ἄνωθεν

From LSJ
Revision as of 18:02, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνωθεν Medium diacritics: ἄνωθεν Low diacritics: άνωθεν Capitals: ΑΝΩΘΕΝ
Transliteration A: ánōthen Transliteration B: anōthen Transliteration C: anothen Beta Code: a)/nwqen

English (LSJ)

and ἄνωθε (Ar.Ec.698), Dor. ἄνωθα Tab.Heracl.1.17: (ἄνω):—Adv. of Place,

   A from above, from on high, θεοὺς ἄ. γῆς ἐποπτεύειν ἄχη A.Ag.1579; ὕδατος ἄ. γενομένου Th.4.75; βάλλειν ἄ. Id.7.84; from the interior of a country, Id.1.59, X.An.7.7.2; esp. from inner Asia, Plu.Dem.14; from the north, Hdt.4.105.    2 like ἄνω, above, on high, opp. κάτωθεν or κάτω, A.Ag.871 (dub.): of the gods, Id.Supp.597 (lyr.), Pl.Lg.717b; of men on earth, οἱ ἄ. the living, A.Ch.834 (lyr.), E.Hel.1014; those on deck (in a ship), Th.7.63; of birds of the air, S.El.1058 (lyr.); ἡ ἄ. Φρυγία upper Phrygia, D.23.155.    b rarely c. gen., ἄ. τοῦ στρατοπέδου Hdt.1.75; τοῦ καρποῦ Hp.Art.80; τῆς νεώς Plu. Them.12.    II in narrative or in quiry, from the beginning, from farther back, ἄ. ἄρχεσθαι, ἐπιχειρεῖν, Pl.Phlb. 44d, Lg.781d; ἄ. ἐξετάζειν τὸ γένος D.44.69, cf. Men.Epit.23; in quotations, above, earlier, Sch.E.Ph.249, etc.: οἱ ἔμπροσθεν καὶ ἄ. γονεῖς ancestors, Pl.Ti.18d; Κορίνθιαι εἰμὲς ἄ. by descent, Theoc.15.91, cf. 22.164, Call.Aet.3.1.32; πονηρὸς ἄ. a born rogue, D.45.80; ἐκ προγόνων ἄ. τετιμημένος IG22.1072; ἄ. ἀναμάρτητον from early life, Phld. Sto.Herc.339.17.16; ἐν τοῖς ἄ. χρόνοις D.9.41.    2 τὰ ἄ. higher, more universal principles, Pl.Phd.101d, cf. Arist.AP0.97a33.    3 over again, anew, afresh, φιλίαν ἄ. ποιεῖται J.AJ1.18.3, Artem.1.14, cf. Ev.Jo.3.3; πάλιν ἄ. Ep.Gal.4.9, cf. Harp. s.v. ἀνάδικοι κρίσεις; κτίστης ἄνωθε γενόμενος IG7.2712.58.

German (Pape)

[Seite 268] (ἄνω), dor. ἄνωθα, von obenher, herab, von einem höher gelegenen Orte, πέτρος ἄνωθεν ἠνέχθη Xen. An. 4, 7, 13; aus dem Binnenlande, Thuc. 1, 59; vom Himmel, ὁ κεραυνὸς ἄνωθεν ἀφίεται Xen. Mem. 4, 3. 14; vgl. Thuc. 4, 75; von der Zeit, von Alters her, οἱ ἄνωθεν, die Vorfahren, Plat. Tim. 18 d; ἄνωθεν ἄρχεσθαι, weit ausholen, Dem. 21, 77; vgl. Plat. Phil. 44 d; ἄν. ἐπιχειρεῖν Legg. VI, 781 d; ἐν τοῖς ἄν. χρόνοις Dem. 9, 41; denuo, Dio Chrys. 1, 604. Bisweilen scheinbar für ἄνω, z. B. θεοὶ ἄνωθεν ὄντες ὠφελοῦσιν, d. i. ἄνω ὄντες ἄνωθεν ὠφ. Xen. Symp. 6, 7; οἱ ἄνωθεν, die auf dem Verdeck, die vom V. herab kämpfen, Thuc. 7, 63.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνωθεν: καὶ χάριν τοῦ μέτρου ἄνωθε (Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 698), Δωρ. ἄνωθα, Ἡρακλεωτ. Πίνδ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 87 (ἄνω): - Ἐπίρρ. τόπου, ἐκ τῶν ἄνω, ἐξ ὕψους, Ἡρόδ. 4. 105, Πινδ. Ἀποσπ. 87, Τραγ., κτλ.· ὕδατος ἄνωθεν γενομένου, ὅ ἐ. βροχῆς, Θουκ. 4. 75· βάλλειν ἄνωθεν ὁ αὐτ. 7. 84: - εἰ δὲ μὴ θεὸς ἔστρεψ’ ἄνωθεν περιβαλὼν κάτω χθονὸς (κατὰ τὸν Paley «εἰ δ’ ἡμᾶς θεὸς ἔστρεψε τἄνω» κτλ.) Εὐρ. Τρῳ. 1243· ἐκ τοῦ ἐσωτερικοῦ χώρας τινός, Θουκ. 1. 59, Ξεν. Ἀν. 7.7, 2. 2) κατά τι κοινὸν ἑλληνικὸν ἰδίωμα (ἴδε Jelf. Ἑλλ. Γραμμ. § 647), συχνάκις τίθεται ἀντὶ τοῦ ἄνω, ἐπάνω, ὑψηλά, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κάτωθενκάτω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 871, καὶ συχνάκις παρὰ τοῖς ἄλλοις Τραγ.: ἐπὶ τῶν θεῶν, ὁ αὐτ. Ἱκ. 597, Πλάτ. Νόμ. 717Β· ἐπὶ τῶν ἐπὶ γῆς ἀνθρώπων, οἱ ἄνωθεν (καθ’ Ἕρμαννον οἱ ἄνω), οἱ ζῶντες, Αἰσχύλ. Χο. 834, Εὐρ. Ἑλ. 1014· ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ καταστρώματος πλοίου, Θουκ. 7. 63· ἐπὶ τῶν ἐν τῷ ἀέρι πτηνῶν, Σοφ. Ἠλ. 1058· ἡ ἄνωθεν Φρυγία, ἡ ἄνω Φρυγία, Δημ. 671.19. β) σπαν. μετὰ γεν., ἄνωθεν τοῦ στρατοπέδου Ἡρόδ. 1. 75· τῆς νεὼς Πλουτ. Θεμιστ. 12· ἐν Αίσχύλ. Ἀγ. 1579, τὸ γῆς πιθανῶς ἀνήκει εἰς τὸ ἄχη. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἐξ ἀρχῆς, ἀπ’ ἀρχῆς, ἄνωθεν ἄρχεσθαι ἐπιχειρεῖν Πλάτ. Φίληβ. 44D, Νόμ. 781D· ἐξετάζειν, Λατ. ex alto repetere, Δημ. 1082. 7· ἐπὶ ἀναφορῶν, εἰς τὰ προηγουμένως γραφέντα, ἀνωτέρω, προηγουμένως, Ἀθανάσ., Γραμμ.: - οἱ ἄνωθεν, οἱ προπάτορες, Πλάτ. Τίμ. 18D· Κορίνθιαι εἰμὲς ἄν., ἐκ καταγωγῆς, Θεόκρ. 15. 91, πρβλ. 22. 164· πονηρὸς ἄνωθεν, ἐκ γενετῆς, Δημ. 1125. 23· ἐν τοῖς ἄν. χρόνοις ὁ αὐτ. 121. 19: - τὰ ἄνωθεν, αἱ πρῶται ἀρχαί, Πλάτ. Φαίδ. 101D. 2) πάλιν ἐκ νέου, πάλιν ἐξ ἀρχῆς, φιλίαν ἀν. ποιεῖται Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 1. 18, 3, Ἀρτεμ. Ὀνειρ. 1. 14, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. γ΄ 3, Ἐπιστ. π. Γαλ. δ΄, 9· πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν ταῖς λέξ. ἀναθέσθαι, ἀναποδιζόμενα, ἀνασυντάξας.

French (Bailly abrégé)

adv.
A. d’en haut :
I. avec idée de lieu βάλλειν ἄνωθεν THC lancer ou frapper d’en haut ; particul. :
1 du ciel : ὕδατος ἄνωθεν γενομένου THC une pluie étant survenue;
2 de l’intérieur d’un pays, particul. de la haute Asie;
II. avec idée de temps dès le commencement : οἱ ἄνωθεν χρόνοι DÉM les temps anciens ; τὰ ἄνωθεν PLAT les premiers principes;
B. en haut ; avec un gén. : en haut de ; particul. :
1 dans les airs, dans l’espace;
2 au ciel;
3 sur terre (p. opp. aux enfers) : οἱ ἄνωθεν ESCHL les vivants;
4 dans l’intérieur des terres.
Étymologie: ἄνω, -θεν.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἄνωθε Ar.Ec.698; dór. ἄνωθα TEracl.1.17; ἄνοθεν PHib.110.66 (III a.C.); arcad. ἄνωδα SMSR 13.58.17 (Mantinea V a.C.)

• Prosodia: [ᾰ-]
adv.
A local
I c. verb. de mov. o asimilados
1 en gener. desde arriba, por arriba, arriba πολλὰς ἄνωθεν ἀρτάνας ... ἔλυσαν A.A.875, ἄνωθεν πέτρην ἐπιτιθεῖσιν σῆμα Acus.22, ἔβαλλον ἄνωθεν τοὺς Ἀθηναίους Th.7.84, πέτρος ἄνωθεν ἠνέχθη X.An.4.7.12, ἄνωθα ἀπὸ τᾶν ἀποροᾶν TEracl.1.17, ἄνωθ' ἐξ ὑπερῴου Ar.Ec.698, cf. Men.Sam.233.
2 desde el Norte ἄνωθέν σφιν ... ἐπέπεσον Hdt.4.105.
3 desde el cielo θεοὺς ἄνωθεν γῆς ἐποπτεύειν ἄχη A.A.1579, εὐλόγησέν σε εὐλογίαν οὐρανοῦ ἄνωθεν LXX Ge.49.25, ὁ ἄνωθεν ἐρχόμενος Eu.Io.3.31
(sc. οἱ θεοί) ἄνωθεν ... ὕοντες ... ἄνωθεν δὲ φῶς παρέχουσιν X.Smp.6.7.
4 de países desde el interior ἐπολέμουν μετὰ ... τῶν Δέρδου ἀδελφῶν ἄνωθεν στρατιᾷ ἐσβεβληκότων Th.1.59, cf. X.An.7.7.2, ὕδατος ἄνωθεν γενομένου καὶ κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥεύματος por el agua caída en la parte alta (del país) bajaba el río con una súbita crecida Th.4.75, ἐκ τῆς ἄνωθεν Φρυγίας desde la Frigia interior D.23.155, ἄνωθεν ἐκ Σούσων (el oro que venía) de allá arriba, de Susa Plu.Dem.14.
II c. verb. de reposo o sin verb.
1 en gener. arriba οὔτινος ἄ. ἡμένου no habiendo nadie sentado arriba A.Supp.597, πολλὴν ἄνωθεν, τὴν κάτω γὰρ οὐ λέγω de la tierra que cubre a Agamenón muerto, A.A.871
subst. en una nave οἱ ἄνωθεν los soldados del puente Th.7.63, de Pan τὰ μὲν ἄνωθεν λεῖος sin vello por arriba Pl.Cra.408d.
2 en el cielo τοὺς ἄνωθεν ... οἰωνούς S.El.1058, de los ángeles αἱ πτέρυγες ... ἐκτεταμέναι ἄνωθεν las alas extendidas en el cielo LXX Ez.1.11.
3 en la tierra οἱ ἄνωθεν los vivos A.Ch.834, τοῖς ἄνωθεν πᾶσιν ἀνθρώποις E.Hel.1014.
4 en citas más arriba Sch.E.Ph.249.
B temp.
1 desde antes, desde antiguo ἄρχεσθαι ... ἄ. comenzar desde el principio Pl.Phlb.44d, ἐξετάζειν τὸ γένος D.44.5
Κορίνθιαι εἰμὲς ἄνωθεν somos corintias de origen Theoc.15.91, Κοδρείδης σύ γ' ἄνωθεν ὁ πενθερός Call.Fr.75.32, ἄ. ἀναμάρτητόν τινα γενέσθαι Phld.Sto.p.57
ἄνωθεν γονεῖς antepasados Pl.Ti.18d, ἄνωθεν ... πατρώιον αἷμα Theoc.22.164, ἐκ προγόνων ἄνωθεν ... τετιμημένος IG 22.1072.9 (II d.C.), ἐν τοῖς ἄ. χρόνοις en tiempos anteriores D.9.41
hace tiempo ἣν ἔχετε πρὸς ἡμᾶς ἄνωθεν πατρικὴν φιλίαν PTeb.59.7.
2 un poco más arriba, un poco antes ἄνωθέν ποθεν ἐπιχειρεῖν Pl.Lg.781d, ἔτι δὲ ἄ. ἔγωγε ἀξιῶ Hp.VM 3, cf. PCair.Isidor.94.6 (IV d.C.), μικρόν γ' ἄνωθεν (λέγω) Men.Epit.240.
3 de nuevo φιλίαν ἄνωθεν ποιεῖται I.AI 1.263, οἷς πάλιν ἄνωθεν δουλεῦσαι θέλετε Ep.Gal.4.9, κτίστης ἄνωθε γενόμενος IG 7.2712.58, ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν Eu.Io.3.3, cf. Artem.1.31.
C nocional, subst., de categorías abstractas elevado, general τὰ ἄνωθεν los principios universales Pl.Phd.101d, ἀφαιρεθέντος γὰρ τοῦ ἄνωθεν τὸ ἐχόμενον ... πρῶτον ἔσται Arist.APo.97a33.
D prep. de gen. encima de τοῦ στρατοπέδου Hdt.1.75, τοῦ καρποῦ Hp.Art.80, τῶν Θυεστείων ῥακῶν Ar.Ach.433, ὑμῶν Ar.Au.1526, οὐλὴ ἄνωθεν ποδὸς δεξιοῦ SB 9917.4 (IV d.C.)
c. dat. οὐλὴ ἄνοθεν (sic) ἀντικνημίῳ δεξιῷ PCair.Isidor.128.14 (IV d.C.)
subst. τὰ δὲ τούτων ἄνωθεν las (ofrendas) superiores a estas Pl.Lg.717b.

English (Strong)

from ἄνω; from above; by analogy, from the first; by implication, anew: from above, again, from the beginning (very first), the top.

English (Thayer)

(ἄνω), adverb;
a. from above, from a higher place: ἀπό ἄνωθεν (Winer's Grammar, § 50,7 N. 1), Tdf. omits ἀπό); ἐκ τῶν ἄνωθεν from the upper part, from the top, from heaven, or from God as dwelling in heaven: from the first: from the beginning on, from the very first: anew, over again, indicating repetition (a use somewhat rare, but wrongly denied by many (Meyer among them; cf. his commentary on John and Galatians as below)): ἄνωθεν γεννηθῆναι, where others explain it from above, i. e. from heaven. But, according to this explanation, Nicodemus ought to have wondered how it was possible for anyone to be born from heaven; but this he did not say; (cf. Westcott, Commentary on John , p. 63). Of the repetition of physical birth, we read in Artemidorus Daldianus, oneir. 1,13 (14), p. 18 (i., p. 26, Reiff edition) (ἀνδρί) ἔτι τῷ ἔχοντι ἐγκυον γυναῖκα σημαίνει παῖδα αὐτῷ γεννήσεσθαι ὅμοιον κατά πάντα. οὕτω γάρ ἄνωθεν αὐτός δοξειε γέννασθαι; cf. Josephus, Antiquities 1,18, 3 φιλίαν ἄνωθεν ποιεῖσθαι, where a little before stands πρότερα φιλία; add, Martyr. Polycarp, 1,1 [ET]; (also Socrates in Stobaeus, flor. cxxiv. 41, iv. 135, Meineke edition (iii. 438, Gaisf. edition); Harpocration, Lex., see under the words, ἀναδικάσασθαι, ἀναθέσθαι, ἀναποδιζομενα, ἀνασυνταξις; Canon. apost. 46 (others 39, Coteler. patr. apost. works, i. 444); Pseudo-Basil, de bapt. 1,2, 7 (iii. 1537); Origen in Joann. t. xx. c. 12 (works, iv. 322c. DelaRue). See Abbot, Authorship of the Fourth Gospel, etc. (Boston 1880), p. 34 f). πάλιν ἄνωθεν, (on this combination of synonymous words cf. Kühner, § 534,1; (Jelf, § 777,1); Grimm on Sap. xix. 5 (6)): Galatians 4:9 (again, since ye were in bondage once before).