capelle RhM 104, 55 ff). Als Hinterglied u. a. in ἔγχυμος mit Saft drin, saftig (Hp., Pl., Arist., Thphr.). Davon Demin. χυμίον n. (Kom.); -ώδης saftig (Sch.), -όομαι in Saft verwandelt werden (Gal.), -όω Geschmack geben (Suid.), ἐκ- ~ Saft auspressen, ausziehen mit -ωμα, -ωσις (Hp.); -ίζω schmackhaft machen (Ar.), ἐκ- ~ = ἐκχυμόω (Arist.).
Etymology : Sowohl χυλός wie χυμός werden seit alters (s. Curtius 204) mit χέω gießen, schütten verbunden, was unbedingt am nächsten liegt. Zur Begründung der auffälligen Vokallänge (gegenüber χυ-τός usw. ) hat man sich teils mit Ansetzung von *χῦσλος (Schulze bei WP. 1, 563) bzw. *χυ-σμος auszuhelfen versucht, teils eine volkstümlichexpressive Dehnung vermutet (Chantraine Form. 134 u. 240 mit Vendryes); eine bessere Erklärung würde willkommen sein. Vgl. indessen θυμός neben θυμέλη und θύμον (s. dd.).
Page 2,1123-1124