κυριεύω
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
A to be lord or master of, πάντων X.Mem.2.6.22, cf. Arist.EN1160b35; τῆς Ἀσίας X.Mem.3.5.11; μυρίων γῆς πήχεων Men.1099, cf. PEleph. 14.14 (iii B.C.), etc.; τῶν γενημάτων PTeb.105.47 (ii B.C.); τῆς θαλάττης Agatharch.5; ὧν ἁ πόλις… κυριεύει IG5(2).510.4 (Arc., ii B.C.); κυριεύειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀνδρός D.S.1.27; σανίδων Phld.Mort.24; νεκρῶν καὶ ζώντων Ep.Rom.14.9; κρατεῖν καὶ κ. PStrassb.14.22 (iii A.D.); gain possession of, seize, ζωγρίᾳ τινῶν Plb.1.7.11, al., cf. Ph.Bel.80.41: later c. acc., τὰ σώματα καὶ τὴν βοῦν κ. PGrenf.1.21.13 (ii B.C.); τοῦ κυριεύοντος τὴν ὅλην οἰκουμένην PMag.Lond.121.838: abs., to be dominant, Chrysipp.Stoic.2.244:—Pass., to be dominated, possessed, ὑπό τινος Arist.Mir.838a10. b Astrol., of planets, κ. τοῦ σχήματος Ptol.Tetr.169, cf. Vett.Val.63.23:—Pass., οἱ -όμενοι τόποι Ptol. Tetr.112. 2 to have legal power to do, c. inf., Lex ap.Aeschin. 1.35. II ὁ κυριεύων (sc. λόγος, wh. is expressed in Arr.Epict.2.19.1), a logical puzzle, Plu.2.615a, Luc.Vit.Auct.22, etc., cf. Stoic. 2.93.
German (Pape)
[Seite 1536] Herr, Eigenthümer von Etwas, κύριος sein, Etwas in seiner Gewalt haben, gebieten über Etwas, auch sich bemächtigen; κυριευέτωσαν οἱ πρόεδροι μέχρι πεντήκοντα δραχμῶν ἐπιγράφειν, sie sollen Macht haben, eine Geldstrafe bis zu 50 Drachmen zu verhängen, Aesch. 1, 36; πάντων Xen. Hem. 2, 6, 22; τῆς Ἀσίας 3, 5, 10; βουλόμενος τῆς εἰσόδου κυριεύειν τῆς εἰς Πελοπόννησον Pol. 4, 6, 6; ἐκυρίευσαν δὲ καὶ λέμβων, sie bemächtigten sich derselben, 2, 11, 14, vgl. ζωγρείᾳ δ' ἐκυρίευσαν πλειόνων ἢ τριακοσίων 1, 7, 11; so auch a. Sp. – Auch pass., τὸν τόπον κυριεύεσθαι ὑπὸ Λευκαδίων Arist. Hirab. 97. – Ο κυριεύων war ein besonderer sophistischer Schluß, Plut. Symp. 1, 1, 5 u. öfter; Luc. vit. auct. 22 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
être maître de, gén. ; abs. avoir plein pouvoir ; ὁ κυριεύων, « le dominant », sorte d'argument sophistique.
Étymologie: κύριος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυριεύω [κύριος] heer en meester zijn, heersen, met gen.:; κυριεύειν τῆς... Ἀσίας πάσης heersen over geheel Azië Xen. Mem. 3.5.11; subst. ὁ κυριεύων (λόγος) de heerser (soort puzzel). Luc. 27.22.
Russian (Dvoretsky)
κῡριεύω:
1) иметь власть, господствовать (πάντων Xen.; νεκρῶν καὶ ζώντων NT): κυριεύεσθαι ὑπό τινος Arst. находиться в чьей-л. власти;
2) получать власть, овладевать (τινός Polyb., Plut.).
Spanish
English (Strong)
from κύριος; to rule: have dominion over, lord, be lord of, exercise lordship over.
English (Thayer)
future κυριεύσω; 1st aorist subjunctive 3rd person singular κυριεύσῃ; (κύριος); to be lord of, to rule over, have dominion over: with the genitive of the object (cf. Buttmann, 169 (147)), οἱ κυριεύοντες, supreme rulers, kings, to exercise influence upon, to have power over: with the genitive of the object, ὁ θάνατος, ἡ ἁμαρτία, 14; ὁ νόμος, Xenophon, Aristotle, Polybius, and following, the Sept. for מָשַׁל (etc.).) (Compare: κατακυριεύω.)
Greek Monolingual
(AM κυριεύω) κύριος
παίρνω κάτι στην κατοχή μου με αγώνα, γίνομαι κύριος, κατακτώ, καταλαμβάνω, καθυποτάσσω κάποιον ή κάτι (α. «ο εχθρός κυρίευσε την πόλη» β. «τούτῳ τῷ τρόπῳ τεττάρων μὲν πλοίων ἐκυρίευσαν», Πολ.)
νεοελλ.
(για πάθος) καταλαμβάνω κάποιον και δεν τον αφήνω, υποδουλώνω, διακατέχω («τον έχει κυριεύσει το κρασί»)
μσν.
1. γίνομαι ισχυρός
2. καταλύω
3. συλλαμβάνω, αιχμαλωτίζω
4. επικρατώ
5. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ κυριεύων
ο κύριος, ο δεσπότης
(μσν. -αρχ.)
1. είμαι κύριος κάποιου, κατέχω, εξουσιάζω κάποιον («ἵνα νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύση», ΚΔ)
2. κυβερνώ, διευθύνω, διοικώ («τὸν τόπον κυριεύεσθαι ὑπὸ Λευκαδίων», Αριστοτ.)
3. έχω νομικώς το δικαίωμα ή τη δύναμη να κάνω κάτι («κυριευέτωσαν οἱ πρόεδροι μέχρι πεντήκοντα δραχμῶν... ἐπιγράφειν», Αισχίν.)
4. (το αρσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ κυριεύων
(ενν. λόγος) σόφισμα του Διοδώρου του Μεγαρικού, σύμφωνα με το οποίο μόνο το αληθινό είναι αληθινό, είτε υπάρχει τώρα είτε πρόκειται να υπάρξει, ενώ το μη αληθινό δεν είναι δυνατό.
Greek Monotonic
κῡριεύω: μέλ. -σω,
1. είμαι κύριος ή άρχοντας ανθρώπων ή χώρας, με γεν., σε Ξεν.
2. έχω έννομη εξουσία να πράξω, με απαρ., παρά Αισχίν.
Greek (Liddell-Scott)
κῡριεύω: (κύριος) εἶμαι κύριος ἢ δεσπότης, πάντων Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 22· τῆς Ἀσίας αὐτόθι 3. 5, 11· μυρίων γῆς πήχεων Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 176· κ. ἡ γυνὴ τοῦ ἀνδρὸς Διόδ. 1. 27· ὡς καὶ νῦν, λαμβάνω εἰς κατοχήν τινα, καταλαμβάνω, κυριεύω, τινὸς Πολύβ. 1. 7, 11, κτλ.· ― Παθ., κυριεύομαι, κατέχομαι, ὑπό τινος Ἀριστ. π. Θαυμασ. 95. 1. 2) ἔχω νομικὴν δύναμιν ἢ ἐξουσίαν νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 5. 36. ΙΙ. ὁ κυριεύων, λογικὸν σόφισμα, Πλούτ. 2. 133Β., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 1. Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 22, κτλ.· πρβλ. Menag. εἰς Διογ. Λ. 2. 108.
Middle Liddell
κῡριεύω, fut. -σω
1. to be lord or master of people orof a country, c. gen., Xen.
2. to have legal power to do, c. inf., ap. Aeschin. [from κύ¯ριος]
Chinese
原文音譯:kurieÚw 去里由哦
詞類次數:動詞(7)
原文字根:認可 相當於: (מָשַׁל)
字義溯源:治理,作主,主之(主的),轄管,管理,管;源自(κύριος)=主,主宰);而 (κύριος)出自(κυριότης)X*=至高)。這字的字義:作主人來治理。保羅提醒信徒說,我們不在律法之下,乃在恩典之下,所以罪沒有權力作我們的主,不能來治理我們( 羅6:14)。並且基督死了,又活了,而作主;作死人和活人的主( 羅14:9)
出現次數:總共(7);路(1);羅(4);林後(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 作⋯主(2) 羅6:9; 羅6:14;
2) 作⋯的主(1) 羅14:9;
3) 我們⋯轄管(1) 林後1:24;
4) 主之(1) 提前6:15;
5) 管(1) 羅7:1;
6) 治理(1) 路22:25
Léxico de magia
gobernar, dominar como acción de la divinidad c. gen. ἐλθέ μοι, ὁ κυριεύων πάντων ἀγγέλων ven a mí, tú que gobiernas sobre todos los ángeles P I 215 ναί, κυριεύων ἐλπίδος, πλουτοδότα Αἰών, ἱερὲ Ἀγαθὲ Δαίμων, τέλει πάσας χάριτας sí, tú que gobiernas la esperanza, Eón dador de riquezas, sagrado Demon Bueno, cumple todos los favores P IV 3168 δεῦρό μοι, δεῖνα, ... ὁ κυριεύων τοῦ παντὸς κόσμου, ὁ πύρινος θεός ven a mí, fulano, tú que gobiernas sobre todo el mundo, el dios de fuego P XII 115 c. ac. ἐξορκίζω σέ, ... κατὰ τοῦ κυριεύοντος τὴν ὅλην οἰκουμένην καὶ εὐεργετοῦντος τὰ πάντα te conjuro por el que domina toda la tierra y por el que hace el bien en todo P VII 838