αὐδή

Revision as of 09:34, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

English (LSJ)

Dor. αὐδά, ἡ, A human voice, speech (but distinguished from φωνή, Stoic. 2.44), μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐ. Il.1.249. 2 generally, sound or twang of the bow-string, καλὸν ἄεισε χελιδόνι εἰκέλη αὐδήν Od.21.411; of a trumpet, E.Rh.989; of the τέττιξ, Hes.Sc.396; of the sound emitted by the statue of Memnon, Epigr.Gr.990.7 (Balbilla). II report, account, ἔργων ἀΐοντες αὐδήν S.OC240 (lyr.), cf. E.Supp.600 (lyr.), Hipp.567. 2 oracle, Id.IT976. 3 song, ode, Pi.N.9.4. (Cf. Skt. vadati 'speaks', v. ἀείδω.)

Greek (Liddell-Scott)

αὐδή: Δωρ. αὐδά, ἡ, ἀνθρωπίνη φωνή, λαλιά, ὁμιλία, ἀντίθετον τῷ ὀμφή, μέλιτος γλυκείων ῥέεν αὐδὴ Ἰλ. Α. 249· πρβλ. αὐδήεις. 2) ὁ ἦχος ἢ ἡ κλαγὴ τῆς νευρᾶς τοῦ τόξου, πειρήσατο νευρῆς· ἡ δ’ ὑπὸ καλὸν ἄεισε, χελιδόνι εἰκέλη αὐδὴν Ὀδ. Φ. 411· ὡσαύτωςἦχος τῆς σάλπιγγος, Εὐρ. Ρῆσ. 989· περὶ τοῦ τέττιγος Ἡσ. Ἀποσπ. 396: - ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν ἐξέπεμπε τὸ ἄγαλμα τοῦ Μέμνονος, Ἐπιγραμμ. Ἑλλ. 990. 7· πρβλ. αὐδάω 1. 5. ΙΙ. λόγος, φήμη, ἔργων ἀΐοντες αὐδὴν Σοφ. Ο. Κ. 240, πρβλ. Εὐρ. Ἱκ. 600, Ἱππ. 567. 2) χρησμός, Εὐρ. Ι. Τ. 976. 3) αὐδά τινος, ἆσμα ἢ ὕμνος πρὸς τιμήν τινος, Πινδ. Ν. 9. 10. (Πρβλ. Σανσκρ. vad (διαλέγεσθαι), ἴδε ἐν λ. ἀείδω· - τὸ δὲ va ἢ Fa πάσχει μετάθεσιν γραμμάτων ὡς ἐν τοῖς αὔξομαι, αὔρα, ἐκ τοῦ Σανσκρ. va (πνέω).)

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
bruit :
I. voix humaine, particul. son de la voix ; parole ; particul.
1 récit;
2 bruit, rumeur;
3 oracle;
II. bruit aigu ou sonore, particul.
1 cri;
2 bruit d’une corde d’arc, d’une trompette.
Étymologie: R. Ὑδ résonner ; cf. ἀείδω.

English (Autenrieth)

ῆς: voice, properly the human voice with reference to its pleasing effects; τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή, of Nestor as orator, Il. 1.249; θεοῖς ἐναλίγκιος αὐδήν, Phemius, the minstrel, Od. 1.371; said of a bird, ἣ δ (the bowstring) ὑπὸ κᾶλὸν ἄεισε, χελῖδόνι εἰκέλη αὐδήν, Od. 21.411.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Alolema(s): eol. αὔδα Sapph.1.6, Balbill.28.7; dór. αὐδά A.Pers.575, 942, A.245, Pi.N.9.4, E.Io 1446, Supp.600
I humana o divina
1 voz Ταλθύβιος δὲ θεῷ ἐναλίγκιος αὐδήν Il.19.250, cf. 4.430, 19.418, θεοῦ δέ τιν' ἔκλυον αὐδήν Od.14.89, ἐν δ' ἀνθρώπου θέμεν αὐδήν Hes.Op.61, μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή Il.1.249, cf. Hes.Th.39, 97, τὰς ἐμὰς αὔδας ἀίοισα πήλοι Sapph.1.6, αὐδῇ δ' αὐτίκ' ἔξεστιν μαθεῖν S.OC 323, cf. E.Hipp.567, Theoc.21.21, A.R.3.458
canto ἐνέπνευσαν δέ μοι αὐδὴν θέσπιν Hes.Th.31, αὐδὰν μανύει (Χρόμιος) Pi.N.l.c., ἔμελψεν ἁγνᾷ ... αὐδᾷ A.A.244
lamento, clamor τεῖνε τάλαιναν αὐδάν A.Pers.575, ἵετ' αἰανῆ πάνδυρτον ... αὐδάν A.Pers.942, τίν' αὐδὰν ἀύσω, βοάσω; E.Io 1446.
2 según el significado o la intención noticia ἔργων ἀκόντων ἀΐοντες αὐδάν S.OC 240, τίν' αὐδὰν τάνδε προσφέρεις νέαν; E.Supp.600
oráculo αὐδὴν τρίποδος ἐκ χρυσοῦ λακών E.IT 976.
II de anim. e inanimados
1 voz, sonido de animales (τέττιξ) χέει αὐδήν Hes.Sc.396, del carnero αὐδὴν ἀνδρομένην προέηκε κακὸν τέρας A.R.1.257
sonido, rumor ταὶ (las Sirenas) δ' ἄκριτον ἵεσαν αὐδήν A.R.4.911.
2 de inanimados: la cuerda del arco χελιδόνι εἰκέλη αὐδήν Od.21.411, de instrumentos ὑπὸ λιγυρῶν συρίγγων ἵεσαν αὐδήν Hes.Sc.278, σάλπιγγος αὐ. E.Rh.144, 989, χαλκοῦ τ' αὐδὰν χθονίαν τύμπανά τ' ἔλαβε E.Hel.1346, de los Colosos de Memnón ὡς χάλκοιο τυπέντ[ο] ς ἴη Μέμνων ... αὔδαν ὀξύτονον Balbill.l.c., cf. Col.Memn.93.4 (I d.C.), 101.5.
• Etimología: v. ᾄδω.

Greek Monolingual

αὐδή, η (Α)
1. ομιλία, ανθρώπινη φωνή
2. (για το τόξο, τη σάλπιγγα, τον τζίτζικα) ήχος, τριγμός, κλαγγή
3. φήμη, διάδοση
4. άσμα, ωδή
5. φωνή του θεού, χρησμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυδή (βασική σημασία «ανθρώπινη φωνή»), που μαρτυρείται ήδη από τον Όμηρο, χρησιμοποιείται κατ' αντιδιαστολή προς τα φωνή (λ. που επίσης αναφέρεται στη φωνή των ζώων) και φθόγγο. Ο τ. αυδ-ή αποτελεί τη μηδενισμένη βαθμίδα της ινδοευρ. ρίζας a-wed- / -wed- «μιλώ, τραγουδώ» (ο τύπος α-wed- επαυξημένη μορφή της ρίζας wed- με α- προθεματικό). Από την ίδια ρίζα έχουν επίσης σχηματιστεί οι τύποι αηδών (στην εκτεταμένη μορφή αFηδ-), το α(F)είδω, πιθ. το β' συνθετικό του κυρίου ονόματος Ησίοδος (< ίημι + Foδā, Fοδή < wod-, ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας wed-) και, τέλος, τα ύδη, υδέω, ύδω, ύδης (< μηδενισμένη βαθμίδα ud-). Η ερμηνεία των «γλωσσών» του Ησυχίου «γοδόν
γόητα» και «γοδάν
κλαίειν» αντίστοιχα ως Foδόv και Foδάν (< wod-, πρβλ. Foδā) δεν είναι καθολικά αποδεκτή. Επιχειρήθηκε ακόμη η ερμηνεία της σχέσεως αυδή - αείδω με βάση τη λαρυγγική θεωρία, σύμφωνα με την οποία, και κατά το πρότυπο αυγ- / αFεγ- (πρβλ. αύξω, aFέξω), αυδή < 2eu-d- και aFέδω < 2u-ed-. Η υπόθεση αυτή προκαλεί δυσχέρειες σχετικά με την ερμηνεία του αFείδω. Τέλος ο τ. αυδή συσχετίζεται με αρκετούς τύπους άλλων ινδοευρ. γλωσσών, που ανάγονται στη ρίζα wed-, πρβλ. αρχ. ινδ. vadati «μιλάω» με τη μτχ. ud-ita (< ασθενή βαθμίδα ud-), λιθ. vadinu «καλώ, ονομάζω» κ.ά.
ΠΑΡ. αρχ. αυδάζομαι, αυδήεις, αυδώ.
ΣΥΝΘ. άναυδος
αρχ.
έναυδος].

Greek Monotonic

αὐδή: Δωρ. αὐδά, ἡ,
I. 1. ανθρώπινη φωνή, ομιλία, αντίθ. προς το ὀμφή (η θεϊκή φωνή), σε Ομήρ. Ιλ.
2. ήχος ή οξύς ήχος του νεύρου του τόξου, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τη σάλπιγγα, σε Ευρ.· λέγεται για το τζιτζίκι (τέττιξ), σε Ησίοδ.
II. 1. = φήμη, λόγος, φήμη, σε Σοφ., Ευρ.
2. χρησμός, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

αὐδή: дор. αὐδά
1) речь, слова (ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐ. Hom.; οἱ ἀπὸ στόματος ῥέει αὐ. Hes.);
2) звук; голос, пение; звон (νευρῆς Hom.; sc. τέττιγος Hes.; σάλπιγγος Eur.);
3) весть, рассказ (ἔργων Soph.; τῶν ἔσωθεν Eur.);
4) прорицание, предсказание (τρίποδος ἐκ χρυσοῦ Eur.);
5) похвальное слово, прославление (τινος Pind.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: (human) voice, sound, speech (Il.).
Other forms: *οὐδήεσσα is a suggestion of Aristotle for αὐδ., meant as ἐπίγειος; Beekes, Die Spr. 18, 1972, 127f.
Derivatives: αὐδήεις with (human) voice (Il.); denom. verb αὐδάω, aor. αὐδῆσαι talk, speak, speak to (Il.). (Chantr.'s opposition of a god(dess) with a human voice, language as opposed to the language of the gods is wrong. It means having a voice (to speak with), which may be human or beautiful as the context requires; s. Beekes, l.c. 128 n.3.
Origin: IE [Indo-European] [76] *h₂ued- speak
Etymology: Long since derived from a root au̯ed-, seen in ἀείδω, and with long grade in ἀ(Ϝ)ηδ-ών. An o-grade (*h₂uod-, perhaps with loss of the laryngeal: De Saussure's law) would be found in `Ησί-(Ϝ)οδος and in Ϝοδόν (written γοδόν) γόητα and Ϝοδᾶν (written γ-) κλαίειν H. (but Chantr. considers the glosses unreliable). The zero grade was seen in ὑδέω. The problem is that *h₂u-ed- beside *h₂u-ei-d is not easy, and that a long vowel in *h₂u-ed- is also not very probable; there is also discussion whether *h₂ud- gave ὑδ- (Beekes) or αὐδ- (Peters, Lar. 65ff, 72). - Outside Greek *h₂ued- perhaps in Skt. vádati speak, with zero grade ud- in ud-itá-. (Lith. vadinù call, name, however, has *-dʰ-: Winter's law). Long grade e. g. Skt. vāda- m. sound, call, OCS vada calumnia, OHG far-wāʒan deny. Uncertain Toch. A wätk-, B watk- order. - S. ἀηδών, ἀείδω, ὑδέω, οὐδήεσσα.

Middle Liddell


I. the human voice, speech, opp. to ὀμφή (a divine voice), Il.
2. the sound or twang of the bowstring, Od.; of a trumpet, Eur.; of the τέττιξ, Hes.
II. = φήμη, a report, account, Soph., Eur.
2. an oracle, Eur.

Frisk Etymology German

αὐδή: {audḗ}
Grammar: f.
Meaning: menschliche Stimme, Stimme, Laut, Rede (poet. seit Il.).
Derivative: Ableitungen: αὐδήεις ‘mit (menschlicher) Stimme begabt’ (poet. seit Il.); denominatives Verb αὐδάω, Aor. αὐδῆσαι reden, sprechen, einen anreden (vorw. poet. seit Il.) mit der erweiterten Form αὐδάζομαι, -άζω, Aor. αὐδάξασθαι und αὐδάσασθαι ausrufen (Hdt., Kall., Lyk. usw.). — Nebenform äol. αὔδω f. (Sapph.), Neubildung nach den Nomina auf -ώ. — Zur Bedeutung und Gebrauch von αὐδή und Ableitungen s. Fournier Les verbes "dire" 229f.
Etymology: αὐδή geht als Verbalnomen von einer einsilbigen Tiefstufe der Wurzel au̯ed- aus, deren Dehnstufe in ἀ(ϝ)ηδών vorliegen kann und die auch in ἀείδω erscheint, wenngleich die nähere Analyse strittig bleibt. Eine andere einsilbige Wurzelvariante bildet das Hinterglied in Ἡσί-(ϝ)οδος und findet sich noch in ϝοδόν (geschr. γοδόν)· γόητα und ϝοδᾶν (geschr. γ-)· κλαίειν H.; s. noch οὐδήεσσα. Dazu die Schwundstufe in ὑδέω usw. — Dieselbe einsilbige Wurzelform erscheint in aind. vádati sprechen, reden mit der Schwundstufe ud-, z. B. im Ptz. ud-itá-, und in lit. vadinù rufen, nennen; Dehnstufe z. B. aind. vāda- m. Laut, Ruf, aksl. vada calumnia, ahd. far-wāʒan verneinen. Sehr fraglich dagegen toch. A wätk-, B watk- befehlen. — Vgl. s. ἀηδών, ἀείδω, ὑδέω, οὐδήεσσα m. Lit., außerdem WP. 1, 251f., Pok. 76f. m. Lit.
Page 1,184

English (Woodhouse)

flourish of trumpets