πάτριος
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
α, ον, Lyr. and Trag.; also ος, ον E.Hel.222, and Att. Com., Prose (exc. And.3.27), and Inscrr. (so elsewhere, SIG539A 14 (Delph., iii B.C.), 558.21 (Ithaca, iii B.C.), etc.) : (πατήρ) :—A of one's father or belonging to one's father, ἄρουρα Pi.O.2.14; ὄσσα ib.6.62; γῆ S.Ant. 806 (lyr.), E.Med. 651 (lyr.); χθών Id.Hel.222; τεύχεα, δώματα, S.Ph. 398 (lyr.), OT1394. II = πατρικός, derived from one's fathers, hereditary, οἱ π. θεοί Hdt.1.172, Sammelb.6664.5 (Egypt, ii B.C.), IG7.2713.51 (i A.D.); πάτριος θεά Milet. 7.64 (ii/iii A.D.); αἱ π. τελεταί Ar.Ra.368; ἱερά Th. 2.16; νόμοι Id.4.118, Decr. ap. Arist.Ath. 29.3, X.HG2.3.2; θυσίαι Isoc.10.63, IG22.780, etc.; πάτριος πολιτεία Thrasym. 1,Arist.Ath. 34.3, D.S.14.3, etc.; π. ἀρχαί X.Cyr. 1.1.4, cf. Arist.Pol. 1285a24,33; αἱ τιμαὶ αἱ π. Isoc.9.32; π. καὶ ἀρχαῖα νόμιμα Pl.Lg. 793b; τὸν π. ὅρκον PPetr. 3p.163 (iii B.C.); πατριωτέρα ἡγεμονία more ancient, Isoc.4.37; πάτριόν ἐστιν (sc. αὐτοῖς) it is an hereditary custom [among them], Ar.Ec.778, cf. Th. 1.123, X.HG7.1.3, SIG695.16 (Magn. Mae., ii B.C.), etc.; οὐ γὰρ π. τᾷ Σπάρτᾳ Tyrt. 15.6; οὐκ ἦν ταῦτα τοῖς τότε Ἀθηναίοις πάτρια D.18.203, cf. Pl.Hp.Ma. 284b; τάδε π. Ὀλβιοπολίταις καὶ Μιλησίοις, in a treaty, SIG286.1 (iv B.C.); τὰ πάτρια ancestral customs, κατὰ τὰ πάτρια IG12.76.4, Ar.Ach. 1000, Th.2.2, etc.; παρὰ τὰ πάτρια Pl.Plt. 296c; ποιεῖν πρὸς τὴν πόλιν τὰ πάτρια to serve the state as our fathers before us, Isoc.4.31 : less freq. in sg., τὸ πάτριον παρείς neglecting the inherited constitution, Th.4.86. Adv., πατρίως Ἰουδαίοις according to the custom of their fathers, J.BJ 1.24.2; πάτριον καλούμενον in their native language, ib.5.2.1, cf. Lyd.Mens. 4.64; v. πατρῷος sub fin. III Subst. πάτριος, ὁ, uncle, BSA 17.240 (Pamphyl.).
German (Pape)
[Seite 535] bei den Att. häufig zweier Endgn, den Vätern oder Vorfahren gehörig, von ihnen herrührend, überkommen (vgl. πατρῷος u. πατρικός); ἄρουρα, Pind. Ol. 2, 16 (wie Ar. Ran. 1533); ὁδός, N. 2, 6; τὰ πάτρια λόγῳ παλαιὰ δώματα, Soph. O. R. 1394; γῆ, Ant. 806; Eur. Med. 653 u. öfter; θαλάμοις πατρίοις, Ion 477; ἔδοξε τοῖσι πατρίοισι μοῦνον χρᾶσθαι θεοῖσι, Her. 1, 172, πατρία εἰρήνη, Andoc. 3, 27; πατρίους ἀρχάς, Xen. Cyr. 1, 1, 4; πάτρια καὶ παντάπασιν ἀρχαῖα νόμιμα, Plat. Legg. VII, 793 b, u. öfter so von alten Einrichtungen, von den Vätern überkommene Stamm- oder Landessitten; κατὰ τὰ πάτρια, Ar. Ach. 1000, κατὰ τὰ πάτρια τῶν Βοιωτῶν, Thuc. 2, 2, u. A.; auch im compar., ἡγεμονία πατριωτέρα, Isocr. 3, 37. – Bes. πάτριόν ἐστί τινι, Plat. Hipp. mai. 284 b, wie Thuc. 1, 123 u. Pol. 3, 15, 7; Plut. Camill. 29. – Adv., nach väterlicher Sitte, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
πάτριος: -α, -ον, Τραγ· ἀλλὰ καὶ ος, ον, Εὐρ. Ἑλ. 222, καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. Πεζογράφοις· ἀλλ’ ἴδε Ἀνδοκ. 26. 45· (πατήρ)· - ὁ ἀνήκων εἰς τὸν πατέρα τινός, ὁ τοῦ πατρός, Λατ. patrius. ἄρουρα Πινδ. Ο. 2. 26. ὄσσα αὐτόθι 6. 106· γῆ, χθών, Σοφ. Ἀντ. 106, Εὐρ. Μήδ. 651, Ἑλ. 222, κτλ,· τεύχεα, δώματα Σοφ. Φ. 398, Ο. Τ. 1394. ΙΙ. = πατρικός, ὁ ἐκ τῶν προγόνων παραληφθείς, κληρονομικός, οἱ π. θεοὶ Ἡρόδ. 1. 172, Συλλ. Ἐπιγρ. 1104. 11· αἱ π. τελεταὶ Ἀριστοφ. Βάτρ. 367· ἱερὰ Θουκ. 2. 16· νόμοι ὁ αὐτ. 4. 118· θυσίαι Ἰσοκρ. 218D, Πλάτ. αἱ π. ἀρχαὶ Ξενοφ. Κύρ. 1. 1, 4, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3, 14, 11 καὶ 12· αἱ τιμαὶ αἱ π. Ἰσοκρ. 195Α· π. καὶ ἀρχαῖα νόμιμα Πλάτ. Νόμ. 793Β πατριωτέρα ἡγεμονία, ἀρχαιοτέρα, Ἰσοκρ. 48Α· - πάτριόν ἐστιν αὐτοῖς, εἶναι κληρονομικὸν δικαίωμα παρ’ αὐτοῖς, ἀρχαία συνήθεια ἐκ τῶν προγόνων, Ἀριστοφάν. Ἐκκλ. 778, πρβλ. Θουκ. 1. 123, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 3· π. Σπάρτης Τυρταῖ. 12· οὐκ ἦν ταῦτα τοῖς τότε Ἀθηναίοις πάτρια Δημ. 295. 24· - τὰ πάτρια, Λατ. instituta majorum (ἐν ᾧ τά πατρῷα, σημαίνει τὴν πατρικὴν κληρονομίαν), κατὰ τὰ πάτρια Ἀριστοφάν. Ἀχ. 1000, Θουκ. 2. 2, κτλ· ἀντίθετ. τῷ παρὰ τὰ π. Πλάτ. Πολιτικ. 296C· ποιῶ πρὸς τὴν πόλιν τὰ πάτρια, ὑπηρετῶ τὴν πόλιν ὡς ὑπηρέτουν οἱ πατέρες ἡμῶν πρὸ ἡμῶν, Ἰσοκρ. 46 Ε· σπανιώτερον καθ’ ἑνικ., τὸ πάτριον παρείς, παραμελήσας τὸν κανόνα τῶν πατέρων ἡμῶν, Θουκ. 4. 86. - Ἐπίρρ. πατρίως Ἰουδαίοις, κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν πατέρων αὐτῶν, Ἰωσήπ. Πόλ. 1. 24, 2. π. καλούμενον, ἐν τῇ ἐπιχωρίῳ αὐτῶν γλώσσῃ, 5. 2, 1. - Ἴδε πατρῷος ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
η ou α, ον :
1 du père;
2 des pères, des ancêtres : τὸ πάτριον THC la règle ou la coutume des ancêtres ; τὰ πάτρια les coutumes, les institutions, les lois des ancêtres ; πάτριόν ἐστι c’est une coutume qui a passé des pères aux enfants de, etc.
Cp. πατριώτερος, qui provient plutôt des ancêtres, plus ancien.
Étymologie: πατήρ.
English (Slater)
πάτριος
a of one's father ἀντεφθέγξατο δ' ἀρτιεπὴς πατρία ὄσσα (O. 6.62)
b of one's fathers, ancestral ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον λοιπῷ γένει (O. 2.14) πατρίαν εἴπερ καθ' ὁδόν νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις (N. 2.6) φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα καὶ δεινὰν στάσιν πατρίων οἴκων ἀπό τ' Ἀργεος (Er. Schmid: πατρώων codd.) (N. 9.14) ]ι πόλιν πᾰτρίαν (Snell: πατρωίαν papyri, in una Π post πόλιν positum) (Pae. 6.178)
Greek Monolingual
-α, -ο / πάτριος, -ία, -ον και πάτριος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που προέρχεται από τους πατέρες, από τους προγόνους, κληρονομικός, πατροπαράδοτος (α. «πάτριοι νόμοι» β. «πάτριοι θεοί»)
2. αυτός που ανήκει στον πατέρα ή στους πατέρες, στους προγόνους («ἄρουραν πατρίαν», Πίνδ.)
νεοελλ.-αρχ.
(ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.) τὰ πάτρια
τα πατροπαράδοτα, το σύνολον τών ηθών, εθίμων, πεποιθήσεων, ιδεών που έχουν παραδοθεί από τους προγόνους
αρχ.
1. «πάτριόν ἐστι τινί τι» είναι έθιμο, αρχή, συνήθεια σε κάποιον, είναι πατροπαράδοτο
2. (σπαν. ο εν. του ουδ. ως ουσ.) τὸ πάτριον
η αρχή, ο κανόνας που ακολουθούσαν οι πατέρες, η πατροπαράδοτη τακτική
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ πάτριος
ο αδελφός του πατέρα, ο θείος.
επίρρ...
πατρίως ΜΑ
1. σύμφωνα με τα πάτρια, με τις πατροπαράδοτες αρχές και συνήθειες
2. στην ιθαγενή, στην επιχώρια γλώσσα κάποιου («πατρίως καλούμενον», Ιώσηπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός. Το επίθ. αντιστοιχεί με το λατ. patrius και το αρχ. ινδ. pitrija- (βλ. και λ. πατρώος)].
Greek Monotonic
πάτριος: -α, -ον και -ος, -ον (πατήρ)·
I. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον πατέρα κάποιου, Λατ. patrius, σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.
II. = πατρικός, προερχόμενος, κληρονομικός, οἱ πάτριοι θεοί, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· τὰ πάτρια, Λατ. instituta majorum, κατά τὰ πάτρια, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· σπανίως στον ενικ., τὸπάτριον παρείς, παραμελώντας τις αρχές των προγόνων μας, σε Θουκ.· πρβλ. πατρῷος.
Russian (Dvoretsky)
πάτριος: и
1) отцовский, отчий (ἄρουρα Pind.; τεύχεα Soph.; χθών Eur.);
2) унаследованный от отцов, наследственный, (пра)дедовский (θεοί Her.; νόμοι Thuc.): οὐ πάτριον τοῦτ᾽ ἐστιν Arph. нет (у нас) такого обычая - см. тж. πάτρια и πάτριον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάτριος -ον in Att. proza en kom., f. ook -α in lyr. en trag. [πατήρ] van vader, vader-. erfelijk, traditioneel:; οἱ πάτριοι θεοί de traditionele goden Hdt. 1.172.2; οὐ γὰρ πάτριον τοῦτ ’ ἐστίν dat is niet de traditie Aristoph. Eccl. 778; πάτριον... ὑμῖν ἐκ τῶν πόνων τὰς ἀρετὰς κτᾶσθαι jullie hebben de traditie jullie voortreffelijkheid te verwerven uit harde arbeid Thuc. 1.123; subst. τὰ πάτρια de traditie:. κατὰ τὰ πάτρια volgens de oude gebruiken Aristoph. Ach. 1000.
Middle Liddell
πάτριος, η, ον πατήρ
I. of or belonging to one's father, Lat. patrius, Pind., Soph., etc.
II. = πατρικός, derived from one's fathers, hereditary, οἱ π. θεοί Hdt., Ar., etc.: —τὰ πάτρια, Lat. instituta majorum, κατὰ τὰ πάτρια Ar., Thuc., etc.; rarely in sg., τὸ πάτριον παρείς neglecting the rule of our fathers, Thuc. Cf. πατρῷος.