πνεῦμα
English (LSJ)
ατος, τό, (πνέω)
A blast, wind, first in Anaximen.2, ὅλον τὸν κόσμον π. καὶ ἀὴρ περιέχει: freq. in Trag., etc., ἀνέμων πνεύματα πάντων A.Pr.1086 (anap.), cf. 1047 (anap.); θαλάσσας . . πνεύματι λάβρῳ Id.Pers.110(lyr.); πνευμάτων ἐπομβρίᾳ Id.Fr.300.3; τέως δὲ κούφοις πνεύμασιν βόσκου S.Aj.558; πνεύμασιν θαλασσίοις ἐξωσθέντες E.Cyc. 278 (but πνοή is commoner in Poets; Hom. uses πνοιή) ; πνεύματα ἀνέμων Hdt.7.16.ά; τὸ π. κατῄει Th.2.84; κατὰ πρύμναν ἵσταται τὸ π. ib.97; τὸ π. λεῖον καὶ καθεστηκὸς λαβεῖν Ar.Ra.1003; τὸ π. ἔλαττον γίγνεται Id.Eq.441; εἰ φορὸν π. εἴη X.HG6.2.27; κατὰ πνεῦμα στῆναι τοῦ ἄρρενος to leeward of him, Arist.HA560b14; but κατὰ π. προσιόντες down wind, ib.535a19; πνεύματος ἀνείλησις, ἐκπύρωσις, Epicur. Ep.2pp.44,45 U.; as an element, air, Corp.Herm.1.9, 16; τὸ π. τὸ περὶ τὴν ψυχήν Plot.2.2.2, cf. Porph.Sent.29. 2 metaph., θαλερωτέρῳ π. with more genial breeze or influence, A.Th.708(lyr.); λύσσης π. μάργῳ Id.Pr.884(anap.); αἰδοίῳ π. χώρας with air or spirit of respect on the part of the country, Id.Supp.29(anap.); π. ταὐτὸν οὔποτ' . . ἐν ἀνδράσιν φίλοις βέβηκεν the wind is constantly changing even among friends, S.OC612; π. συμφορᾶς E.IT1317; ὅταν θεοῦ σοι π. μεταβαλὸν τύχῃ Id.HF216. II breathed air, breath, σάλπιγξ βροτείου πνεύματος πληρουμένη A.Eu.568; αὐλῶν, λωτοῦ π., E.Ba.128(lyr.), Ph.787 (lyr., pl.); π. ἀπέρρηξεν βίου the breath of life, A.Pers.507; π. ἀπώλεσεν Id.Th.984 (lyr.); π. ἄθροισον collect breath, E.Ph.851; π. ἀφεῖναι, ἀνεῖναι, μεθεῖναι, to give up the ghost, Id.Hec.571, Or.277, Tr.785 (anap.); π. δειμαίνων λιπεῖν Id.Supp.554; π. . . δυσῶδες ἠφίει Th.2.49; πνεύματος διαρροαί the wind-pipe, E.Hec.567; τὰς τοῦ π. διεξόδους ἀποφράττον Pl.Ti.91c (v. πνεύμων) ; πνεύματος ῥώμη Plu.2.804b: prov., ἄνθρωπός ἐστι π. καὶ σκιὰ μόνον S.Fr.13. 2 breathing, respiration, freq. in Hp., π. πυκνόν, ἀραιόν, ἐκτεῖνον, κατεπεῖγον, Epid.2.3.7; π. πυκνότερον Acut.16; π. προσκόπτον checked, difficult breathing, Aph.4.68; π. ἄσημον indistinct, feeble breathing, Epid.6.7.8; π. βηχῶδες Coac.622; π. μετέωρον shallow breathing, Epid.2.3.1; τὸ π. ἔχειν ἄνω to be out of breath, Men.23, cf. Sosicr.1; τὸ π. ἀνήνεγκαν recovered their breath, Hp.Prorrh.2.12 (so without τὸ π. Aph.2.43); but ἀναφέρουσιν . . κλαίοντά τε καὶ ἐς τὰς ῥῖνας ἀνέλκοντα τὸ π. they sob . ., Id.Hebd.51. b pl., of the air imagined as filling the veins, πνευμάτων ἀπολήψιες ἀνὰ φλέβας Id.Acut.(Sp.)7,al. 3 flatulence, in pl., Eub.107.9, Arist.Pr. 948b25, Dsc.2.112, D.L.6.94. 4 breath of life, π. ζωῆς LXXGe.6.17, 7.15, cf. Plu.Per.13,etc.; π. ἔχειν retain life, Plb.31.10.4; living being, ἐγὼ Νίνος πάλαι ποτ' ἐγενόμην π. Phoen.1.16; οὐ π. πάντα βρότεια σοὶ (sc. Πλούτωνι) νέμεται; IG14.769 (Naples). 5 that which is breathed forth or exhaled, odour, ὦ θεῖον ὀδμῆς π. E.Hipp.1391; π. βαρὺ ἀφιεῖσα, of a tree, Plu.2.647b. 6 Gramm., breathing with which a vowel is pronounced, ib. 1009e (pl.), A.D.Adv.147.18; π. δασύ, ψιλόν, Id.Pron. 78.6, Adv.148.9. III divine inspiration, ἄγρια . . πνεύματα θευφορίης AP6.220.4 (Diosc.); εἰ μή τι θεῖον . . ἐνῆν π. τῇ ψυχῇ Pl.Ax.370c; τὸ ἱερὸν καὶ δαιμόνιον ἐν μούσαις π. Plu.2.605a; καθαρὸν δίκαιον . . π. θεοῦ σωτῆρος BMus.Inscr.1062(Cyrene, ii A. D.). IV the spirit of God, π. θεοῦ LXXGe.1.2, etc.: freq. in NT, τὸ π. τὸ ἅγιον Ev.Marc.3.29,al. 2 spirit of man, εἴτ' ἐστὶ τοῦτο π. θεῖον εἴτε νοῦς Men.482.3: in NT, opp. ψυχή, 1 Ep.Thess.5.23, cf. Ep.Rom.8.2; τῷ π., opp. τῷ σώματι, 1 Ep.Cor.5.3; also, opp. γράμμα, Ep.Rom.2.29. V spiritual or immaterial being, angel, Ep.Hebr.1.14, Apoc.1.4; τὰ ἄχραντα π., τὰ κακὰ π., Iamb.Myst.3.31; π. πονηρόν, ψευδές, LXX Jd.9.23, 3 Ki.22.21, cf. Act.Ap.19.12, 15, Apoc.16.14, Porph. ap. Eus.PE4.23, etc.; ἀλάλου καὶ κακοῦ π. οὖσα πλήρης (sc. ἡ Πυθία) Plu.2.438b. VI Rhet., sentence declaimed in one breath, Hermog.Inv.3.10,4.4,al.
German (Pape)
[Seite 640] τό, Hauch, Wind, Luft; zuerst bei Her., ἀνέμων, 7, 61; das Schnauben der Rosse, Aesch. Spt. 446; λύσσης πνεύματι μάργῳ, Prom. 886; auch σάλπιγξ βροτείου πνεύματος πληρουμένη, Eum. 538; u. vom Hauche des Windes, Prom. 1049 Pers. 110; der Lebensathem, σωθεὶς δὲ πνεῦμ' ἀπώλεσεν, Spt. 966; auch, wie aura, Gunst, δέξαιθ' ἱκέτην τὸν θηλυγενῆ στόλον αἰδοίῳ πνεύματι χώρας, Suppl. 29; vgl. Soph. O. C. 618; ὀξυτόνου διὰ πνεύματος, Soph. Phil. 1082, u. öfter vom Winde, ἐπεὶ ἀφῆκε πνεῦμα, Eur. Hec. 571; πνεῦμ' ἀνεὶς ἐκ πνευμόνων, Or. 277, u. öfter; πνεῦμα λεῖον καὶ καθεστηκός, Ar. Ran. 1001; u. in Prosa, Athem. πνεῦμα ἄτοπον καὶ δυσῶδες ἠφίει, Thuc. 2, 49; τὰς τοῦ πνεύματος διεξόδους ἀποφράττον, Plat. Tim. 91 c; πότερον τὸ πνεῦμα ψυχρὸν φήσομεν, Theaet. 152 b, u. öfter; auch = Wind, κονιορτοῦ ὑπὸ πνεύματος φερομένου, Rep. VI, 496 d; ἡ βία τοῦ πνεύματος, πνεῦμα ἆντίον, Pol. 1, 44, 4. 60, 6; τὸ πνεῦμα ἔχειν διά τινα, d. i. Einem sein Leben verdanken, 31, 18, 4 u. Sp., wie Plut. u. Luc.; ἀφῆκε τὸ πνεῦμα, N. T., er gab seinen Geist auf; – τὸ πνεῦμα ἄνω ἔχειν, außer Athem sein, auch τὸ πνεῦμα γίγνεται ἄνω, Mein. Men. p. 12; Epicrat. bei Poll. 9, 57; eben so μετέωρον πνεῦμα, Hippocr., Athemlosigkeit, wobei der Athem oben am Ende der Luftröhre zu sitzen scheint. Auch belebtes Wesen, ἐγὼ Νίνος πάλαι ποτ' ἐγενόμην πνεῦμα, νῦν δ' οὐκέτ' οὐδέν, ἀλλὰ γῆ πεποίημαι, Phoenix Coloph. bei Ath. XII, 530 f. – Im plur., Athemzüge, Medic. – In der Jägersprache, die Witterung des Wildes. – Bei den Gramm. das Hauchzeichen, spiritus.
Greek (Liddell-Scott)
πνεῦμα: τό, (πνέω) πνοή, φύσημα, ἐπὶ ἀνέμου, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. πνεύματα ἀνέμων 7. 16, 1· ἀκολούθως συχν. παρ’ Ἀττ., ἀνέμων πνεύματα πάντων Αἰσχύλ. Πρ. 1086, πρβλ. 1048· θαλάσσας... πνεύματι λάβρῳ ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 110· πνευμάτων ἐπομβρίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 304· τέως δὲ κούφοις πνεύμασιν βόσκου Σοφ. Αἴ. 558· πνεύμασιν θαλασσίοις ὠσθέντες Εὐρ. Κύκλ. 278· (ἀλλὰ πνοή, τὸ μόνον ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ εἶναι συχνότερον παρὰ ποιηταῖς)· τὸ πν. κατῄει Θουκ. 2. 84· κατὰ πρύμναν ἵσταται τὸ πν. αὐτόθι 97· τὸ πν. λεῖον καὶ καθεστηκὸς λαβεῖν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1003· τὸ πν. ἔλαττον γίγνεται ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 441· εἰ εὔφορον πν. εἴη Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 27· κατὰ πνεῦμά τινος στῆναι, πρὸς τὸ μέρος ὅθεν πνέει ὁ ἄνεμος πρός τινα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 13., 6. 2, 21. 2) μεταφορ., θαλερωτέρῳ πν., μετὰ ἡμερωτέρας, εὐμενεστέρας πνοῆς, Αἰσχύλ. Θήβ. 708· λύσσης πν. μάργῳ ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 884· αἰδοίῳ πν. χώρας, μὲ πνεῦμα ἢ τρόπον σεβασμοῦ ἐκ μέρους τῆς χώρας, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 30· καὶ πνεῦμα ταὐτὸν οὔποτ’ οὔτ’ ἐν ἀνδράσιν φίλοις βέβηκεν οὔτε πρὸς πόλιν πόλει Σοφ. Ο. Κ. 612· πν. συμφορᾶς Εὐρ. Ι. Τ. 1317· ὅταν θεός σοι πν. μεταβαλὼν τύχῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 216. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. spiritus ἢ anima (Κικ. Tusc. Q. 1. 9), πνοή, σάλπιγξ βροτείου πνεύματος πληρουμένη Αἰσχύλ. Εὐμ. 568· αὐλῶν, λωτοῦ πν. Εὐρ. Βάκχ. 128, Φοίν. 788· πν. ἀπέρρηξεν βίου, τὴν πνοὴν τῆς ζωῆς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 507· πν. ἀπώλεσεν ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 981· πνεῦμ’ ἄθροισον, «πάρε τὴν ἀνάσαν σου», Εὐρ. Φοίν. 851· πν. ἀφιέναι, ἀνιέναι, μεθιέναι, ἐκπνεῖν, παραδιδόναι τὸ πνεῦμα, ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 571, Ὀρ. 277, Τρῳ. 780· πνεῦμα δειμαίνων λιπεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 554· πνεῦμα... δυσῶδες ἠφίει Θουκ. 2. 49· πνεύματος διαρροαί, ποιητικ. ὁ λαιμός, διότι δι’ αὐτοῦ ἀναπνέει τις, Εὐρ. Ἑκ. 567· τοῦ πν. διεξόδους ἀποφράττειν Πλάτ. Τίμ. 91C (ἴδε ἐν λ. πλεύμων)· πνεύματος ῥώμη Πλούτ. 2. 804Β· ― παροιμ., ἄνθρωπός ἐστι πν. καὶ σκιὰ μόνον Σοφ. Ἀποσπ. 13. 2) ἀναπνοή, συχνὸν παρ’ Ἱππ., ὅστις μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐν πολλαῖς φράσεσι πν. ἀναφέρειν, ἀναπνέειν ἰσχυρῶς (οὕτω τὸ πνεῦμ’ ἔχοντα ἄνω, μόλις δυνάμενον νὰ ἀναπνέῃ, Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῦσι» 3· γίγνεται τὸ πνεῦμ’ ἄνω, κόπτεται ἡ ἀναπνοή, μόλις δύναταί τις ν’ ἀναπνέῃ, Σωσικράτης ἐν «Παρακαταθήκῃ» 1)· μετέωρον πνεῦμα, ὡς τὸ τοῦ Ὀρατ. sublimis anhelitus, ἔλλειψις ἀναπνοῆς, ὅταν ἡ ἀναπνοὴ φαίνηται περιοριζομένη εἰς τὸ ἀνώτατον ἄκρον τοῦ ἀναπνευστικοῦ σωλῆνος· οὕτω, πν. πρόχειρον, ἄνω φερόμενον, ἀνελκόμενον, ἀνεσπασμένον· ὡσαύτως, πν. πυκνόν, πν. ἁλιζόμενον, πυκνή, ταχεῖα ἀναπνοή· πν. διὰ πολλοῦ χρόνου, διακοπτομένη ἀναπνοή· πν. προσκόπτον ἢ προσπταῖον, διακοπτομένη, κωλυομένη, ἀναπνοή· πν. ἄσημον, ἀραιόν, ὀλίγη, ἀδύνατος ἀναπνοή· πν. βηχῶδες, μυχθῶδες, κτλ.· ἴδε Foës Oecon. Hipp.· ― ἐν τῷ πληθ., τὸ πνευστιᾶν, αὐτόθι. 3) ἀέρια ἐν τῷ στομάχῳ ἐν τῷ πληθ., πνευμάτων πολλῶν φύλαξ Εὔβουλος ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 9, Ἀριστ. Προβλ. 27. 25, Διογ. Λ. 6. 94. 4) ἡ πνοὴ τῆς ζωῆς, τὸ ζωοποιοῦν πνεῦμα, ζωή, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 9, Πολύβ. 31. 18, 4, Πλούτ. κτλ.· ― ὡσαύτως, ζῶν ὄν, Λατ. anima, ἐγὼ Νῖνος πάλαι ποτ’ ἐγενόμην πνεῦμα, νῦν δ’ οὐκ ἔτ’ οὐδὲν Φοίνιξ ὁ Κολοφώνιος παρ’ Ἀθην. 330F. 5) τὸ ἐκπνεόμενον ἢ ὡς ἀναθυμίασις ἐξατμιζόμενον, εὐωδία, ὦ θεῖον ὀδμῆς πν. Εὐρ. Ἱππ. 1391· πν. βαρὺ ἀφιέναι, ἐπὶ τῶν καρύων, Πλούτ. 2. 647Α. 6) παρὰ τοῖς γραμμ., τὸ πνεῦμα μεθ’ οὗ φωνῆέν τι προφέρεται, αὐτόθι 1009Ε, κτλ.· πν. δασὺ καὶ ψιλόν, δασεῖα καὶ ψιλή, ἴδε Λεξικ. περὶ Πνευμάτ., παραρτ. ἐν τῇ Βαλκεν. ἐκδ. τοῦ Ἀμμωνίου σ. 207. ΙΙΙ. πνεῦμα, Λατ. afflatus, ἄγρια... πνεύματα θευφορίης Ἀνθ. Π. 6. 220· εἰ μή τι θεῖον... ἐνῆν πν. τῇ ψυχῇ Πλάτ. Ἀξίοχ. 370C· τὸ ἱερὸν καὶ δαιμόνιον ἐν Μούσαις πν. Πλούτ. 2. 605Α, πρβλ. 438Β· ἐν τῇ Κ. Δ. μάλιστα ἐπὶ τῆς ἐπιπνοίας ἢ ἐμπνεύσεως τῶν προφητῶν· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς ἐπιδράσεως ἣν ἐξασκεῖ τὸ θεῖον ἐπὶ τὰς σκέψεις καὶ τὰ αἰσθήματα τῶν εὐσεβῶν ἀνθρώπων. IV. τὸ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ πνεῦμα, ἡ ψυχή, εἴτ’ ἔστι τοῦτο πνεῦμα θεῖον εἴτε νοῦς Μένανδρ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 3. 3· μάλιστα τὸ ὑψηλότερον καὶ εὐγενέστερον μέρος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ψυχή, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. ε΄, 23, πρβλ. πρ. Ρωμ. β΄, 29, η΄, 2 κἑξ., Α΄ πρ. Κορινθ. ε΄, 3 κἑξ., κτλ.· πρβλ. πνευματικός ΙΙ. V. πνευματικὸν ἢ ἄϋλον ὄν, ἐν τῇ Καιν. Διαθ. μάλιστα ἐπὶ τοῦ τρίτου προσώπου τῆς Θεότητος, τὸ Πνεῦμα, Πν. ἅγιον· ― ὡσαύτως ἐπὶ τῶν ἀγγέλων, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. α΄, 14, Ἀποκάλ. α΄, 4· ἐπὶ τῶν πονηρῶν πνευμάτων, Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄, 12, 15, Ἀποκάλ. ις΄, 14, κτλ. VI. Ἐν τῇ Ρητορ. «πνεῦμα μὲν οὖν ἐστι σύνθεσις λόγου διάνοιαν ἀπαρτίζον ἐν κώλοις καὶ κόμμασι μετρούμενον πρὸς τὴν διάρκειαν τοῦ πνεύματος κατὰ τὴν φωνὴν τοῦ λέγοντος» Ρήτορ. (Walz) 3. 158, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
souffle :
I. souffle du vent, vent ; fig. vent de la fortune, souffle de la prospérité, etc. ; souffle de la faveur (cf. lat. aura);
II. souffle :
1 expiration de l’air aspiré, haleine;
2 respiration, souffle de vie : πνεύματος ῥωμή PLUT force de la respiration, càd de la poitrine;
III. exhalaison, odeur;
IV. fig. 1 souffle, comme signe de force, de passion;
2 t. de gramm. aspiration, esprit (rude ou doux).
Étymologie: πνέω.
Spanish
aire, aliento, espíritu, demon, entidad superior indefinida, alma, Espíritu, espíritu maléfico, demonio
English (Abbott-Smith)
πνεῦμα, -τος, τό, [in LXX chiefly and very freq. for רוּחַ;]
1.of air in motion;
(a)wind: Jo 3:8; pl., He 1:7 (LXX);
(b)breath: π. ζωῆς, Re 11:11; π. τοῦ στόματος, fig., II Th 2:8 (cf. Ps 32 (33)6).
2.Of the vital principle, the spirit (Arist., Polyb., al.): Lk 8:55, Jo 19:30, Ac 7:59, al.; opp. to σάρξ, Mt 26:41, Mk 14:38, I Co 5:5, al.; to σῶμα, Ro 8:10, I Co 6:17 7:34, I Pe 4:6; to ψυχή, Phl 1:27, He 4:12; τὸ π. καὶ ἡ ψ. καὶ τ. σῶμα, I Th 5:23 (M, Th., in l.); dat., τῷ π., in spirit, Mk 2:8 8:12, Jo 11:33 13:21, Ac 18:25, Ro 12:11, I Co 7:34, I Pe 3:18, al.; of the human spirit of Christ, Ro 1:4, I Ti 3:16.
3.spirit, i.e. frame of mind, disposition, influence: Lk 1:17, Ro 8:15, I Co 4:21, Gal 6:1, Eph 2:2, II Ti 1:7, I Jo 4:6, al.
4.An incorporeal being, a spirit: Lk 24:37, 39 Ac 23:8; π. ὁ θεός, God is spirit, Jo 4:24; πατὴρ τῶν π., He 12:9; of disembodied human beings, He 12:23, I Pe 3:19 (ICC, in l.; DB, iii, 795); of angels. He 1:14; of demons or evil spirits, Mt 8:16, Mk 9:20, Lk 9:39, al.; π. πύθυωνα, Ac 16:16; πνεύματα δαιμονίων, Re 16:14; π. δαιμονίου ἀκαθάρτου, Lk 4:33; π. ἀσθενείας (Bl., §35, 5), Lk 13:11; π. ἀκάθαρτον, Mt 10:1, Mk 1:23, Lk 4:36, Ac 5:16; π. ἄλαλον (καὶ κωφόν), Mk 9:17, 25; πονηρόν, Lk 7:21, Ac 19:12, al.
5.Of the Holy Spirit, π. ἅγιον, τὸ ἅ. π., τὸ π. τὸ ἅ. τὸ π., π. (the article as a rule being used when the Spirit is regarded as a Person or a Divine Power, and omitted when the reference is to an operation, influence or gift of the Spirit; v. WM, 151:5; Bl., §46, 7): anarth., Mt 1:18 3:11, 16 4:1, Mk 1:8 (Swete, in l.), ib.10, Lk 1:15, Jo 7:39, Ac 19:2, Ro 5:5, I Co 2:4, al.; c. art., Mt 4:1 12:31, 32 Mk 1:10 3:29, Lk 2:26, Jo 7:36 14:26, Ac 4:31 5:3, Ro 8:16, al.; (τὸ) π. (τοῦ) θεοῦ, Mt 3:16, Ro 8:9, Eph 3:16, I Jo 4:2, al.; τὸ π. τ. πατρός, Mt 10:20; π. θεοῦ ζῶντος, II Co 3:3; (τὸ) π. τοῦ κυρίου, Lk 4:18, Ac 5:9 8:39; τὸ π. Ἰησοῦ, Ac 16:7; Χριστοῦ, Ro 8:9; Ἰησοῦ Χριστοῦ, Phl 1:19; τὸ π. τ. ἀληθείας, Jo 15:26 16:13, I Jo 4:6; λείγει (μαρτυρεῖ) τὸ π. (τὸ ἅγιον), Ac 21:11 28:25, I Ti 4:1, He 3:7 10:15, Re 14:13; seq. τ. ἐκκλησίαις,Re 2:7, 11 17, 29, 3:6, 12, 22; ἐν τ. π., Lk 2:27; κατὰ πνεῦμα, Ro 8:4, 5; ἐξ ὕδατος καὶ π., Jo 3:5, διὰ πνεύματος αἰωνίου, He 9:14; ἐν ἁγιασμῷ πνεύματος, II Th 2:13, I Pe 1:2; ἓν π., I Co 12:13, Eph 2:18 4:4; ὁ δὲ κύριος τὸ π. ἐστιν, II Co 3:17; of that which is effected or governed by the Spirit, opp. to γράμμα, Ro 2:29 7:6, II Co 3:6. SYN.: νοῦς, which in NT is contrasted with π. as "the action of the understanding in man with that of the spiritual or ecstatic impulse" (DB, iv, 612); ψυχή— the usual term in cl. psychology—in NT, "expresses man as apart from God, a separate individual, π. expresses man as drawing his life from God" (DB, 1-vol., 872).
English (Strong)
from πνέω; a current of air, i.e. breath (blast) or a breeze; by analogy or figuratively, a spirit, i.e. (human) the rational soul, (by implication) vital principle, mental disposition, etc., or (superhuman) an angel, demon, or (divine) God, Christ's spirit, the Holy Spirit: ghost, life, spirit(-ual, -ually), mind. Compare ψυχή.