ἔξωθεν
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
rarely ἔξωθε Diog.Oen.18, Adv., (ἔξω) A from without or abroad, ἔ. εἴσω A.Th.560, cf.Pl.Plt.293d, etc.; ἔ. εἰστρέχειν Men.Sam. 37. II = ἔξω, Hdt.1.70, Pl.Ti.33c, etc.; οἱ ἔ. those outside, Hdt. 9.5, etc. (but heathen in 1 Ep.Ti.3.7); οἱ ἔ. περιεστηκότες Aeschin.2.5; τὰ ἔ. matters outside the house, opp. τἄνδον, A.Th.201, cf. E.El. 74, etc.; αἱ ἔ. πόλεις foreign states, Pl.Plt.307e; οἱ ἔ. λόγοι foreign to the subject, D.18.9; ἀκαταξέστους ἐκ τοῦ ἔ. IG12.372.61. b c. gen., ἐντὸς ἢ ἔ. δόμων; E.Med.1312; ἔ. ὅπλων συγκαθήμενοι X.An. 5.7.24; free from, ξυμφορᾶς S.El.1449; δειμάτων E.HF723. c c. gen., besides, apart from, Gal.6.409, 16.502. III Gramm., ἔ. προσλαμβάνειν supply or understand a word, A.D.Synt.107.3; προσνεῖμαι ib.92.1; ὑπακούεσθαι ib.22.21. 2 initially, Id.Pron.58.5, al.; finally, ib.60.6,al.
German (Pape)
[Seite 890] 1) von außen her, aus der Fremde; ἔξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεται Aesch. Spt. 542; εἰσελθεῖν Plat. Parm. 127 d u. A. häufig. – 2) = ἔξω, außen, außerhalb; ξυμφορᾶς γὰρ ἂν ἔξ. εἴην Soph. El. 1144; οἱ δειμάτων ἔξ., außer Furcht, Eur. Herc. fur. 723; συγκαθήμενοι ἔξ. τῶν ὅπλων Xen. An. 5, 7, 21; οἱ ἔξωθεν, die außerhalb, Her. 9, 5; αἱ ἔξ. πόλεις Plat. Polit. 307 e u. sonst; τὰ ἔξ. im Ggstz von τἄνδον, τἂν δόμοις Aesch. Spt. 201; Eur. El. 74; Xen. oec. 7, 22; οἱ ἔξ. λόγοι, die nicht zur Sache gehören, Dem. 18, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξωθεν: Ἐπίρρ. (ἔξω) ὡς καὶ νῦν, ἔξωθεν εἴσω Αἰσχύλ. Θήβ. 560· συχνὸν παρὰ τοῖς Τραγ., Πλάτ. κλ.· - μετὰ γεν., ἔξωθεν δόμων Εὐρ. Μήδ. 1312. ΙΙ. πολλάκις = τῷ ἔξω, Ἡρόδ. 1. 70., Πλάτ. κλ.· οἱ ἔξωθεν, οἱ ξένοι, Ἡρόδ. 9. 5, καὶ Ἀττ.· τά ἔξωθεν, ἐκτὸς τῆς οἰκίας συμβαίνοντα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔνδον, Αἰσχύλ. Θήβ. 201, Εὐρ. Ἠλ. 74, κλ.· οἴκοι τε πρὸς ἅπαντας οὕτως ὁμιλοῦντες, καὶ πρὸς τὰς ἔξωθεν πόλεις ὡσαύτως, κτλ., Πλάτ. Πολιτ. 307Ε· οἱ ἔξ. λόγοι, ξένοι ὡς πρὸς τὴν ὑπόθεσιν, Δημ. 228. 11· - μετὰ γεν., ἔξ. ὅπλων καθήμενοι Ξεν. Ἀν. 5. 7, 24· ξένος ἢ μετέχων τινός, ξυμφορᾶς γὰρ ἂν ἔξωθεν εἴην Σοφ. Ἠλ. 1449· δειμάτων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 723. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ., ἔξωθεν λαμβάνειν, ὑπονοεῖν, ἐξυπακούειν λέξιν τινὰ ἔξωθεν, Λατ. subaudire.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
1 du dehors : ἔξωθεν δόμων EUR du dehors de la maison;
2 au dehors (hors de la maison, de la cité, de la patrie) : τὰ ἔξωθεν les choses du dehors, ce qui se passe hors de la maison ; οἱ ἔξωθεν ceux du dehors, les étrangers ; οἱ ἔξωθεν λόγοι DÉM discours hors de la question ; avec un gén. hors de, sans ; fig. ἔξωθεν ξυμφορᾶς SOPH hors de l’infortune.
Étymologie: ἔξω, -θεν.
English (Strong)
from ἔξω; external(-ly): out(-side, -ward, - wardly), (from) without.
English (Thayer)
adverb (from ἔξω, opposed to ἔσωθεν from ἔσω; cf. ἄνωθεν, πόρρωθεν), from without, outward (cf. Winer's Grammar, 472 (440));
1. adverbially: (outwardly), τό ἔξωθεν, the outside, the exterior, ἐκβάλλειν ἔξωθεν (for R G ἔξω), L T Tr WH; οἱ ἔξωθεν for οἱ ἔξω, those who do not belong to the Christian church, WH marginal reading and under the word ἔξω, 1a.); ὁ ἔξωθεν κόσμος the outward adorning, Winer's Grammar, § 54,6): Rbez elz G L T Tr WH; ἔξω).
Greek Monolingual
(AM ἔξωθεν)
επίρρ. αυτός που έρχεται ή προέρχεται από έξω («ο έξωθεν κίνδυνος»)
μσν.- νεοελλ.
φρ. «ή έξωθεν καλή μαρτυρία»
(κυρίως για κληρικούς) η εκτίμηση της κοινής γνώμης, η υπόληψη του κόσμου
αρχ.-μσν.
1. έξω (α. «ἄς ἔλθωσιν οἱ ἅπαντες ἔξωθεν εἰς τὸν κάμπον», Διγ.
β. «ὁρατὸν γὰρ οὐδὲν ὑπελείπετο ἔξωθεν», Πλάτ.)
2. στο έξω μέρος
3. από αλλού, από άλλη πηγή
4. (με το άρθρο ως επίθ.) οἱ ἔξωθεν
οι ξένοι, οι αλλοδαποί
αρχ.
1. (με γεν.) απαλλαγμένος, ελεύθερος από κάποιον ή κάτι («δειμάτων ἔξωθεν»)
2. αρχικά, κατ' αρχήν
3. τελικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + -θεν (κατάληξη που δηλώνει απομάκρυνση, πρβλ. εκεί-θεν, εντεύ-θεν)].
Greek Monotonic
ἔξωθεν: επίρρ. (ἔξω),
I. απ' έξω, σε Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.· με γεν., ἔξ. δόμων, έξω από το σπίτι, σε Ευρ.
II. = ἔξω, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· οἱ ἔξωθεν, οι ξένοι, σε Ηρόδ.· τὰ ἔξωθεν, υποθέσεις, γεγονότα εκτός σπιτιού, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με γεν., χωρίς, ελεύθερος από, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἔξωθεν:
I adv.
1) извне, снаружи (ἐπιφαίνεσθαι Thuc.; εἰσελθεῖν Plat.; πολιτεῖαι λύονται ἔ. Arst.);
2) вне, снаружи (ὁ ἔ. ἀνήρ Arst.): αἱ ἔ. πόλεις Plat. иноземные государства; οἱ ἔ. Her. посторонние лица, Plut. иноземцы, NT язычники; οἱ ἔ. λόγοι Dem., Arst. не относящиеся к делу слова; τὰ ἔ. Aesch., Eur., Xen., Arst. внешние дела или обстоятельства.
II praep. cum gen. вне (δόμων Eur.; ἔ. τοῦ ὑγροῦ μένειν Arst.): συμφορᾶς ἂν ἔ. εἴην Soph. (это) несчастье не коснулось бы меня; ἔ. τῶν ὅπλων Xen. впереди (сложенного) оружия, т. е. впереди лагеря; ὁ δειμάτων ἔ. Eur. не питающий опасений.
Middle Liddell
[ἔξω]
I. from without, Trag., Plat., etc.:— c. gen., ἔξ. δόμων from without the house, Eur.
II. = ἔξω, Hdt., Plat., etc.; οἱ ἔξωθεν foreigners, Hdt.; τὰ ἔξωθεν matters outside the house, Aesch., etc.:—c. gen. without, free from, Soph., Eur.
Chinese
原文音譯:œxwqen 誒克所田
詞類次數:副詞(11)
原文字根:出去 安置 相當於: (ἀναπέμπω) (חוּץ)
字義溯源:外面的,從外面,向外地,外,外有;源自(ἔξω)=外),而 (ἔξω)出自(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出,從)
出現次數:總共(12);太(3);可(2);路(2);林後(1);提前(1);彼前(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 外面(6) 太23:25; 太23:27; 太23:28; 路11:39; 路11:40; 提前3:7;
2) 外(2) 啓11:2; 啓11:2;
3) 凡從⋯外面(1) 可7:15;
4) 外有(1) 林後7:5;
5) 從外面(1) 可7:18;
6) 外面的(1) 彼前3:3
English (Woodhouse)
outside, free from, from abroad, from outside, from the outside, from without