παράφορος

From LSJ
Revision as of 15:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράφορος Medium diacritics: παράφορος Low diacritics: παράφορος Capitals: ΠΑΡΑΦΟΡΟΣ
Transliteration A: paráphoros Transliteration B: paraphoros Transliteration C: paraforos Beta Code: para/foros

English (LSJ)

ον, (παραφέρω)    A borne aside, carried away, οὕτω π. πρὸς δόξαν Plu.Them.3 ; of a bandage, liable to slip, Hp.Art. 4; of a shot, deviating from its course, Ph.Bel.80.9,al.; glancing off an obstacle, ib.84.16.    2 reeling, staggering, στείχειν π. ποδί E.Hec. 1050 ; δρόμοι π. Plu.2.501d ; παράφορον βαδίζειν, of a drunkard, Luc.Vit. Auct. 12 ; τὸ π. τῶν πινόντων Corn.ND30 : c. inf., σπείρειν π. ὁ μεθύων unsteady for sowing seed, Pl.Lg.775d.    3 c. gen., wandering away from, παράφορος ξυνέσεως deranged, Id.Sph.228d : abs., mad, frenzicd, μῦθοι ἀπίθανοι καὶ π. Plu.Art.1 ; simply, misled, prob. in Teles p.9 H. (-φρονοι codd. Stob.) : neut. as Adv., of a madman, παράφορον δέρκεσθαι, ἀναβοᾶν, Luc.Fug.19, Am.13.    II Act., confusing, γνάμης Hp.Prorrh.1.36.    III παράφορον, τό, a kind of alumina, Plin.HN35.184.

German (Pape)

[Seite 506] vom rechten Wege seitab geführt, fortgerissen, abirrend, παραφόρου ξυνέσεως γιγνομένης ψυχῆς, Plat. Soph. 228 c, u. ibd. παράφορα αὐτοῦ γίγνεται καὶ ἀποτυγχάνει; bes. verrückt, wahnsinnig, ἐμμανές τι καὶ παρ. ἀναβοήσας, Luc. amor. 13; παράφορόν τι δεδορκότες, Fugit. 19, wie ein Verrückter aus den Augen sehen; Plut. u. a. Sp.; übertr., παρ. πρὸς δόξαν, Plut. Them. 3; καὶ καταγέλαστα διαμυθολογεῖσθαι, Unsinniges, Artax. 1; auch = irrend, wankend, taumelnd, σπείρειν παράφορος ἅμα καὶ κακὸς ὁ μεθύων, Plat. Legg. VI, 775 d; neben μεθύων Luc. V. Hist. 1, 8; vgl. noch Eur. τυφλῷ στείχοντα παραφόρῳ ποδί, Hec. 1050; παράφορον βαδίζειν, vom unsicheren, unbehülflichen Gange dessen, der die Füße schleppt, Jac. Philostr. Imagg. 690.

Greek (Liddell-Scott)

παράφορος: -ον, (παραφέρω) ὁ παραφερόμενος, οὕτω παρ. πρὸς δόξαν Πλουτ. Θεμιστ. 3· ἐπὶ ἐπιδέσμου, ὁ δυνάμενος νὰ διολισθήσῃ, να ἐκφύγῃ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791. 2) ὁ πλανώμενος, περιδινούμενος, σφαλόμενος, κλονούμενος, στείχειν π. ποδὶ Εὐρ. Ἑκ. 1050· π. δρόμοι Πλούτ. 2. 501D· παράφορον βαδίζειν, ἐπὶ μεθύσου, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 12· μετ’ ἀπαρ., σπείρειν οὖν παράφορος ὁ μεθύων, ἐπὶ παιδουργίας, Πλάτ. Νόμ. 775D. 3) μετὰ γεν., ὁ πλανώμενος μακρὰν ἀπό τινος, παράφορος ξυνέσεως, παράφρων, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 228D· - ἀπολ., παράφρων, μανικός, μῦθοι ἀπίθανοι καὶ π. Πλουτ. Ἀρτοξ. 1· - Ἐπίρρ. -ρως, Ρήτορες (Walz) 1. 552· οὕτω κατ’ οὐδέτ., ἐπὶ μανικοῦ, παράφορον δέρκεσθαι, ἀναβοᾶν Λουκ. Δραπέτ. 19, Ἔρωτες 13. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων ταραχήν, διατάραξιν φρενῶν, σύγχυσιν, παραφροσύνην, γνώμης Ἱππ. Προρρ. 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se porte hors de, qui s’écarte : παράφοροι δρόμοι PLUT courses vagabondes ; παράφορος πρὸς δόξαν PLUT qui se laisse emporter à la recherche de la gloire;
2 qui vacille, chancelant : παράφορον βαδίζειν LUC avoir une démarche chancelante ; παράφορον βλέπειν LUC avoir les yeux hagards, le regard effaré ; fig. qui a l’esprit dérangé.
Étymologie: παραφέρω.

Greek Monolingual

-η, -ο / παράφορος, -ον, ΝΑ παραφέρω
αυτός που φέρεται, που κινείται κοντά σε κάτι με σφοδρότητα, σφοδρός, ορμητικός (α. «παράφορος έρωτας
β. «παράφορος πρὸς δόξαν», Πλούτ.)
νεοελλ.
αυτός που παραφέρεται, που εξάπτεται εύκολα, ευερέθιστος, ασυγκράτητος ευέξαπτος
αρχ.
1. αυτός που εκτρέπεται από τον ευθύ δρόμο, που παρασύρεται μακριά, που περιπλανιέται
2. (για βέλος, ακόντιο κ.λπ.) αυτός που παρεκκλίνει από την κατεύθυνση του
3. τρελός, εξωφρενικός («μῡθοι ἀπίθανοι καὶ παράφοροι», Πλούτ.)
4. αυτός που κλονίζεται, ασταθής («παραφόρῳ ποδί», Ευρ.)
5. φρ. α) «παραφορον βαδίζειν»
(για μεθυσμένο) παραπαίω, τρικλίζω
β) «το παράφορον τῶν πινόντων» — το τρίκλισμα τών μεθυσμένων
6. (για επίδεσμο) επισφαλής, αυτός που μπορεί να ξεφύγει, να διαφύγει
7. αυτός που συγχέει, που ταράζει («παράφορον γνώμης»)
8. το ουδ. ως ουσ. τὸ παράφορον
είδος φυτού
9. (το ουδ. ως επίρρ.) παράφορον
α) παράφορα, μανιακά
β) σφοδρά, ορμητικά, ασυγκράτητα.
επίρρ...
παράφορα / παραφόρως ΝΑ
1. σφοδρά, ορμητικά, ασυγκράτητα
2. εξωφρενικά, τρελά.

Greek Monotonic

παράφορος: -ον (παραφέρομαι)·
1. αυτός που παραφέρεται, παρεκτρέπεται, σε Πλούτ.
2. περιπλανώμενος, που παραπαίει, που τρικλίζει, σε Ευρ., Λουκ.
3. τρελός, αλλόφρων, σε Πλούτ., Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράφορος -ον [παραφέρω] erlangs gaand, afglijdend:; αὗται αἱ ἐπιδέσιες παράφοροί εἰσι die bandages hebben de neiging af te glijden Hp. Art. 14; overdr.:; παραφόρου ξυνέσεως γιγνομένης als inzicht de plank misslaat Plat. Sph. 228d; met gen.: παράφορα αὐτοῦ γίγνηται zij missen het (doel) Plat. Sph. 228c. wankel, wankelend:; στείχειν παραφόρῳ ποδί met onvaste tred lopen Eur. Hec. 1050; overdr.:; σπείρειν... παράφορος... ὁ μεθύων wie dronken is, is wankel in het zaaien Plat. Lg. 775d; λέγεται... παράφορος πρὸς δόξαν εἶναι men zegt dat hij bezeten was van roem Plut. Them. 3.4; μύθων ἀπιθάνων καὶ παραφόρων van ongeloofwaardige en dwaze verhalen Plut. Art. 1.4; als acc. v. h. inw. obj.: παράφορον δεδορκότες verward kijkend Luc. 56.19. verwarring brengend. Hp.

Russian (Dvoretsky)

παράφορος:
1) влекомый (πρὸς δόξαν Plut.);
2) блуждающий, нетвердый (πούς Eur.; δρόμοι Plut.);
3) отклоняющийся, бьющий мимо (σκοποῦ Plat.);
4) расстроенный, помешанный: π. τῆς ξυνέσεως Plat. лишившийся рассудка.

Middle Liddell

παράφορος, ον, [παραφέρομαι]
1. borne aside, carried away, Plut.
2. wandering, reeling, staggering, Eur., Luc.
3. mad, frenzied, Plut., Luc.

English (Woodhouse)

reeling

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)