ἐπιπόλαιος
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
ἐπιπόλαιον,
A on the surface, superficial, Hp.Art.69 (Comp.); ῥίζα Dsc.4.184, cf.Thphr. HP3.6.4 (Sup.), al.; λεπτὸν καὶ ἐπιπόλαιον δέρμα Arist.Pr.890a13; τραῦμα Luc.Nav.37.
2. ὀστέον shallow (of the skull), Hp.VC21; ὀφθαλμοί, i.e. not deep-set, X.Smp.5.5.
3. metaph., superficial, shallow, commonplace, παιδεία Isoc.15.190; ἐπιπόλαιαι ἡδοναὶ καὶ διατριβαί D.61.56; ἐπιπόλαιος πιθανότης Dsc.Ther.Praef.; ἐπιπολαιότατος πυρετός = slight fever, Diocl.Fr. 107; ἐπιπόλαιος ὕπνος = light sleep, Luc.Gall.25; ἔρως Id.DMeretr.8.2; ἐπιστήμης . . φύσις (compared to a well) οὐκ ἐπιπόλαια ἀλλὰ πάνυ βαθεῖα Ph.1.621.
b. on the surface, manifest: hence, obvious, ἐ. λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα Arist.Rh.1410b22, cf. 1412b25; ἐπιπολαιότερον τοῦ ζητουμένου Id.EN1095b24; ἡ ἐπιπολαιοτάτη . . ζήτησις = the most obvious method of inquiry, Id.Pol.1276a19; ἐπιπόλαιον τὸ ψεῦδος ib.1282b30.
II. Adv. ἐπιπολαίως = on the surface, τιτρώσκειν J.BJ3.7.22.
2. slightly, Hp. Aph.2.28; superficially, Arist.Metaph.987a22: Comp. ἐπιπολαιοτέρως ib.993b13.
III. ἐπιπόλαιον, τό, v. ἐπίπλοον.
IV. ἐπιπόλαια χρήματα = ἔπιπλα, Leg.Gort.5.41, cf. GDI5016.15 (Gortyn).
German (Pape)
[Seite 971] obenauf befindlich, auf der Oberfläche, τραῦμα, ἕλκη, Medic.; ὀφθαλμοί, hervorstehende, Xen. Conv. 5, 5. Gew. übertr., deutlich, sichtbar, ἐπιπόλαια λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα καὶ ἃ μηδὲν δεῖ ζητῆσαι Arist. rhet. 3, 10; ἐπιπολαιότερον φαίνεται τοῦ ζητουμένου Eth. 1, 5, 4; ψεῦδος Polit. 3, 12; – oberflächlich, καὶ πᾶσι κοινή, παιδεία, Gegensatz ἀπηκριβωμένη, Isocr. 15, 190; τὰς ἐπιπολαίας ἡδονὰς καὶ διατριβὰς ἀγαπᾶν, die gewöhnlichen, gemeinen, Dem. 61, 56; Sp.; ὕπνος, leiser Schlaf, Luc. Gall. 25; τραῦμα, leichte Wunde, nav. 37. – Adv. ἐπιπολαίως, z. B. τιτρώσκειν, auf der Oberfläche, leicht, Ios.; Arist. oft, auch übtr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. qui se trouve à la surface;
II. proéminent, saillant;
III. fig. 1 qui saute aux yeux, manifeste, évident;
2 superficiel.
Étymologie: ἐπιπολή.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπόλαιος:
1 находящийся на поверхности, поверхностный (δέρμα Arst.; τραῦμα Luc.): ἐ. πάγος Plut. ледяная корка;
2 выступающий вперед, выдающийся наружу, выпуклый (ὀφθαλμοί Xen.);
3 перен. поверхностный, легкий (τῆς ἀπορίας ζήτησις Arst.; ὕπνος, ἔρως Luc.);
4 обыкновенный, простой, заурядный (ἡδοναὶ καὶ διατριβαί Dem.);
5 явный, очевидный (ψεῦδος Arst.): ἐπιπόλαια λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα Arst. очевидным мы называем то, что ясно для всех.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπόλαιος: -ον, καὶ θηλ. ἐπιπολαία παρὰ μεταγεν. ὡς παρὰ Στράβ., Γαλην., Διοσκ., κλ., ἴδε Γλωσσ. Παρατηρ. Κόντου σ. 152 και 153· (ἐπιπολὴ) ἐπιπολάζων, ἐπιπόλαιος, ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 832. 16· ἡ μὲν οὐλὴ τὸ δέρμα λεπτὸν καὶ ἐπιπόλαιον ἴσχει Ἀριστ. Προβλ. 8. 5· τραῦμα Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 37. 2) προέχων, ἐξέχων, ὀστέον Ἱππ. 913D· ὀφθαλμοὶ Ξεν. Συμπ. 5. 5. 3) κινητὴ περιουσία, ἐπιπολαίων (ΕΠΙΠΟΛΑΙΟΝ) χρημάτων Νομοθ. Γόρτ. Κρήτης V41· 4) μεταφ., ἐπιπόλαιος, συνήθης, κοινός, Λατ. quotidianus, παιδεία Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 203· ἐπ. ἡδοναὶ καὶ διατριβαὶ Δημ. 1418. 1· ἐπ. πιθανότης Διοσκ. Θηριακ. προοίμ.· ἐπ. ὕπνος, ἐλαφρὸς ὕπνος, Λουκ. Ἀλεκτρ. 25· ἔρως ὁ αὐτ. ἐν Ἑταιρ. Διαλ. 8.2. β) ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, καταφανής, φανερός, ἐπ. λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 4, πρβλ. 11, 10· ἐπιπολαιότερον τοῦ ζητουμένου ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 1. 5. 4· ἡ ἐπιπολαιοτάτη... ζήτησις ὁ αὐτ. Πολιτικ. 3. 3, 3· ἐπιπόλαιον τὸ ψεῦδος αὐτόθι 3. 12, 4. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, οὐχὶ εἰς βάθος, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 8· τιτρώσκειν Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 22. 2) ἐξ ἐπιπολῆς, ἐπιπολαίως, Ἱππ. Ἀφ. 1245, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 16· συγκρ. -οτέρως αὐτόθι 1 (Α. Ἔλαττον) 1, 3.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπιπόλαιος, -ον
θηλ. και ἐπιπολαία)
1. μτφ. αβέβαιος, ασαφής, επιφανειακός, μη εμβριθής, ελαφρόμυαλος, απερίσκεπτος (α. «τῆς ἐπιπολαίου παιδείας τυχών», Ισοκρ.
β. «επιπόλαιες αγάπες»)
2. ο επιφανειακός, αυτός που δεν προχωρεί βαθιά («επιπόλαιο τραύμα»)
αρχ.
1. αυτός που προεξέχει
2. φανερός, πρόδηλος, καταφανής («ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα», Αριστοτ.)
3. (για υπνο) ήσυχος, ελαφρός («ὔπνον... ἐπιπόλαιον», Λουκιαν.)
4. κοινός, συνηθισμένος, κατώτερης ποιότητας («μὴ τὰς ἐπιπολαίους ἡδονὰς καὶ διατριβὰς ἀγαπᾱν», Δημοσθ.)
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιπόλαιον
το επίπλοον
6. «επιπόλαια χρήματα» επιγρ.
η κινητή περιουσία, τα έπιπλα.
επίρρ...
επιπολαίως και -α
επιφανειακά, όχι σε βάθος, ελαφρά, με επιπολαιότητα, χωρίς σαφή επίγνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιπολής (βλ. λ. επιπολή)].
Greek Monotonic
ἐπιπόλαιος: -ον, 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στην επιφάνεια, επιφανειακός, σε Λουκ.· μεταφ., επιφανειακός, συνήθης, κοινός, σε Δημ.
2. διαπρεπής, πασίγνωστος, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐπιπόλαιος, ον
1. on the surface, superficial, Luc.:— metaph. superficial, common-place, Dem.
2. prominent, Xen. [from ἐπιπολή
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ἀντιλαμβάνεται τά πράγματα ἐπιφανειακά). Ἀπό τό ἐπιπολή. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα ἐπιπολάζω.