ἑταιρεία
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
ἡ, also ἑταιρία, E. Or.1072,1079, Th.3.82, Pl.R. 365d, D.10.259, Arist.Pol.1272b34, al.; Ion. ἑταιρηΐη: (ἑταῖρος):—
A association, brotherhood, τῶν ἡλικιωτέων Hdt. 5.71; ἑταιρείαν ποιεῖσθαι Isoc.3.54 (pl.); μαρτύρων συνεστῶσ' ἑ. D.21.139; αἱ βόες νέμονται καθ' ἑταιρείας Arist.HA611a7; of a social group in Crete, Leg.Gort.10.38.
2 at Athens and elsewhere, political club or union for party purposes, Eup.8.6 D., Com.Adesp.22.31 D., Th.3.82, Lys.12.55, Isoc.4.79 (pl.); ἑταιρίας συνάξομεν Pl.R. 365d; σπουδαὶ ἑταιριῶν ἐπ' ἀρχάς Id.Tht.173d; at Carthage, τὰ συσσίτια τῶν ἑταιρειῶν, compared to the φιδίτια at Sparta, Arist.Pol.1272b34, cf. 1305b32.
3 = Lat. collegium, ἑταιρία Ἰουλιανή, = collegium Lupercorum Juliorum, D.C.44.6.
II generally, friendly connection, friendship, comradeship, Simon.118, S.Aj.683, E.Or.1072, AP7.51 (Adaeus); opp. ἔχθρα, D.29.23.
III = ἑταίρησις, And.1.100, v.l. in D.S.2.18: Anaxil.21.3 combines signfs. ΙΙ and III.
German (Pape)
[Seite 1046] ἡ, ion. ἑταιρηΐη, Genossenschaft, Kameradschaft, Soph. Ai. 668, wo die v.l. ἑταιρία (w. m. s.); προσποιησάμενος τὴν ἑταιρηΐην τῶν ἡλικιωτέων Her. 5, 71; εἰς φιλίαν καὶ ἑταιρείαν ἀλλήλοις καθιστάναι Plat. Ep. VII, 328 d; bes. zu politischen Zwecken, eine politische Gesellschaft, Faction, Klub, wie Isocr. 4, 79, ποιεῖσθαι 3, 54; vgl. Plat. Theaet. 173 d; ἑταιρείας συνάγειν Rep. II, 365 d; ὃς ἂν τὴν πόλιν ἑταιρείας ὑπήκοον ποιῇ Legg. IX, 856 b; vgl. Lys. 12, 55; Dem. 29, 22, wo sich fast überall die v.l. ἑταιρία findet. Bei Arist. H. A. 9, 4 sogar von Tieren. – Bei Andoc. 1, 100 = ἑταίρησις, wie D. Sic. 2, 18.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 association de camarades, d'amis ; particul. à Athènes hétérie, association civique, militaire, voire politique ; en Crète, l'hétairie semble regrouper les citoyens de la même classe d'âge;
2 liaison amicale, amitié.
Étymologie: ἑταιρεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἑταιρεία: ион. ἑταιρηΐη ἡ
1 общество, товарищество, содружество (τῶν ἡλικιωτέων Her.);
2 гетерия, политическая организация, союз, общество (εἰς ἑταιρείαν ἐμβαλεῖν ἑαυτόν Plut.): σπουδαὶ ἑταιρειῶν ἑπ᾽ ἀρχάς Plat. погоня за государственными должностями через посредство политических союзов;
3 (тж. ἑταιρείας λιμήν Soph.) дружба ur.;
4 стадо: αἱ βόες νέμονται καθ᾽ ἑταιρείας Arst. коровы пасутся стадами;
5 Diod. = ἑταίρησις.
Greek (Liddell-Scott)
ἑταιρεία: ἡ, (συχνάκις γραφόμενον ἑταιρία ἐν Ἀντιγράφοις, Σοφ. Αἴ. 682, Εὐρ. Ὀρ. 1072, 1079, Θουκ. 3. 82, Ἰσοκρ. 56D, Δημ., κλ., πρβλ. ἀνδρεία), Ἰων. -ηΐη, (ἑταῖρος). Συντροφία, σύλλογος, σύνδεσμος, ἀδελφότης, τῶν ἡλικιωτέων Ἡρόδ. 5. 71· ἑτ. ποιεῖσθαι, συνάγειν Ἰσοκρ. 38Α, Πλάτ. Πολ. 365D· μαρτύρων συνεστῶσα ἑταιρεία Δημ. 560. 5· αἱ βόες νέμονται καθ’ ἑταιρείας, κατ’ ἀγέλας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 4. 2) ἐν Ἀθήναις πολιτικὸς σύλλογος πρὸς φατριαστικοὺς σκοπούς, Θουκ. 3. 82, Λυσ. 125. 16, Ἰσοκρ. 56D, Πλάτ. Πολ. 365D· ἑταρεῖαι ἐπ’ ἀρχὰς ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 173D· οὕτως ἐν Καρχηδόνι, τὰ συσσίτια τῶν ἑτ., παραβαλλόμενα πρὸς τὰ ἐν Σπάρτῃ φιδίτια, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 3, πρβλ. 5. 6, 6., 5. 11, 5. ΙΙ. καθόλου, φιλικὴ σχέσις, φιλία, Σιμωνίδης 119, Σοφ. καὶ Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἔχθρα, Δημ. 851. 18. ΙΙΙ. = ἑταίρησις, Ἀνδοκ. 13. 27, Διόδ. 2. 18: ὁ Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 2, συνδυάζει τὰς σημασίας ΙΙ. καὶ ΙΙΙ.
Greek Monolingual
και εταιρία, η (ΑΜ ἑταιρεία και ἑταιρία, Α ιων. τ. ἑταιρηΐη)
σύλλογος, κοινοπραξία, όμιλος ανθρώπων που αποτελούν σύνδεσμο για κάποιο σκοπό (α. «Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών» β. «Φιλική Εταιρεία»)
νεοελλ.
1. (νομ.) η σύμβαση με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα υποχρεώνονται αμοιβαία για την επιδίωξη κοινού σκοπού, και ιδιαίτερα οικονομικού, με κοινές εισφορές (α. «αστική εταιρεία» β. «εμπορική εταιρεία»)
2. μαθ. φρ. «η μέθοδος της εταιρείας» — ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζεται το μερίδιο του κέρδους ή της ζημιάς που αναλογεί σε καθέναν από τους συνεταίρους, ανάλογα με το κεφάλαιο που έχει καταβάλει ο καθένας από αυτούς και τον χρόνο που παρέμεινε στην επιχείρηση
μσν.
(στο Βυζάντιο)
1. σώμα της αυτοκρατορικής φρουράς που αποτελούσαν κυρίως ξένοι
2. σώμα ξένων μισθοφόρων που υπηρετούσαν στον βυζαντινό στρατό
αρχ.
1. φιλική σχέση, φιλία, συντροφιά
2. (στην αρχ. Αθήνα) πολιτικός σύλλογος με φατριαστικούς σκοπούς
3. η πληρωμένη πορνεία, ασελγής, πορνική ζωή
4. (για ζώα) αγέλη («οἱ βόες νέμονται καθ' ἑταιρείας» — τα βόδια βόσκουν σε αγέλες)
5. θρησκευτικός θίασος, σύλλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. εταιρεία < εταιρείος
η γραφή με -ει-, η οποία θεωρείται και ορθότερη, δικαιολογείται από την προέλευση της λ. ως ουσιαστικοποιημένου θηλ. του αρχ. επιθ. εταιρείος. Η γραφή σε -ία προϋποθέτει παραγωγή της λ. από το εταίρος (εταίρος > εταιρία)
πρβλ. κακός > κακία.
Greek Monotonic
ἑταιρεία: ή ἑταιρία, Ιων. -ηΐη, ἡ (ἑταῖρος),·
I. 1. συντροφιά, παρέα, σύνδεσμος, οργάνωση, σωματείο, συνεταιρισμός, σύλλογος, συντεχνία, αδελφότητα, σε Ηρόδ., Αττ.
2. στην Αθήνα, πολιτικός σύλλογος, όμιλος ή σωματείο, ένωση για εξυπηρέτηση κομματικών σκοπών, σε Θουκ. κ.λπ.
II. γενικά, φιλική σχέση, φιλία, σε Δημ.
Middle Liddell
ἑταῖρος
I. companionship, association, brotherhood, Hdt., Attic
2. at Athens, a political club or union for party purposes, Thuc., etc.
II. generally, friendly connection, friendship, Dem.
English (Woodhouse)
association, club, fellowship, political association, political club