ὀρυμαγδός

From LSJ
Revision as of 10:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρῠμαγδός Medium diacritics: ὀρυμαγδός Low diacritics: ορυμαγδός Capitals: ΟΡΥΜΑΓΔΟΣ
Transliteration A: orymagdós Transliteration B: orymagdos Transliteration C: orymagdos Beta Code: o)rumagdo/s

English (LSJ)

ὁ, loud noise, din, as of a throng of men fighting, working, or running about, freq. in Hom. (esp. in Il., 17.424, al.), cf. Hes. Sc.232,401; also of men and dogs, Il.10.185; of horses and men, 17.741: not used of voices, but only of inarticulate sounds: hence also δρυτόμων ὀρυμαγδός the sound of wood-cutters, 16.633; ὀρυμαγδὸν ἔθηκε, of the rattling made by throwing a load of wood on the ground, Od. 9.235, cf. Il.21.313; of the roar of a raging river, ῥέων μεγάλῳ ὀρυμαγδῷ ib.256; of the sea, Simon.51; of oars, A. R.4.105.

German (Pape)

[Seite 388] ὁ (vgl. ὠρύω u. ἀράσσω), Geräusch, Lärm, bes. das verworrene Getöse versammelter Heere od. der Kämpfenden; πολὺς δ' ὀρυμαγδὸς ὀρώρει, Il. 2, 810; oft von den in die Schlacht Ziehenden; πολὺς δ' ὀρυμαγδὸς ἐπ' αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν, 10, 185; δρυτόμων ἀνδρῶν, 16, 633; vom rauschenden Flusse, ῤέων ἕπετο μεγάλῳ ὀρυμαγδῷ, 21, 256, vgl. 313; von dem Getöse, welches der Kyklop macht, indem er das Bündel Holz hinwirft, Od. 9, 235; Hes. Sc. 401.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
grand bruit, bruit retentissant.
Étymologie: DELG ὠρύομαι, avec suff. -δος comme dans d'autres mots désignant des bruit, κέλαδος, ῥοῖβδος, χρόμαδος.

Russian (Dvoretsky)

ὀρῠμαγδός:грохот, шум Hom., Hes., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρῠμαγδός: ὁ, ἰσχυρὸς κρότος, θόρυβος, βοή, οἵα ἡ ἐκ πλήθους ἀνθρώπων μαχομένων, ἐργαζομένων ἢ περιτρεχόντων, συχν. παρ’ Ὁμ. (μάλιστα ἐν τῇ Ἰλ.), Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 232, 401, ὡσαύτως ἐπὶ ἵππων καὶ κυνῶν, Ἰλ. Κ. 185, Ρ. 741. Ἡ λέξις φαίνεται ὅτι δὲν ἦτο ἐν χρήσει ἐπὶ ἰσχυρῶν φωνῶν ἀλλὰ μόνον ἐπὶ συγκεχυμένων ἀνάρθρων ἤχων· ἐντεῦθεν καὶ ὀρυμαγδὸς δρυτόμων, ὁ κρότος, ὁ κτύπος τῶν ξυλοκόπων, Ἰλ. Π. 633· ὀρυμαγδὸν ἔθηκε, ἐπὶ τοῦ κρότου ὃν παράγει δέσμη ξύλων ῥιπτομένων κατὰ γῆς, Ὀδ. Ι. 235, πρβλ. Ἰλ. Φ. 313· ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν παράγει ὁ ἐκ τοῦ ὄρους κατερχόμενος χείμαρρος, ῥέων μεγάλῳ ὀρυμαγδῷ Ἰλ. Φ. 256· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Σιμωνίδ. 61. Λέξ. Ἐπική.

English (Autenrieth)

loud noise, din, crash; often of crowds of men, especially in battle, Od. 24.70, Il. 2.810, Il. 17.740, Od. 9.133; also of trees felled, wood thrown down, a torrent, stones, Il. 16.633, Od. 9.235, Il. 21.256, 313.

Greek Monolingual

ο (Α ὀρυμαγδός)
(ποιητ. τ.) ισχυρός κρότος, πολύηχος δυνατός θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ανθρώπων που εργάζονται ή πολεμούν ή ζώων που τρέχουν εδώ και εκεί, οχλοβοή, χαλασμός κόσμου («πολὺς δ' ὀρυμαγδὸς ἐπ' αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. θόρυβος που προκαλείται από δέσμη ξύλων τα οποία ρίχνονται καταγής («ὄβριμον ἄχθος ὕλης ἀζαλέης», Ομ. Οδ.)
2. ο θορυβώδης ήχος χειμάρρου που χύνεται από βουνό ή κωπηλασίας ή τρικυμισμένης θάλασσας
3. μτφ. όγκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. με επίθημα -δος (πρβλ. άραδος, κέλαδος, χρόμαδος). Το θ. αλλά και η σημ. της λέξης οδηγούν στη σύνδεση της με την οικογένεια τών ἐρεύγομαι (II) «μουγκρίζω, βρυχώμαι» και ὠρύομαι. Η σύνδεση αυτή φαίνεται πιο καθαρά στον παράλληλο αθέματο τ. ὀρυγμάδες
θόρυβοι (πιθ. < ὀρυγ-μός, πρβλ. ερύγμηλος). Ο τ. ὀρυμαγδός έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο αρχικό τ. ὀρυγ-αδμός (< ὀρυγ-άζω < θ. ὀρυγ-, με προθεματικό φωνήεν ο- αντί τών ε- και ω- τών ἐρεύγομαι και ὠρύομαι) με αντιμετάθεση τών συμφώνων κατ' επίδραση τών ονομάτων σε -δος].

Greek Monotonic

ὀρῠμαγδός: ὁ, δυνατός θόρυβος, βρόντος, πάταγος, σε Όμηρ.· ὀρυμαγδὸς δρυτόμων, θόρυβος που προκαλούν ξυλοκόποι, σε Ομήρ. Ιλ.· κρότος που προκαλείται από τη ρίψη ενός δεματιού ξύλων στο έδαφος, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τη βοή του χειμάρρου, σε Ομήρ. Ιλ. (ηχομιμ. λέξη).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: noise, din (Il.); ὀρυγμάδες θόρυβοι H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Expressive word with the same ending as, with close meaning, κέλαδος, χρόμαδος, ῥοῖβδος a.o. (Chantraine Form. 359f., Schwyzer 508). To ὠρύομαι (s.v. w. lit.), ὠρυγμός?; cf also ἐρυγεῖν, ἐρύγμηλος (Kretschmer KZ 38, 135), but in detail unclear.

Middle Liddell

ὀρῠμαγδός, οῦ, ὁ,
a loud noise, din, Hom.; ὀρ. δρυτόμων the sound of wood-cutters, Il.; the rattling made by throwing a bundle of wood on the ground, Od.; of the roar of a torrent, Il. [Formed from the sound.]

Frisk Etymology German

ὀρυμαγδός: {orumagdós}
Grammar: m.
Meaning: Lärm, Getöse (ep. seit Il.); ὀρυγμάδες· θόρυβοι H.
Etymology : Expressives Wort mit demselben Ausgang wie die sinnverwandten κέλαδος, χρόμαδος, ῥοῖβδος u.a. (Chantraine Form. 359f., Schwyzer 508). Zu ὠρύομαι (s.d. m. Lit.), ὠρυγμός; vgl auch ἐρυγεῖν, ἐρύγμηλος (Kretschmer KZ 38, 135), aher im Einzelnen unklar.
Page 2,429-430

Mantoulidis Etymological

(=δυνατός κρότος, θόρυβος). Σκοτεινή ἡ προέλευσή της. Πιθανόν νά συγγενεύει μέ τίς λέξεις ὠρυγή (=οὔρλιαγμα) καί ὠρύομαι (=οὐρλιάζω). Κι αὐτές συνδέονται ἴσως μέ τό ρύζω (=οὐρλιάζω, ὅπως τό ἐξοργισμένο σκυλί).