ἰσχνός
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
ή, όν,
A dry, withered, φυλλεῖα Ar.Ach.469; ἰ. τυρός, opp. χλωρός, Poll.6.48, POxy.1338 (v A.D.). 2 of persons, thin, lean, Hp.Aph.2.44, Theoc.10.27, etc.; ἰσχνοὶ καὶ σφηκώδεις Ar.Pl.561; ἰσχνοὶ καὶ ἄσιτοι Pl.Lg.665e; ἰ. ἕξεις a spare habit of body, Plu.Lyc. 17; of roots, -ότεραι Dsc.1.9,10; of the voice, ἰσχνὸν φθέγγεσθαι to speak thin or small, Luc.Nigr.11. 3 weak, feeble, σφυγμός Gal. 8.506. 4 reduced, of a swelling, οὕτω ἂν τάχιστα ἰσχνὸν τὸ οἴδημα γένοιτο Hp.Fract.21, cf. Epid.4.26. Adv. -νῶς, ἑστηκώς without external swelling, Id.Coac.481. 5 light, thin, of clothing materials, POxy.1535 B9 (ii/iii A.D.), etc.:metaph., of style, spare, plain, unadorned, ἰ. χαρακτήρ D.H.Pomp.2, cf. Demetr.Eloc.190, Quint. 12.10.58, Plu.2.42d. Adv. -νῶς, εἰπεῖν to speak plainly, Plb.1.2.6; -νῶς ἰδεῖν τὴν ἀρετήν dub.l. in Lycurg.80. (Perh. cogn. with Lat. vescus: a connexion with ἴσχω was imagined by the Greeks; cf. ἰσχνόφωνος 11.)
German (Pape)
[Seite 1272] ή, όν, dürr, trocken, mager; ἄνδρες ἰσχνοὶ καὶ σφηκώδεις Ar. Plut. 561; ἰσχνοί τε καὶ ἄσιτοι Plat. Legg. II, 665 e; κύνες Rep. IV, 422 d; Sp., ἰσχναὶ καὶ διάκενοι ἕξεις, entggstzt den ὀγκώδεις καὶ πολύτροφοι, Plut. Lyc. 17; Ggstz παχεῖα Rufin. 4 (V, 37); vgl. M. Argent. 11 (V, 102); τυρός, dem χλωρός entggstzt, Poll. 6, 48. – Vom Pulse, dem ἁδρός entggstzt, Medic. – Uebertr. von der Stimme, ἰσχνὸν φθέγγεσθαι, dem μικρόν entsprechend, Luc. Nigr. 11; vom mündlichen u. schriftlichen Ausdrucke, kurz, gedrängt, dem tenue dicendi genus der Lateiner entsprechend, Rhett.; ἰσχνῶς εἰπεῖν mir dürren Worten, ohne rednerische Ausschmückung sprechen, Pol. 1, 2, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχνός: -ή, -όν, ξηρός, μεμαραμμένος, εὐτελής, ἐς τὸ σπυρίδιον ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός, εὐτελῆ, ξηρὰ ἀπολεπίσματα ἢ φύλλα ριδακίνης κατὰ τὸν Σχολ., Ἀρισοφ. Ἀχ. 469 ἰσχνός τυρός, ἀντίθετον τῷ χλωρός, Πολυδ. Ζ΄, 48. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, λεπτός ἀδύνατος, ἰσχνός, Ἱππ. Ἀφ. 1246, κτλ.· ἰσχνοί καὶ σφηκώδεις Ἀριστοφ. Πλ. 561· ἰσχνοί καὶ ἄσιτοι Πλάτ. Νόμ. 665Ε· οὕτω καὶ ἰσχν. ἕξις, ἀδύνατος κατάστασις τοῦ σώματος, Πλουτ. Λυκοῦργ. 17· επὶ τῆς φωνῆς, ἰσχνόν φθέγγεσθαι, μὲ ἀδύνατον φωνήν, Λουκ. Νιγρ. 11. 3) ἀδύνατος, ἀσθενής, πνεῦμα Ἱππ. 1131G. 4) μεταφ., ἐπὶ ὕφους, λεπτόν, ξηρόν, ἁπλοῦν, ἀπέριττον ὕφος, ἰσχνὸς χαρακτὴρ, τὸ Λατ. Tenue dcendi genus, Διον. Ἀλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 2, πρβλ. Δημήτρ. Φαληρ. 190: - Ἐπίρρ., ἰσχνῶς εἰπεῖν, καθαρῶς, ἁπλῶς, ξηρῶς, Πολυβ. 1. 2, 6· ὡσαύτως, ἰσχνὸς ἰδεῖν Λυκοῦργ. 157, κ. ἀλλ.· ἰσχνῶς ἐστηκὼς Ἱππ. 196Β. (Ἐκ τοῦ ἰσχνάνω, διότι τὸ ἰσχανός = συμπεπιεσμένος, «ζουληγμένος», πρβλ. Ἱππ. Ἀγμ. 765· ἐντεῦθεν ἰσχναίνω, ἰσχναλέος, ἰσχνάς).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 desséché, sec;
2 maigre, grêle, frêle ; fig. en parl. du style simple, sans ornements (lat. tenue dicendi genus).
Étymologie: ἴσχω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἰσχνός, -ή, -όν)
1. λιπόσαρκος, αδύνατος, λεπτός («ισχνά μέλη»)
2. (για φωνή) σιγανός, άτονος
νεοελλ.
1. λίγος, πενιχρός, ανεπαρκής (α. «ισχνός μισθός» β. «ισχνά αποτελέσματα» γ. «ισχνά μέσα»)
2. αδύναμος, ανίσχυρος («ισχνά επιχειρήματα»)
3. άπαχος
4. φτωχός, ενδεής
5. φρ. «περίοδος ισχνών αγελάδων» — περίοδος με στερήσεις και ανέχεια
μσν.-αρχ.
1. (για ύφος) λεπτός, προσεγμένος
2. διεξοδικός, λεπτομερής
3. προσεκτικός
αρχ.
1. (για φύλλα) ξηρός, μαραμένος
2. (για σφυγμό) αυτός που μόλις ακούγεται, ο ασθενής.
επίρρ...
ισχνώς και -ά (Α ἰσχνῶς) καθαρά, απλά
αρχ.
ιατρ. χωρίς εξωτερικό οίδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το επίθ. ισχνός συνδέεται με τη λ. ἰσχαλέος (πρβλ. σμερδνός: σμερδαλέος), η οποία πρέπει να προέρχεται από το ρ. ἰσχαίνω (πρβλ. κερδαλέος< κερδαίνω), για το οποίο όμως δεν υπάρχει σαφής μαρτυρία. Η λ. ἰσχνός μπορεί να συνδέεται με αβεστ. hišku- «ξηρός», μσν. ιρλ. sesc, με την ίδια σημ., οπότε να ανάγεται σε ΙE si-squ- «αποξηραμένος». Το δασύ σύμφωνο -χ- της λ. ισχνός παραμένει ανερμήνευτο.
ΠΑΡ. ισχναίνω, ισχνότητα(-ης)
αρχ.
ισχνώ
μσν.
ισχναλέος
νεοελλ.
ισχνεύω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ισχνόφωνος
αρχ.
ισχνογάστωρ, ισχνοκαλαμώδης, ισχνόκωλος, ισχνολόγος, ισχνομυθώ, ισχνοπάρειος, ισχνόπους, ισχνοσκελής, ισχνουργής
αρχ.-μσν.
ισχνομυθία
μσν.
ισχνοεπής, ισχνολέσχης, ισχνοποιός, ισχνοσύνθετος
μσν.- νεοελλ.
ισχνόσαρκος. (Β συνθετικό) κάτισχνος
αρχ.
ένισχνος, υπέρισχνος, ύπισχνος].