θοάζω
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
(A), (θοός (A)) trans.,
A move quickly, ply rapidly, πτέρυγας E. IT1142 (lyr.); τίς ὅδ' ἀγών… θοάζων σε; what task is thus hurrying thee on? Id.Or.335; θοάζω Βρομίῳ πόνον ἡδύν urge it on, Id.Ba.65; θ. σῖτα γένυσι dispatch it quickly, Id.HF382 (lyr.).
2 intr., move quickly, rush, dart, θοάζων αἰθέρος ἄνω καπνός Id.Or.1542; ἐν δὲ δασκίοις ὄρεσι θ. Id.Ba.219; θ. δρόμῳ Id.Tr.307; κῆτος θοάζον ἐξ Ἀτλαντικῆς ἁλός Id.Fr.145. (Cf. θέω, θοός (A).)(B) = θάασσω, sit, σοφίης ἐπ' ἄκροισι Emp.4.8; ὑπ' ἀρχᾶς οὔτινος θοάζων [Ζεὺς] κρατύνει A.Supp.595; τίνας ποθ' ἕδρας τάσδε μοι θοάζετε; why are ye in this suppliant posture? S.OT2, cf. Plu.2.22e. (Cf. ἐπιθοάζω, θόωκος, θῶκος; v. θάσσω.)(C) v. θῳάζω.
German (Pape)
[Seite 1213] (von θοός), 1) in schnelle, heftige Bewegung versetzen, schnell bewegen, π τέρυγας Eur. I. T 1142, ἀγὼν φόνιος θοάζων σὲ τὸν μέλεον Or. 335; Bacch. 65; ἀχάλιν' ἐθόαζον κάθαιμα σῖτα γένυσι, sie fraßen schnell, Herc. Für. 383. Auch intrans., sich schnell bewegen, eilen, laufen, θοάζει δεῦρο Κασάνδρα δρόμῳ Eur. Trοad. 307, θοάζων αἰθέρος ἄνω καπνός Or. 1542. – 21 = θαάσσω, sitzen; Aesch. Suppl. 590, l. d.; τίνας ποθ' ἔδρας τάσδε μοι θοάζετε Soph. O. R. 2 erkl. Plut. de aud. poet. 5 durch καθέζεσθαι u. θαάσσω; vgl. Butim. Lexil. II p. 205; Suid. θοῶς προσκάθησθε, Herm. in der ersten Bdtg, quam mihi sessionem festinatis, was den Vorzug zu verdienen scheint.
French (Bailly abrégé)
1seul. prés. et impf.
mouvoir avec rapidité ou impétuosité : πτέρυγας EUR ses ailes.
Étymologie: θοός.
2c. θαάσσω, s'asseoir, être assis.
Étymologie: DELG v. θᾶκος.
Russian (Dvoretsky)
θοάζω:
I
1 быстро двигать: θ. πτέρυγας Eur. махать крыльями; θ. σῖτα γένυσιν Eur. быстро пожирать корм;
2 торопливо делать, спешить исполнить (πόνον ἡδύν Eur.);
3 гнать, увлекать, вовлекать (τίς ὅδ᾽ ἀγὼν θοάζων σε; Eur.);
4 (тж. θ. δρόμῳ Eur.) спешить, устремляться (ἐν ὄρεσι Eur.; ἐξ Ἀτλαντικῆς ἁλός Eur. ap. Plut.); θοάζων αἰθέρος ἄνω καπνός Eur. поднимающийся к небу дым.
II (= θαάσσω и θάσσω) сидеть, восседать Aesch.: τίνας ποθ᾽ ἕδρας τάσδε μοι θοάζετε; Soph. отчего сидите вы (как просители) на этих местах? (по друг., отчего устремляетесь вы к этим местам?, т. е. в знач. θοάζω I).
Greek (Liddell-Scott)
θοάζω: (θοὸς) μεταβ., κινῶ ταχέως, βιαίως, σφοδρῶς, πτέρυγας Εὐρ. Ι. Τ. 1141· τὶς ὅδ’ ἀγών… θοάζων σε; τὶ ἔργον σὲ βιάζει τόσον; ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 335· θοάζω Βρομίῳ πόνον ἡδύν, ἐπισπεύδω, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 65· ἐθόαζον… σῖτα γένυσιν, κατεβίβρωσκον λαιμάργως διὰ τῶν σιαγόνων τὴν τροφήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 382. 2) ἀμετάβ., κινοῦμαι ταχέως, σπεύδω, ὁρμῶ, ὡς τὸ θύω, θοάζω αἰθέρος ἄνω καπνὸς ὁ αὐτ. ἐν Ὁρ. 1542· ἔν τε δασκίοις ὄρεσι θοάζων ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 219· θοάζων δρόμῳ ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 307· κῆτος θοάζον ἐξ Ἀτλαντικῆς ἁλὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 949. ΙΙ. = θαάσσω, θάσσω, θακέω, θωκέω, κάθημαι, ὑπ’ ἀρχᾶς οὔτινος θοάζων Ζεὺς κρατύνει Αἰσχύλ. Ἱκ. 595· τίνας ποθ’ ἕδρας θοάζετε; διὰ τὶ εἶσθε ἐν τοιαύτῃ ἱκευτευτικῇ στάσει; Σοφ. Ο. Τ. 2 (ὡς τὸ ἕδρας θάσσειν, θακεῖν, προσθακεῖν, ἴδε τὰς λέξ.), ἔνθα ἴδε Δινδ., πρβλ. Πλούτ. 2. 22Ε. - Ὁ Ἕρμανν. ὅμως ἀναφέρει καὶ ταῦτα τὰ χωρία εἰς τὴν σημασ. Ι· ὥστε τὸ ἕδρας θ. θὰ σημαίνῃ ἔρχομαι ἐν σπουδῇ εἰς τὴν ἱκετευτικὴν ταύτην στάσιν, ἢ κάθημαι ἐν θερμῇ ἱκεσίᾳ· ἐνῷ αἱ λέξεις τοῦ Αἰσχύλ. σημαίνουσιν, ὁ Ζεύς, εἰς οὐδένα ὑποκείμενος, ἄρχει ἀπολύτως. (Ὁ Bultm., Λεξιλ. ἐν λέξ. θαάσσω, ὑποθέτει διπλῆν ῥίζαν τοῦ θοάζω, δήλ. ΘΕF, θοὸς διὰ τὴν σημασ. Ι, καὶ ΘΕ, τίθημι, διὰ τὴν σημασ. ΙΙ). - Πρβλ. ἐπιθοάζειν.
Greek Monolingual
(I)
θοάζω (Α) θοός
1. (μτβ.) κινώ βίαια, σφοδρά, γρήγορα («θοάζειν πτέρυγας», Ευρ.)
2. βιάζω («τὶς ὅδ' ἀγὼν θοάζων σε;» — τί έργο σε βιάζει τόσο; Ευρ.)
3. επισπεύδω
4. μτφ. καταβροχθίζω με λαιμαργία («ἐθόαζον σῑτα γένυσιν» — καταβρόχθιζαν λαίμαργα την τροφή με τα σαγόνια, Ευρ.)
5. (αμτβ.) ορμώ, σπεύδω, κινούμαι γρήγορα («θοάζων αἰθέρος ἄνω καπνός», Ευρ.).
(II)
θοάζω (Α)
κάθομαι («τίνας ποθ' ἔδρας τάσδε μοι θοάζετε;» — γιατί κάθεστε σ' αυτή την ικετευτική στάση; Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θοάσσω, παράλληλος τ. του θαάσσω (< θaFau-yω), θάσσω, με μεταβολή επιθήματος].
Greek Monotonic
θοάζω: (θοός), μόνο στον ενεστ., μτβ.,
I. 1. κινούμαι γρήγορα, τσακίζω αστραπιαία, πτέρυγας, σε Ευρ.· τίς ὅδ' ἀγὼν θοάζων σε;, ποιο καθήκον είναι αυτό που σε παρακινεί;, στον ίδ.· θοάζω πόνον, τον επισπεύδω, στον ίδ.· θοάζω σῖτα, κατάπινε το φαγητό γρήγορα, στον ίδ.
2. αμτβ., κινούμαι γρήγορα, βιάζομαι, επισπεύδω, επιταχύνω, στον ίδ.
II. = θάσσω, κάθομαι, τίνας ποθ' ἕδρας θοάζετε; για ποιο λόγο κάθεστε σε ικετευτική στάση; σε Σοφ.
Frisk Etymological English
2. Meaning: move quicky
See also: s. θέω.
Meaning: sit
See also: s. θάσσω
Middle Liddell
θοάζω, only in pres] θοός
I. trans. to move quickly, ply rapidly, πτέρυγας Eur.; τίς ὅδ' ἀγὼν θοάζων σε; what task is thus hurrying thee on? Eur.; θοάζω πόνον I urge it on, Eur.; θ. σῖτα to dispatch food quickly, Eur.
2. intr. to move quickly, hurry along, rush, dart, Eur.
II. = θάσσω, to sit, τίνας ποθ' ἕδρας θοάζετε; why sit ye in this suppliant posture? Soph.
Frisk Etymology German
θοάζω: {thoázō}
Meaning: sitzen (Emp., A., S., Plu.).
Etymology: Für *θοάσσω = θαάσσω, θάσσω mit Suffixtausch (Schwyzer 734) aus *θο(ϝ)άκι̯ω, Denominativum von *θό(ϝ)ακος Sitz, s. θᾶκος. — Nicht richtig Bechtel Lex. 162.
Page 1,676
2.
{thoázō}
Grammar: v.
Meaning: ‘(sich) schnell bewegen’
See also: s. θέω.
Page 1,676
Translations
sit
Afrikaans: sit; Albanian: ulem; Arabic: جَلَسَ; Hijazi Arabic: جلس, قعد; Aramaic Syriac: ܝܬܒ; Armenian: նստել; Assamese: বহ; Asturian: sentar; Azerbaijani: oturmaq, əyləşmək; Bashkir: ултырыу; Basque: eseri; Belarusian: сядзець; Bengali: বসা; Biatah Bidayuh: guru; Bikol Central: tukaw; Bulgarian: седя; Burmese: ထိုင်; Buryat: һууха; Catalan: seure; Cebuano: linkod; Central Sierra Miwok: húŋ·e-; Cherokee: ᎤᏬᏝ; Chinese Cantonese: 坐; Dungan: зуә; Mandarin: 坐; Min Dong: 坐; Min Nan: 坐; Czech: sedět; Danish: sidde; Dolgan: олор; Dutch: zitten; Esperanto: sidi; Estonian: istuma; Even: тэгэ-; Evenki: тэгэ-; Faroese: sita; Finnish: istua; French: être assis, être assise, s'asseoir; Galician: sentar; Ge'ez: ነበረ; Georgian: ჯდომა; German: sitzen; Alemannic German: hocke; Gothic: 𐍃𐌹𐍄𐌰𐌽; Greek: κάθομαι; Ancient Greek: ἑδράζω, ἕζομαι, ἐφίζω, ἧμαι, θακέω, θακῶ, θάλπω, θάσσω, θαάσσω, θοάζω, θωκέω, ἱζάνω, ἵζω, καθέζομαι, κάθημαι, καθίζω, κάτημαι, κατίζω; Gujarati: બેસવું; Hawaiian: noho; Hebrew: יָשַׁב; Higaonon: pino-o; Hindi: बैठना, बैठा होना; Hungarian: ül; Icelandic: sitja; Ido: sidar; Ilocano: agtugaw; Inari Sami: čokkáđ; Indonesian: duduk; Interlingua: seder, esser sedite; Irish: suigh; Italian: sedere, essere seduto, sedersi; Japanese: 座る, 腰掛ける; Javanese: lungguh; Kalmyk: суух; Kannada: ಕುಳಿತುಕೊ; Kashubian: sedzec; Kazakh: отыру; Khmer: អង្គុយ; Korean: 앉다; Komi: пукавны; Kumyk: олтурмакъ; Kyrgyz: отуруу, олтуруу; Lao: ນັ່ງ; Latgalian: sēdēt; Latin: sedeo; Latvian: sēdēt; Lithuanian: sėdėti; Low German: sitten; Macedonian: седи; Malay: duduk; Maltese: qagħad; Manchu: ᡨᡝᠮᠪᡳ; Maori: noho; Marathi: बसणे; Mazanderani: هنیشتن; Mongolian: суух; Nanai: тэси-; Navajo: sédá; Ngarrindjeri: lewun; Norwegian: sitte; Occitan: sèire; Old Church Slavonic Cyrillic: сѣдѣти; Old Javanese: lungguh; Oriya: ବସିବା; Oromo: taa'uu; Ossetian: бадын; Persian: نشستن; Polish: siedzieć; Portuguese: estar sentado; Quechua: samay, tiyay, chukuy; Rapa Nui: noho; Romani: beśel; Romanian: ședea, așeza; Romansch: seser, esser tschentà; Russian: сидеть; Samoan: nofo; Sanskrit: सीदति; Serbo-Croatian Cyrillic: седети, сједјети, сједити; Roman: sedeti, sjedjeti, sjediti; Sinhalese: වාඩිවෙනවා; Skolt Sami: išttâd; Slovak: sedieť; Slovene: sedeti; Sorbian Lower Sorbian: sejźeś; Upper Sorbian: sedźeć; Spanish: sentarse, estar sentado; Sundanese: calik; Swahili: kukaa; Swedish: sitta; Sylheti: ꠛꠃꠣ; Tagalog: umupo; Tajik: нишастан; Tamil: உட்கார்; Tatar: утырырга; Telugu: కూర్చొను; Ternate: tego; Tetum: tuur; Thai: นั่ง; Turkish: oturmak; Turkmen: oturmak; Ugaritic: 𐎊𐎘𐎁; Ukrainian: сиді́ти, посидіти; Urdu: بیٹھنا, بیٹھا ہونا; Uzbek: oʻtirmoq; Vietnamese: ngồi; Waray-Waray: lingkod; Welsh: eistedd; West Frisian: sitte; Western Bukidnon Manobo: pinu'u; Yagnobi: нидак; Yakut: олор; Yiddish: זיצן; Zazaki: niştiş; Zealandic: zitte; ǃXóõ: tshûu sg, ǃʻáã