σκῦτος
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
εος, τό,
A skin, hide, esp. dressed hide or tanned hide, Od.14.34, Hp.Art.33, Ar.Eq.868; ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἦν τότ' ἐν τοῖς σκύτεσι (with a reference to Cleon the tanner) Id.Pax669; εἰ ἐμβάται γένοιντο σκύτους X.Eq.12.10; τῶν σκυτῶν ῥυτίδες Pl.Smp. 191a; σκυτῶν τομή Id.Chrm.173d.
II leather thong, whip, D.21.180, Plu.Pomp.18, etc.; σκύτη βλέπειν to look like a whipped cur, Eup.282, Ar.V. 643; σ. τέμνειν εἰς νουθεσίαν ἀνθρώπων ἀφρόνων Socr.Ep.12. (Cf. Skt. skunomi 'cover', Lat. obscurus.) σκύτος with ῠ occurs in codd.; but in Ar.Pl.514 Bentl. restored σκυλοδεψεῖν; so in Theoc. 25.142 σκύλος is the better reading, and in Lyc.1316 Scheer conjectures σκύλος.]
German (Pape)
[Seite 908] τό, die Haut, bes. die abgezogene u. schon gegerbte od. zubereitete Haut eines Tieres, das Leder; Od. 14, 34; σκύτη πωλεῖν, Ar. Equ. 865; auch alles aus Leder Gemachte, Schild, Peitsche, Jac. A. P. p. 41; komisch σκύτη βλέπειν, Ar. Vesp. 643, sich vor der Peitsche fürchten, wo der Schol. auch aus Eupolis diese sprichwörtliche Redensart anführt: ἐπὶ τῶν ὑποψιαστικῶς διακειμένων πρὸς τὰ μέλλοντα κακά, du desiehst Schläge; ähnlich νοῦς ἐν τοῖς σκύτεσιν, Pax 652, beide Male mit Anspielung auf das Gerberhandwerk des Kleon; vgl. Zenob. 6, 2; Alciphr. 3, 51; τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας, Plat. Conv. 191 a; Peitsche Dem. 21, 180. –[Σκύτος mit kurzem υ ist sehr zw., s. Drac. 83, 9, vgl. Jac. A. P. 131; weshalb an Stellen, wie Theocr. 25, 142, Lycophr. 1316, σκύλος od. κύτος zu schreiben scheint.]
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 peau d'un animal écorché ; peau travaillée, cuir;
2 lanière de cuir, fouet.
Étymologie: R. Σκυ, couvrir ; cf. κύτος, lat. scutum, cutis, obscurus.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκῦτος -εος, contr. -ους, τό bewerkte of gelooide huid, leer:. σκύτη πωλεῖν huiden verkopen Aristoph. Eq. 868. uitbr. leren riem, zweep:. σκύτη βλέπειν kijken als iemand die zweepslagen krijgt Aristoph. Ve. 643.
Russian (Dvoretsky)
σκῦτος: εος τό
1 выделанная кожа Hom., Arph., Xen., Plat.;
2 кожаный бич, плеть Dem., Plut.: σκύτη βλέπειν погов. Arph. иметь вид приговоренного к наказанию плетьми.
Greek (Liddell-Scott)
σκῦτος: τό, ὡς τὸ κύτος [ῠ], δέρμα, μάλιστα δὲ κατειργασμένον δέρμα, βύρσα, «πετσί», «τομάρι», Ὀδ. Ξ. 34, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799, Ἀριστοφ. Ἱππ. 868, Εἰρ. 669· εἰ ἐμβάται γένοιντο σκύτους Ξεν. Ἱππ. 12, 10· τῶν σκυτῶν ῥυτίδες Πλάτ. Συμπ. 191Α· σκυτῶν τομὴ ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 173D, ἴδε ἐν τέλ. ΙΙ. ἱμὰς ἐκ δέρματος, μάστιξ, Δημ. 572. 27, Πλουτ. Πομπ. 18, κτλ.· σκύτη βλέπειν, βλέπω ὡς ἐὰν πρόκειται νὰ μαστιγωθῶ, Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 12, Ἀριστοφ. Σφ. 643· ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἦν τότ’ ἐν τοῖς σκύτεσι (ἀλλὰ μετά τινος ἀναφορᾶς πρὸς Κλέωνα τὸν βυρσοδέψην), ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 667· σκ. τέμνειν εἰς νουθεσίαν ἀφρόνων Σωκρ. Ἐπιστ. σ. 28. 2) ὁ ἐκ δέρματος φαλλός, ὁ εἰσαχθεὶς εἰς τὴν Ἀττικὴν κωμῳδίαν· πρβλ. σκύτινος. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. sku, sku-nômi (tego)· Λατ. ob-scū-rus· καὶ πρὸς τὸ σκῦτος, κύτος [ῠ], πρβλ. scū-tum, cŭ-tis· -ἴδε σκεῦος). [σκύτος μετὰ ῠ ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις· ἀλλὰ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Πλ. 514 ὁ Bentl. Διώρθωσε σκῠλοδεψεῖν· οὕτω παρά Θεοκρ. 25. 142 ο Troup διώρθωσε σκύλος, καὶ παρὰ Λυκόφρ. 1316 ὁ Bachm. διορθοῖ κύτος].
English (Autenrieth)
εος: hide, leather, Od. 14.34†.
Spanish
Greek Monolingual
το / σκῡτος, ΝΑ
δέρμα και κυρίως το κατεργασμένο δέρμα ζώου, βύρσα
αρχ.
1. δερμάτινος ιμάντας, λουρί («ἀπεκτείνατε τοῦτον, ὅτι σκῡτος ἔχων ἐπόμπευε», Δημοσθ)
2. δερμάτινος φαλλός, σκηνικό εξάρτημα στην αττική κωμωδία
3. φρ. α) «σκύτη βλέπειν ποιήσω» — θα σέ δείρω με μαστίγιο (Αριστοφ.)
β) «σκύτη τέμνω» — κατασκευάζω μαστίγια (Σωκρ. Επιστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. με αρχική σημ. «περίβλημα» ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα (s)qūt- της ΙΕ ρίζας (s)qeut- «προστατεύω, καλύπτω, κρύβω», πιθ. με την έννοια ότι το δέρμα είναι το περίβλημα του σώματος. Συνδέεται δε με αντίστοιχους τ. χωρίς προθετικό σ- που σημαίνουν «δέρμα» (πρβλ. λατ. cŭtis, αρχ. άνω γερμ. hūt, αρχ. πρωσ. keutο) και πιθ. με τα: κύτος, κεύθω, επισκύνιον].
Greek Monotonic
σκῦτος: τό, όπως το κύτος [ῠ],
I. δέρμα ζώου, δορά, τομάρι, πετσί, προβιά, ιδίως αυτό που έχει υποστεί κατεργασία, βυρσοδεψία, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. κ.λπ.
II. δερμάτινη λωρίδα, μαστίγιο, σε Δημ.· σκύτη βλέπειν, βλέπω μπροστά μου μαστίγια, δηλ. σα να επρόκειτο να μαστιγωθώ, σε Αριστοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: prepared skin, leather, leather thong (ξ 34).
Compounds: Compp., e.g. σκυτο-τόμος m. leather-worker, cobbler (H 221); as 2. member in δωδεκά-σκυτος consisting of twelve leather strips (Pl.).
Derivatives: 1. Dimin. σκυτ-άριον n., -ίς f. (hell. a. late). 2. adj. -ινος leather (IA.), -ικός belonging to leather(-work), ἡ -ικη τέχνη cobblers job (Pl., Arist. a. o.), -ώδης leather-like (Arist.). 3. subst. -εύς m. cobbler (Att.) with -εῖον, -εύω, -εία, -ευσις (Hp., Att. etc.; Bosshardt 50). 4. verb -όομαι in ἐσκυτωμένος coated with leather (Att. inscr., Plb. a. o.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No immediate non-Greek agreement. The other languages have several comparable words for skin v. t., but all without initial s-: with long vowel as in σκῦτος the Germ. word for skin, e.g. OHG hūt, PGm *hūði-, IE *kūt-i-; with short vowel Lat. cutis skin, Lith. kutỹs pouch around the body, money-bag; with diphthong (full grade) OPr. keuto skin, IE *keutā, Lith. kiáutas case, envelop, shell; further forms in WP. 2, 549f., Pok. 952, W.-Hofmann s. cutis. If prop. *'cover', one may consider further connection with σκῦλα, ἐπισκύνιον; s. vv. All kinds of combinations in Specht Ursprung 208, 226 a. 237. Cf. also κεύθω. -- Lat. scūtum shield is ambivalent; s. W.-Hofmann s. v.
Middle Liddell
σκῦτος, εος, τό,
I. a skin, hide, esp. a dressed or tanned hide, Od., Ar., etc. like κύτος
II. a leather thong, a whip, Dem.; σκύτη βλέπειν to look whips, i. e. as if one was going to be whipt, Ar.
Frisk Etymology German
σκῦτος: {skũtos}
Grammar: n.
Meaning: die zubereitete Haut, Leder, Lederriemen (seit ξ 34).
Composita: Kompp., z.B. σκυτοτόμος m. Lederarbeiter, Schuster (seit H 221); als Hinterglied in δωδεκάσκυτος aus zwölf Lederstreifen bestehend (Pl.).
Derivative: Davon 1. Demin. σκυτάριον n., -ίς f. (hell. u. sp.). 2. Adj. -ινος ledern (ion. att.), -ικός ‘zur Leder(arbeit) gehörig’, ἡ -ικὴ τέχνη die Schusterei (Pl., Arist. u. a.), -ώδης lederähnlich (Arist.). 3. Subst. -εύς m. Schuster (att.) mit -εῖον, -εύω, -εία, -ευσις (Hp., att. usw.; Bosshardt 50). 4. Verb -όομαι in ἐσκυτωμένος mit Leder bekleidet (att. Inschr., Plb. u. a.).
Etymology: Keine unmittelbare außergriech. Entsprechung. Die übrigen Sprachen besitzen mehrere anklingende Wörter für ‘Haut od. ä.’, aber alle ohne anlaut. s-: mit Langvokal wie in σκῦτος das germ. Wort für Haut, z.B. ahd. hūt, urg. *hūði-, idg. *qūt-i-; mit Kurzvokal lat. cŭtis Haut, lit. kutỹs Beutel um den Leib, Geldkatze; mit Diphthong (Hochstufe) apreuß. keuto Haut, idg. *qeutā, lit. kiáutas Gehäuse, Hülle, Schale; weitere Formen bei WP. 2, 549f., Pok. 952, W.-Hofmann s. cutis. Wenn eig. *’Bedeckung’, ist weiterer Anschluß an σκῦλα, ἐπισκύνιον zu erwägen; s. dd. Allerhand Kombinationen bei Specht Ursprung 208, 226 u. 237. Vgl. auch κεύθω. — Lat. scūtum Schild ist zweideutig; s. W.-Hofmann s. v.
Page 2,744-745
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
τό (=δέρμα, πετσί, τομάρι). Καί κύτος (=δέρμα). Ἀπό ρίζα σκυ-, ἴδια μέ τοῦ σκεῦος.
Παράγωγα: σκυτάριον (ὑποκορ.), σκυτεύω (=εἶμαι τσαγγάρης), σκυτεύς, σκυτεία, σκυτεῖον (=ὑποδηματοποιεῖον), σκύτευσις, σκυτικός, σκύτινος (=δερμάτινος), σκυτοτόμος (=τσαγγάρης), σκυτοτομία, σκυτοτομῶ, σκυτοτομεῖον, σκυτόω (=πετσώνω), σκυτώδης.
Léxico de magia
τό látigo símbolo de la divinidad suprema τὸν δὲ θεὸν ὄψῃ ... τῇ δὲ ἀριστερᾷ <κρατοῦντα> σ., βασταζόμενον ὑπὸ βʹ ἀγγέλων ταῖς χερσίν verás al dios sosteniendo un látigo en la mano izquierda, levantado por las manos de dos ángeles P IV 1112 de Harpócrates γράψας ἐπὶ τῆς γῆς Ἁρποκράτην ἔχοντα ... τῇ εὐωνύμῳ σκῦτος δεδραγμένον καὶ ἅρπην dibuja en la tierra a Harpócrates llevando en la mano izquierda un látigo y una hoz P III 708
Translations
hide
Albanian: shtrosë; Apache Western Apache: ikał; Arabic: جِلْد; Armenian: մորթի, կաշի; Azerbaijani: dəri; Bashkir: тире; Belarusian: скура; Bulgarian: кожа; Burmese: သားရေ; Chinese Mandarin: 皮, 皮革, 獸皮, 兽皮, 毛皮; Chipewyan: ʔedhë́th; Classical Nahuatl: mazāēhuatl; Czech: useň, kůže; Danish: skind, hud; Dutch: huid, vel, vacht, leer; Esperanto: felo; Estonian: nahk; Finnish: vuota, talja, nahka; French: cuir, peau; Galician: pelello, pelica, coiro; Georgian: ტყავი; German: Haut, Fell, Leder; Greek: δέρμα; Ancient Greek: φορίνη, στέρφος, δέρας; Hindi: चर्म; Hungarian: irha, bőr; Hän: ë̀dhä̀; Irish: seithe, leathar; Italian: pelle; Japanese: 革, 皮革; Kazakh: тері; Khmer: ស្បែក; Korean: 가죽, 피혁(皮革); Kyrgyz: тери; Lao: ຫນັງ; Latin: pellis, corium; Latvian: āda; Lithuanian: oda; Macedonian: кожа; Malay: kulit; Malayalam: തോൽ; Mongolian Cyrillic: арьс; Mongolian: ᠠᠷᠠᠰᠤ; Northern Tutchone: edhó; Norwegian Bokmål: skinn, dyrehud; Nynorsk: skinn, dyrehud; Old Church Slavonic Cyrillic: кожа, скора; Old East Slavic: кожа, скора; Old English: hȳd; Persian: چرم, جلد; Plautdietsch: Hut; Polish: skóra; Portuguese: pele, couro; Quechua: qara; Romanian: blană, piele; Russian: шкура, кожа; Scottish Gaelic: craiceann, seiche; Serbo-Croatian Cyrillic: ко̏жа; Roman: kȍža; Slovak: useň, koža; Slovene: koža; Southern Tutchone: adhǜ; Spanish: piel, cuero; Swedish: hud, skinn; Tagalog: panit; Tajik: чарм, ҷилд; Tatar: күн, тире; Telugu: తోలు; Thai: หนัง; Tocharian B: ewe; Turkish: deri; Turkmen: deri; Ukrainian: шкі́ра; Urdu: چَرْم; Uyghur: تېرە; Uzbek: teri, charm; Vietnamese: da, bộ da, bộ bì; Yiddish: הויט; Zulu: isikhumba