σφε

From LSJ
Revision as of 10:39, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφε Medium diacritics: σφε Low diacritics: σφε Capitals: ΣΦΕ
Transliteration A: sphe Transliteration B: sphe Transliteration C: sfe Beta Code: sfe

English (LSJ)

v. σφεῖς.

Greek (Liddell-Scott)

σφε: μετ’ ἀποστρ. σφ’, αἰτ. ἀρσ. καὶ θηλ. τοῦ σφεῖς, = αὐτούς, αὐτάς, Ἰλ. Ι. 256, Σιμωνίδ. 98, Πινδ. Π. 5. 115, Αἰσχύλ. Θήβ. 630, 788, 864, Σοφ. Ο. Τ. 1505, Ο. Κ. 605, 1669, καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς˙ ἅπαξ παρ’ Ἡροδ. (7. 170, μετὰ διαφόρ. γραφ. σφέας)˙ οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς κωμικοῖς (διότι τὸ χωρίον τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Ἱππ. 1020 εἶναι μέρος χρησμοῦ χάριν παιδιᾶς), οὔτε παρὰ τοῖς πεζογράφοις. 2) ὡς αἰτιατ. τοῦ δυϊκοῦ, = αὐτώ, αὐτά, Ἰλ. Λ. 111, Ὀδ. Θ. 271, Φ. 192, 206. 3) ὡς αἰτ. οὐδ. πληθ. = αὐτά, Θεόκρ. 15. 80. ΙΙ. παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς καὶ ὡς ἑνικ. αἰτ. τοῦ ἵ, = αὐτόν, αὐτήν, Αἰσχύλ. Πρ. 9, Θήβ. 469, κ. ἀλλ., Σοφ. Ο. Τ. 761, Ο. Κ. 40, Ἀντ. 44, Φιλ. 200, κ. ἀλλ., Εὐρ., πρβλ. Valck. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 1253˙ οὕτω καὶ παρὰ Πινδ. Ι. 6 (5). 108, καὶ μεταγεν. ποιηταῖς˙ ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 3. 52, 53. (Ἴδε σφεῖς, οὗ).

French (Bailly abrégé)

encl.
pron. de la 3ᵉ pers. épq. et ion. seul. à l’acc. sg., pl. et duel, v. σφε-.

English (Slater)

σφε (σφᾰ(ν), σφᾰςᾰν, σφᾰςᾰ(ν); σφε.) 3rd. pers. pron., pl. of ἕ: perhaps reflex. fr. 163: never pl. pro s.
   1 dat.,
   a σφι (enclitic), λιπαρὸν κόσμον Ὀλυμπίᾳ, ὅν σφι Ζεὺς γένει ὤπασεν (Blepsiadai) (O. 8.83) λύρα δέ σφι βρέμεται καὶ ἀοιδά (byz.: σφισι codd.: i. e. τοῖς πρυτάνεσι) (N. 11.7) τέρας δ' ἑὸν εἶπέν σφι (the Cretans) (Pae. 4.40)
   b σφιν, (before vowel, save (N. 6.50) at period end), κέκληνται δέ σφιν ἕδραι i. e. after them (O. 7.76) ἔγειρ' ἐπέων σφιν οἶμον λιγύν (O. 9.47) ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν (P. 1.74) γλῶσσαν ἐπεί σφιν ἀπένεικεν ὑπερποντίαν (P. 5.59) καί σφιν ἐπὶ γλυκεραῖς εὐναῖς ἐρατὰν βάλεν αἰδῶ (P. 9.12) σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν, ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων, ὅσοι γαμβροί σφιν ἦλθον (P. 9.116) παροιχομένων γὰρ ἀνέρων ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν (N. 6.30) ἐπεί σφιν Αἰακίδαι ἔπορον ἔξοχον αἶσαν (N. 6.46) βαρὺ δέ σφιν / νεῖκος Ἀχιλεὺς ἔμπεσε (N. 6.50) ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν πραπίδες (I. 8.30) ἔσχον Δᾶλον, ἐπεί σφιν Ἀπόλλων δῶκεν ὁ χρυσοκόμας Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν (Pae. 5.40) ]παντα σφιν ἔφρα[ς (Pae. 8.86) ]σφιν ἐγειρον[ (Π̆{ac˙}; σπιν Π̆{pc}) Πα. 13. a. 17.
   c σφίσι(ν), εὔφρων ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον λοιπῷ γένει (O. 2.14) ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις ἀγάνορα πλοῦτον ἀνθεῖν σφίσιν (P. 10.18) ἐν φρασὶ πάξαιθ' ὅπως σφίσι μὴ κοίρανος ὀπίσω Μέμνων μόλοι (N. 3.62) οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν ἀεθληταῖς ἀγαθοῖσιν (N. 10.50) λάμπει δὲ σαφὴς ἀρετὰ ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν (I. 1.23) ]σφίσιν μάλα πρᾶξον δικαίως (Pae. 8.11) ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς (v. αὐτός, 1. d.) fr. 163.
   d σφισι(ν), (σφισιν before vowels) enclitic αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν πᾶσαν (O. 7.50) μέλει τέ σφισι Καλλιόπα (O. 10.14) κασίγνητοί σφισιν ἀμφότεροι ἤλυθον (P. 4.124) μετὰ γὰρ κεῖνο πλευσάντων Μινυᾶν, θεόπομποί σφισιν τιμαὶ φύτευθεν (P. 4.69) εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις διαπλέκοις (Tricl.: σφιν codd.: σύ ἱν Maas) (N. 7.98) τέρπονται, παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος Θρ. 7. 7.
   2 σφε enclitic
   a = αὐτούς. τὸ δ' ἐλάσιππον ἔθνος ἐνδυκέως δέκονται θυσίαι- σιν ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι (P. 5.86) πίσω σφε Δίρκας ἁγνὸν ὕδωρ (I. 6.74)
   b = αὐτά· τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον (the harness of the victorious chariot) (P. 5.39)

Greek Monotonic

σφε:I. 1. εγκλιτ. αιτ. αρσ. και θηλ. του σφεῖς = αὐτούς, αὐτάς, αυτούς, αυτές, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Σοφ.
2. ως αιτ. δυϊκ., αὐτώ, αὐτά, σε Όμηρ.
3. αιτ. πληθ. ουδ., αὐτά, σε Θεόκρ.
II. ως αιτ. ενικ. του ἵ = αὐτόν, αὐτήν, αυτόν, αυτήν, σε Ηρόδ., Τραγ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφε acc. van σφεῖς.

English (Woodhouse)

him

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)