ζάω

From LSJ
Revision as of 17:51, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon

Menander, Monostichoi, 205
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζάω Medium diacritics: ζάω Low diacritics: ζάω Capitals: ΖΑΩ
Transliteration A: záō Transliteration B: zaō Transliteration C: zao Beta Code: za/w

English (LSJ)

   A v. ζῶ.

German (Pape)

[Seite 1136] ion. u. ep. ζώω, s. unten, inf. ζῆν, impf. ἔζων, auch ἔζην, Dem. 24, 7 (wie von ζῆμι, vgl. ζῆθι), was Moeris als att. empfiehlt, Thom. Mag. verwirft; imperat. ζῆ, Soph. Ant. 1169 Eur. I. T. 705; auch ζῆθι, Ag. 26 (XI, 51); die übrigen tempp. sind selten, ζήσω, Plat. Rep. V, 465 d Ar. Plut. 263, ζήσομαι, Dem. 25, 82 N. T., z. B. Matth. 4, 4, ἔζησα, Plut. u. a. Sp., ἔζηκα, D. Hal. 5, 68 D. Sic. 16, 88, ἐζήκει, D. C. 59, 14, u. werden gew. aus βιόω ergänzt (verwandt mit ζέΕω); – leben, von Hom. an überall; vom physischen Leben, oft im Ggstz von ἀποθνήσκειν, z. B. ζώοντος u. θανόντος, Il. 23, 70; τεθνάναι μᾶλλον ἢ ζώειν Her. 1, 31, oft οἱ ζῶντες, entgeggstzt οἱ θανόντες; ζῶν καὶ ὤν, pleonastisch, Dem.; τὸ ζῆν, das Leben, Plat. Phaed. 71 d; ἡ ψυχὴ εἰς τὸ ζῆν ἰοῦσα 77 d; – ζῆν τὸν ἄλλον βίον Dem. 24, 115; vgl. Her. 4, 112; Eur. Med. 249; ἀβλαβεῖ βίῳ ζῶσα Soph. El. 650; wie βιόω von der Lebensweise, ἐπιπονώτατα ζῆν Xen. Cyr. 7, 5, 67; oft bei Hom. ῥεῖα ζώειν, von den Göttern; ἐκ τῶν ἄλλων ὧν ἔζης ἄξιος Dem. 21, 134, nach deinem übrigen Leben; – καρποῖς, von Früchten, Dem. 60, 5; gew. ἀπό τινος, wovon leben, sein Leben womit fristen, Her. 1, 203. 2, 36; ἔκ τινος, Xen. Hell. 3, 2, 11; ἔνθεν ἔζων Ar. Lys. 625. – Sonst ist τινὶ ζῆν = für Einen leben, Eur. Ion 546; vgl. Dem. 7, 17. 11, 18. – Uebertr., leben, in Kraft sein, Bestand haben, ἄτης ἄελλαι Aesch. Ag. 793; ἀεί ποτε ζῇ ταῦτα τὰ νόμιμα Soph. Ant. 453; συμφοραί O. R. 45; μαντεῖα ζῶντα 482; χρόνος ζῶν καὶ παρών Tr. 1159; πυρὸς φλὸξ ἔτι ζῶσα Eur. Bacch. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ζάω: συναιροῦν τὰ αει, αε εἰς ῃ, η, ζῇς, ζῇ, ζῆτε προστ. ζη Σοφ. Ἀποσπ. 181, Εὐρ. Ι. Τ. 687, μεταγεν. ζῆθι, Μένανδ. Μονοστ. 191, Ἀνθ. Π. 10. 43 (ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡρῳδιαν. σ. 316 Herm.) ἐυκτ. ζῴην ἀπαρ. ζῆν παρατ. ἔζων Σοφ. Ἠλ. 323, Ἀριστοφ. Βατρ. 1072 ἔζην ἐν χειρογρ. τοῦ Δημ. 702. 2 εἶνε ἐσφαλμένος τύπος σχηματισθεὶς κατὰ τὰ ἔζης, ἔζη, ἐζῆτε (συνῃρ. ἐκ τῶν ἔζαες κλ.)· γ΄ πληθ. ἔζων Ἀριστοφ. Σφηξ. 709, Πλάτ. Νόμ. 679C μέλλ. ζήσω Ἀριστοφ. Πλ. 263, Πλάτ. Πολ. 465D, Μένανδ. Μονοστ. 185 ἢ ζήσομαι Ἱππ. 247. 27, Δημ. 794. 20, Ἀριστ. Πολ. 7. 6, 7 ἀόρ. ἔζησα Ἱππ. 36, 16, Ἀνθ. Π. 7. 470, Πλούτ., κτλ. πρκμ. ἔζηκα Ἀριστ. Μεταφ. 8. 6, 8, Διον. Ἁλ. 5. 68, κλ. ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ὁ ἀόρ. καὶ ὁ πρκμ. κατὰ τὸ πλεῖστον παρελήφθησαν ἐκ τοῦ βιόω. Πλὴν τῆς μετοχ. ζῶντος, Ἰλ. Α. 88, ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν Ἰων. ἐνεστ. ζώω (ὅστις ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Πινδ., Ἡροδ. καὶ ἐν τοῖς χορικοῖς τῶν Τραγ., ὡς Σοφ. Ἠλ. 157, Ο. Κ. 1213, Ἀποσπ. 685) ἀπαρ. ζωέμεναι, -έμεν, Ὀδ. Η. 149, Ω. 436 παρατ. ἔζωον Χ. 245, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 112, Ἡρόδ. 4. 112 Ἰων. ζώεσκον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 90, Βίων 1. 30 ἀόρ. ἔζωσα (ἐπ-) Ἡρόδ. 1. 120 πρκμ. ἔζωκα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3684 ἀπαρέμφ. ζόειν παρὰ Σιμων. Ἰαμβ. 1. 17, Ἀνθ. Π. 13. 21 καὶ ἐνεστ. ζωῶ (-έω) ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 8846 (-όω) αὐτόθι 8792. (Πιθανῶς ὁ ἐξ ἀρχῆς τύπος ἦτο διάω (ἄω, spiro) πρβλ. Σανσκρ. yiv (vivo), πρβλ. Ζ ζ ΙΙ. 3.) Ι. Κυρίως ἐπὶ τοῦ βίου τῶν ζῴων, ζῶ, Ὅμ. κλ. (ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ ἐπὶ φυτῶν, ζῆν κοινὸν εἶναι φαίνεται καὶ τοῖς φυτοῖς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 12) ἐλέγχιστε ζωόντων, ἀχρειότατε μεταξὺ τῶν ζώντων, Ὀδ. Κ. 72 ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο Ἰλ. Ω. 558 ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο Α. 88, πρβλ. Ὀδ. Π. 439 ζῶν καὶ βλέπων Αἰσχύλ. Ἀγ. 677 ζώει τε καὶ ἐστὶν Ὀδ. Ω. 263 ζώντων καὶ ὄντων Δημ. 248. 25 τοῦ εἶναί τε καὶ ζῆν ἕνεκα Πλάτ. Πολ. 369D ζῶσα καὶ ἐγρηγορυῖα ὁ αὐτ. Νόμ. 809D ζῶν καὶ ἔμψυχος Φαίδρ. 276A ῥεῖα ζώοντες, ζῶντες ἐυκόλως, εὐδαιμόνως, ἐπὶ τῶν θεῶν, Ἰλ. Ζ. 158, κ. ἀλλ. ζῶν κατακαυθῆναι, νὰ καυθῇ ζῶν, Ἡρόδ. 1. 86 - μετ’ αἰτ. χρόνου, ζ. ἤματα πάντα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 222, κλ. ὀλίγα ἔτεα Ἡρόδ. 3. 22 - μετὰ δοτ. τρόπου, δμῶες..., ἄλλα τε πολλά, οἷσίν τ’ εὖ ζώουσι, δι’ ὧν ζῶσι καλῶς, Ὀδ. Ν. 423., Τ, 79 κολάκων πονηρίᾳ Ἀριστοφ. Θεσμ. 868, πρβλ. Δημ. 1390. 11 οὕτω, ζ. ἐπί τινι Ἀνδοκ. 13. 30, Ἰσοκρ. 211D - ὡσαύτως, ζῶ ἀπό τινος, ζῶ ἔκ τινος, Θέογν. 1152, Ἡρόδ. 1. 216., 2. 36., 4. 22, Ἀριστοφ. Εἰρ. 850, κτλ. (πρβλ. ἀποζάω) ἔκ τινος ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 591, Δημ. 1309. 26 - μετὰ μετοχ., ζῶ συκοφαντῶν Ἀνδοκ. 13. 25 ἐργαζόμενοι Ἀριστ. Πολ. 4. 6, 2˙ - μετὰ δοτ. ἠθικῆς, ζῆν ἑαυτῷ, δι’ ἑαυτόν, Εὐρ. Ἴωνι 646, Ἀριστοφ. Πλ. 470, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 257˙ - τὸ ζῆν = ζωή, Αἰσχύλ. Πρ. 681, Πλάτ. Φαίδωνι 77Ε, κλ.˙ καὶ ἄνευ τοῦ ἄρθρου, εἰς ἕτερον ζῆν ὁ αύτ. Ἀξ. 365D - ζήτω ὁ βασιλεύς, ὡς παρ’ ἡμῖν ἐπὶ ἐπευφημίας, Ἑβδ. (1 Βασιλ. ι΄, 24)˙ βασιλεῦ, εἰς τὸν αἰῶνα ζῆθι αὐτόθι (Δαν. ε΄, 10). 2) ζῶ, διέρχομαι τὴν ζωήν μου, μετὰ συστοίχου αἰτ., ζώεις δ’ ἀγαθὸν βίον Ὀδ. Ο. 491˙ ζ. βίον μοχθηρὸν Σοφ. Ἠλ. 599, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 249, Ἀριστοφ. Σφηξ. 506, κτλ.˙ καλὸν βίοτον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 174˙ ζόην τὴν αὐτὴν Ἡρόδ. 4. 112, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 344E τὸν βίον ἀσφαλῶς Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 1. 5˙ ἀνθρώπων βίον Σοφ. Ἀποσπ. 517˙ νυμφίων βίον Ἀριστοφ. Ὄρν. 161 ὡσαύτως, ζ. ἀβλαβεῖ βίῳ Σοφ. Ἠλ. 650, πρβλ. Τρ. 168 εὖ ζῆν ὁ αὐτ. Φ. 505 κακῶς ὁ αὐτ. Ο. Κ. 799 ζ. δοῦλος ὁ αὐτ. Ο. Τ. 410 - ὡς μεταβατ., ἐκ τῶν ἄλλων ὧν ἔζης (= ἃ ἐν τῷ βίῳ ἔπραττες), ἐκ τῶν ἄλλων πράξεων τῆς ζωῆς σου, Δημ. 559, 1 ποιεῖσθαι φθόνον ἐξ ὧν ζῇς ὁ αὐτ. 577. 24 ἴδε ἐν λ. βιόω. 3) ζῆσαι, μεταβατ. = δοῦναι ζωήν, Ἑβδ. (Ψαλ. 40, 2, κ. ἀλλ.). ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Λατ. vivere, vigere, εἶμαι ἐν τῇ πλήρει ἀκμῇ τῆς ζωῆς, εἶμαι ἀκμαῖος, ὄλβος ζώει μάσσων Πίνδ. Ι. 5. 8 ἄτης θύελλαι ζῶσι Αἰσχύλ. Ἀγ. 819 ζῶντι χρωμένη ποδὶ Σοφ. Ἀποσπ. 751 μαντεῖα ἀεὶ ζῶντα περιπωτᾶται ὁ αὐτ. Ο. Τ. 482 ἀεὶ ζῇ ταῦτα νόμιμα ὁ αὐτ. Ἀντ. 457 τὰς ξυμφορὰς τῶν βουλευμάτων ζώσας μάλιστα, ἐχούσας μεγάλην ζωικὴν δύναμιν, διαμενούσας, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 45 χρόνῳ τῷ ζῶντι καὶ παρόντι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 1169 ζῶσα φλόξ, ζωντανὸν πῦρ, Εὐρ. Βάκχ. 8 - ἐντεῦθεν, ἀντίθ. βιῶναι (διελθεῖν τὸν βίον), βιοὺς μὲν ἔτη τόσα, ζήσας δὲ ἔτη ἑπτὰ Δίων Κ. 69. 19, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 11 παροιμ., ζεῖ χύτρα, ζῇ φιλία.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avec contr. en η des formes en αε > prés. ζῶ, ζῇς, ζῇ ; impér. ζῆ, opt. ζῴην ; inf. ζῆν ; impf. ἔζων, ἔζης, ἔζη, ἐζῶμεν, ἐζῆτε, ἔζων;
f. ζήσω ou ζήσομαι ; ao. ἔζησα, pf. ἔζηκα, pqp. ἐζήκειν;
ttf. au lieu de ἔζησα, ἔζηκα, ἐζήκειν, les Attiques emploient d’ord. les ao., pf. et pqp. de βιόω;
vivre :
1 être en vie ; οἱ ζῶντες OD les vivants, les hommes ; ζ. ὀλίγα ἔτεα HDT vivre peu d’années ; subst. τὸ ζῆν la vie;
2 soutenir sa vie, se faire vivre : τινι, ἀπό τινος, ἔκ τινος vivre de qch;
3 vivre, passer sa vie : εὖ ζῆν SOPH, κακῶς ζῆν SOPH avoir une vie heureuse, malheureuse ; ζ. βίον μοχθηρόν SOPH vivre d’une vie misérable;
4 fig. en parl. de choses être dans toute sa force : ἄτης θύελλαι ζῶσι ESCHL les tempêtes du malheur sont dans toute leur force ; ἀεὶ ζῇ ταῦτα (νόμιμα) SOPH ces lois sont toujours vivantes.
Étymologie: p. *δjάω, de *γjάω, *γιάω = *γιϜάω ; cf. βίος = lat. vivo.

English (Autenrieth)

see ζώω.

Spanish

vivir

English (Abbott-Smith)

ζάω, -ῶ, [in LXX chiefly for חיה (most freq. ptcp., ζῶν, inf., ζῆν, for חַי;]
1.prop., to live, be alive (v. Syn., s.v. βίος; in cl. usually of animal life, but sometimes of plants, as Arist., Eth. N, i, 7, 12): Ac 20:12, Ro 7:1-3, I Co 7:39, Re 19:20, al.; ἐν αὐτῷ ζῶμεν, Ac 17:28; ἐμοὶ τὸ ζῆν Χριστός, Phl 1:21; διὰ παντὸς τοῦ ζῆν (M, Pr., 215, 249), He 2:15; ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, Ga 2:20; ζῇ ἐν ἐμοὶ Χριστός, Ga 2:20; (ὁ) ζῶν, of God (אֵל חַי and cognate phrases, Jos 3:10, Ho 2:1 (1:10), Is 37:4, al.; v. DCG, ii, 39a), Mt 16:16, Jo 6:57, Ro 9:26, I Th 1:9, He 3:12, Re 7:2, al.; in juristic phrase, ζῶ ἐγώ (חַי־אָנִי, Nu 14:21, al.), as I live, Ro 14:11; ζῆν ἐπ’ ἄρτῳ, Mt 4:4, al.; ἐκ, I Co 9:14; of coming to life, Mk 16:[11], Ro 6:10 14:9, II Co 13:4; opp. to νεκρός, Re 1:18 2:8; metaph., Lk 15:32; ζῆν ἐκ νεκρῶν, Ro 6:13; of the spiritual life of Christians, Lk 10:28, Jo 5:25, Ro 1:17 8:13; εἰς τ. αἰῶνα, Jo 6:51, 58; σὺν Χριστῷ, I Th 5:10; ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς, Re 3:1.
2.As sometimes in cl., = βιόω, to live, pass one's life: Lk 2:36, Ac 26:5, Ro 7:9, Col 2:20; ἐν πίστει, Ga 2:20; ἐν τ. ἁμαρτίᾳ, Ro 6:2; εὐσεβῶς, II Ti 3:12; ἀσώτως, Lk 15:13; c. dat. (cl.), ἑαυτῳ (Field, Notes, 164), Ro 14:7, II Co 5:15; τ. δικαιοσύνῃ, Lk 20:38, Ro 6:10, 11 Ga 2:19; τ. Χριστῷ, II Co 5:15; τ. θεῷ, I Pe 2:24; πνεύματι, Ga 5:25; κατὰ σάρκα, Ro 8:12, 13;
3.Of inanimate things, metaph.: ὕδωρ ζῶν (i.e. springing water, as opp. to still water), in a spiritual sense, Jo 4:10, 11 7:38 (DCG, ii, 39f.): ἐλπὶς ζῶσα, I Pe 1:3; ὁδὸς ζῶσα, He 10:20 (cf. ἀνα-, συν-ζάω; Cremer, 270, 721).

English (Strong)

a primary verb; to live (literally or figuratively): life(-time), (a-)live(-ly), quick.