φίλτρον
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
τό, (φιλέω)
A love charm, philter, philtre, whether a potion, or any other means, ἔστιν . . φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος E.Hipp.509, cf. Ph.1260, Andr.540 (anap.), Arist.MM1188b32, Theoc.2.1, Dsc.2.164, Alciphr. 1.37, etc.; οὐκ ἐπὶ θανάτῳ διδόναι [φάρμακον] ἀλλ' ἐπὶ φίλτροις Antipho 1.9: of the robe of Nessus by which Deïanira hoped to win back the love of Hercules, S.Tr.584, 1142.
2 generally, charm, spell, οἱ φ. ἐν θυμῷ ὕμνοι τίθεν Pi.P.3.64; φίλτρον ἵππειον, of the bit, Id.O.13.68; φίλτρα τόλμης = spells to produce boldness, of oracles, A.Ch.1029; δεινὸν τὸ τίκτειν καὶ φέρει φίλτρον μέγα E.IA917, cf. Fr.103 (anap.), HF 1407; αἱ ξυγγενεῖς ὁμιλίαι . . φίλτρον οὐ σμικρὸν φρενῶν Id.Tr.52; of ἀρεταί, Id.Andr.207; φίλτρα γάμου AP9.422 (Apollonid.); ἕν ἐστ' ἀληθὲς φίλτρον εὐγνώμων τρόπος Men.646; εἰρήνης φίλτρον = a charm to promote peace (i.e. γεωργία), Plu.Num.16; [παῖδες] νήπιοι ψυχῆς εἰσιν ἰσχυρὰ φίλτρα ἐξομηρεύσασθαι δυνάμενα στρατηγὸν πρὸς πατρίδα Onos.1.12.
3 love, affection, in plural, τὰ θεῶν δὲ φίλτρα φροῦδα Τροίᾳ E.Tr.859 (lyr.), cf. El. 1309 (anap.), AP7.623 (Aemil.): also in sg., τὸ πρὸς τὴν πατρίδα φίλτρον SIG876.7 (Smyrna, Epist.Severi et Caracallae); πᾶσι δὲ φ. κάλλιπεν AP15.45, cf. Ael.NA10.17, Opp.C.3.108, Lib.Or.3.22; τὸ πρὸς ἀμφοτέρους φίλτρον Id.Ep.297.1.
II dimple in the upper lip, Bion 1.48, Ruf.Onom.39, Poll.2.90.
III = σταφυλῖνος, Eust.1163.9.
German (Pape)
[Seite 1289] τό, Liebesmittel, Liebeszauber, Liebestrank, jedes Mittel, Liebe zu erwecken, Zauber; Pind. Ol. 13, 65 P. 3, 69; vgl. bes. Theocr. 2, 1; ἔτι νήπια Antiphil. 2 (V, 111); Anreiz, Antrieb, τόλμης, zur Kühnheit, Aesch. Ch. 1025; τοιῷδε φίλτρῳ τὸν σὸν ἐκμῆναι πόθον Soph. Tr. 1132, vgl. 581; Eur. öfter; u. in Prosa, Xen. Mem. 2, 3,11. 14. 3, 11, 16; εἰρήνης, die Lockungen od. Reize des Friedens, Plut. Num. 16; δεύτερα φίλτρα γάμου, Reizung zur zweiten Ehe, Apollnds 19 (IX, 422). Auch im Allgem., Liebe, vgl. Eur. Troad. 859 u. s. Herm. Orph. p. 823, wie τὰ μητρὸς φίλτρα Aemilian. 1 (VII, 623).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. moyen de se faire aimer, particul. philtre, breuvage, incantation, charme pour se faire aimer ; p. ext.
1 charme, attrait, séduction ; en gén. tout ce qui exerce une force d'attraction, tout ce qui éveille la sympathie : φίλτρον εἰρήνης PLUT charme pour faire aimer la paix en parl. de l'agriculture, etc. ; p. ext. tout ce qui exerce une action sur qqn ou sur qch : φίλτρον τόλμας ESCHL (oracle) qui inspire de l'audace;
2 amour, amitié, affection;
II. 1 fossette au-dessus de la lèvre supérieure;
2 panais sauvage, plante aphrodisiaque.
Étymologie: φιλέω.
Russian (Dvoretsky)
φίλτρον: τό φιλέω тж. pl.
1 любовный напиток, приворотное зелье Pind., Eur., Xen., Arst. etc.: τῷ φίλτρῳ ἐκμῆναι τὸν πόθον τινός Soph. колдовским зельем разбудить чью-л. страсть;
2 возбудитель, движущее начало (φίλτρα τῆς τόλμης Aesch.): φέρει φίλτρον τὸ τίκτειν, ὥσθ᾽ ὑπερκάμνειν τέκνων Eur. материнство побуждает переносить страдания из-за детей;
3 очарование, восторг: φ. φρενῶν Eur. радость для души;
4 успокоительное средство: φ. ἵππειον Pind. средство унять (ретивого) коня, т. е. узда;
5 чары, привлекательность, прелесть (ἐνῆν τῇ κόρῃ πολλὰ φίλτρα Plut.): εἰρήνης φ. Plut. прелести мирной жизни;
6 только pl. любовь (τὰ θεῶν φίλτρα Eur.; τὰ μητρὸς φίλτρα Anth.): τῶν φίλτρων τινὸς στέρεσθαι Eur. быть лишенным чьей-л. любви;
7 бот. дикий пастернак (считавшийся афродисийским средством; ср. Φιλτραῖος).
Greek (Liddell-Scott)
φίλτρον: τό, (κυρίως φίλητρον, ἐκ τοῦ φιλέω), μέσον μαγικὸν ἢ φάρμακον διεγεῖρον τὸν ἔρωτα ἢ ἐπαναφέρον αὐτόν, (πρβλ. τὸ Σαιξπήρειον “medicines to make me love him”, Shaksp. Henr. IV, 2, 2), ἔστιν... φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος Εὐρ. Ἱππόλ. 509, πρβλ. Φοιν. 1260, Ἀνδρ. 541, κλπ.· ἐπὶ φίλτροις, οὐκ ἐπὶ θανάτῳ δοῦναι φάρμακον Ἀντιφῶν 112. 26· ἐπὶ τοῦ χιτῶνος ὃν ἡ Δηϊάνειρα ἔβαψεν εἰς τὸ αἷμα τοῦ Νέσσου καὶ ἔπεμψεν εἰς τὸν Ἡρακλέα ὅπως ἀνακτήσηται τὴν ἀγάπην αὐτοῦ, φίλτροις δ’ ἐάν πως τήνδ’ ὑπερβαλώμεθα Σοφ. Τρ. 584, 1142· τὸ φυτὸν ἱππομανές, Αἰλ. π. Ζ. 14. 18, πρβλ. Οὐεργ. Γεωργ. 3. 281· ― τὰ φίλτρα συνεσκευάζοντο διὰ μαγικῶν τελετῶν, Θεόκρ. 2. 1 κἑξ.· ἐνίοτε ἦσαν θανατηφόρα, Ἀριστ. Ἠθ. Μεγ. 1. 16, 2, Ἀλκίφρ. 1. 37. 2) καθόλου θέλγητρον ἢ μέσον δι’ οὗ προσελκύει τις τὴν συμπάθειάν τινος ἢ ἐπιδρᾷ ἐπ’ αὐτόν, Πινδ. Π. 3. 112· ὅθεν ὁ χαλινὸς καλεῖται φίλτρον ἵππειον ὁ αὐτ. ἐν Ο. 13. 95· οἱ Χρησμοὶ τοῦ Ἀπόλλωνος καλοῦνται φίλτρα τόλμης, μέσα παράγοντα τόλμην, Αἰσχύλ. Χο. 1029· τὰ τέκνα λέγονται φίλτρον ἀγάπης τῶν γονέων, Εὐριπίδ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 917, Ἀποσπ. 104, πρβλ. Ἡρακλ. Μαιν. 1407· αἱ ξυγγενεῖς ὁμιλίαι... φίλτρον οὐ σμικρὸν φρενῶν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 52· ἐπὶ τῆς ἀρετῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 207· ἔν ἐστ’ ἀληθὲς φίλτρον, εὐγνώμων τρόπος Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 100· φίλτρον εἰρήνης, μέσον παρέχον εἰρήνην, Πλουτ. Νουμ. 16· οὕτω, φίλτρα γάμου Ἀνθ. Παλατ. 9. 422· 3) ἐν τῷ πληθ., ἀγάπη, ἔρως, στοργή, τὰ θεῶν δὲ φίλτρα φροῦδα Τροίᾳ Εὐρ. Τρῳ. 859, πρβλ. Ἠλ. 1309, Αἰλ. π. Ζῴων 10. 17, Ἀνθ. Παλατ. 7. 623, Ἕρμανν. εἰς Ὀρφ. σ. 823. ΙΙ. ἡ ἐν τῷ ἄνω χείλει κοιλότης, ἡ ὑπὸ τὴν ῥῖνα (ἡ δὲ ἐν τῷ κάτω χείλει ἐκαλεῖτο τύπος ἢ νύμφη) Πολυδ. Β΄, 90. ΙΙΙ. ἕτερον ὄνομα τοῦ φυτοῦ σταφυλίνου, Εὐστ. 1163, 10.
English (Slater)
φίλτρον charm “ἄγε φίλτρον τόδ' ἵππειον δέκευ” (i. e. the bridle given by Athene to Bellerophon, cf. φάρμακον v. 85) (O. 13.68) καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν (P. 3.64)
Spanish
Greek Monotonic
φίλτρον: (κυρίως φίλητρον, από φιλέω), τό,
1. μέσο μαγικό (πρβλ. το «medicines to make me love him»του Σαίξπηρ),ἔστιν φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος, σε Ευρ.· λέγεται για το χιτώνα του Νέσσου με τον οποίο η Δηϊάνειρα ήλπιζε να κερδίσει πάλι την αγάπη του Ηρακλή, σε Σοφ.
2. γενικά, γοητεία, ξόρκι, ως μέσο κυριαρχίας ή επιρροής στους άλλους, απ' όπου ο χαλινός καλείται φίλτρον ἵππειον, σε Πίνδ.· οι χρησμοί του Απόλλωνα καλούνται φίλτρα τόλμης, μέσα που παράγουν τόλμη, σε Αισχύλ.· τα παιδιά είναι φίλτρον για την αγάπη των γονέων, σε Ευρ. κ.λπ.
3. σε πληθ., αγάπη, στοργή, στον ίδ.
Middle Liddell
properly φίλητρον, from φιλέω
1. a love-charm, (cf. Shakspeare's "medicines to make me love him"), ἐστὶν φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος Eur.; of the robe of Nessus by which Deianira hoped to win back the love of Hercules, Soph.
2. generally, a charm, spell, as a means of winning or influencing others, hence the bit is called φ. ἵππειον, Pind.; Apollo's oracles are φίλτρα τόλμης spells to produce boldness, Aesch.; children are a φίλτρον of love to their parents, Eur., etc.
3. in plural love, affection, Eur.
English (Woodhouse)
charm, enchantment, potion, love potion, love-charm
Mantoulidis Etymological
(=μαγικό πού φέρνει τόν ἔρωτα καί τόν διατηρεῖ). Ἀντί φίλητρον, ἀπό τό φιλέω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
τό filtro, hechizo amoroso ἐπὶ δὲ χαριτησίων καὶ φίλτρων en prácticas para conseguir favor y filtros P IV 2227 φίλτρον ἐπὶ φιλίας. καταφιλῶν λέγε filtro amoroso: besando di P VII 405 P VII 661 ὑδρηχόῳ· εἰς φ. en Acuario: para un filtro amoroso P VII 293 φίλτρα ἐρωτικὰ πάντα ἀποτελεῖν llevar a cabo todo tipo de filtros eróticos P XII 306 ῥύφησον τὸ ἐμὸν φ., εἴδωλον Ἡλίου trágate mi hechizo amoroso, imagen de Helios (ref. a un escarabajo solar) P LXI 35 φίλτρον κάλλιστον hechizo amoroso excelente P VII 459 P VII 462 P XIIII 319 P LXI 1
Translations
love charm
Bikol Central: lumay; Bulgarian: любовен елексир; Catalan: filtre; Chinese Mandarin: 戀愛漿露, 恋爱浆露; Finnish: lemmenjuoma; French: philtre; Galician: filtro; German: Liebestrank; Greek: φίλτρο; Ancient Greek: φίλτρον, στέργημα, στέργηθρον, φιλτρόποτον; Indonesian: ramuan cinta; Italian: filtro; Russian: любовное зелье; Spanish: pócima, pócima de amor, poción de amor, filtro; Ukrainian: приворот-зілля
charm
Bengali: জাদু; Bulgarian: амулет, талисман; Catalan: amulet; Chinese Mandarin: 護身符, 护身符; Dutch: betovering, bezwering, ban; Esperanto: amuleto; Finnish: lumous, taika, taikakalu, amuletti; French: fétiche, charme; German: Amulett, Zauber; Greek: φυλαχτό; Ancient Greek: περίαπτον, μάγγανον, βασκάνιον, ἴυγξ; Hebrew: קסם; Hindi: टोना, जादू; Hungarian: varázslat, amulett; Irish: draíocht; Italian: amuleto, incantesimo, malia; Japanese: お守り; Kalmyk: мирд; Latin: carmen; Maori: ātahu, taupatiti, hoa-, kaha, hahau, tapuwae, hirihiri; Polish: zaklęcie, urok; Portuguese: fetiche, feitiço; Romanian: amuletă, talisman; Russian: амулет, талисман, оберег; Sanskrit: करण, योग; Scottish Gaelic: geas, geasachd, giseag, orra, seun, seuntas, ubag; Shan: ၶြႃႇ; Spanish: amuleto; Swedish: berlock, amulett; Tagalog: anting-anting; Urdu: جادو, منتر, ٹونا, ادا; Welsh: swyn
spell
Albanian: yshtje; Arabic: تَعْوِيذَة; Azerbaijani: ovsun, sehr, cadu, pitik; Bulgarian: заклинание; Catalan: encís, conjur, embruixament, encantament; Chinese Mandarin: 咒語, 咒语, 咒文; Czech: kouzlo, zaříkadlo, zaklínadlo; Danish: fortryllelse, besværgelse; Dutch: toverspreuk; Esperanto: sorĉo; Estonian: loits; Finnish: loitsu; French: charme, maléfice, sort, sort, formule magique; Friulian: fature; Galician: encantamento, feitizo; German: Zauberspruch, Zauberformel, Zauberwort; Greek: ξόρκι; Ancient Greek: ἐπαοιδή, ἐπῳδή, κήλημα, μάγευμα; Hebrew: כִּשּׁוּף, לַחַשׁ; Hungarian: varázs; Icelandic: galdraþula; Indonesian: mantra; Interlingua: incantamento, formula magic; Irish: briocht draíochta, ortha, piseog; Italian: incantesimo, formula magica, fattura, maledizione, maleficio, sortilegio, malocchio; Japanese: 呪文; Korean: 주문(呪文), 마력(魔力); Latin: veneficium, cantio, incantatio, cantamen, cantamen, fascinum; Latvian: burvju vārdi; Malay: jampi, mantera; Maori: hoa-; Norman: charme, chorchéthon; Norwegian: trylleformel, formel, besvergelse; Polish: czar, zaklęcie; Portuguese: encantamento, feitiço; Romanian: vrajă, farmec, descântec, descântătură; Russian: заклинание, заговор; Slovene: urok; Spanish: encanto, hechizo, conjuro, brujería; Swedish: trollformel, besvärjelse; Tagalog: tawal; Tocharian B: näsait; Turkish: büyü, tılsım; Ukrainian: заклинання, закляття; Urdu: منتر, جادو, سحر, ٹونا, ٹوٹکا; Vietnamese: thần chú; Welsh: swyn
potion
Basque: edabe; Bulgarian: елексир; Catalan: poció; Chinese Mandarin: 藥劑, 药剂, 藥水, 药水; Czech: lektvar; Dutch: drankje, toverdrankje, tinctuur; Esperanto: eliksiro; Finnish: mikstuura, myrkkymalja, taikajuoma, rohto, rohdos; French: potion; Galician: beberaxe, apócema; German: Trank, Zaubertrank, Wundertrank, Gifttrank, Heiltrank, Elixier; Greek: φίλτρο; Hebrew: שיקוי; Hindi: दवाई, अर्क़, काढ़ा; Ido: pociono; Italian: pozione; Latin: veneficium, potio; Macedonian: напивка; Malay: posyen; Maori: waimatarau; Polish: mikstura, napój leczniczy, napój magiczny; Portuguese: poção; Romanian: poțiune; Russian: снадобье, зелье; Scottish Gaelic: deoch-eiridinn; Spanish: poción, brebaje, elixir, pócima, bebedizo; Swedish: trolldryck; Turkish: iksir, posyon; Ukrainian: зі́лля