μέρμερος

From LSJ
Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέρμερος Medium diacritics: μέρμερος Low diacritics: μέρμερος Capitals: ΜΕΡΜΕΡΟΣ
Transliteration A: mérmeros Transliteration B: mermeros Transliteration C: mermeros Beta Code: me/rmeros

English (LSJ)

ον,

   A baneful, Hom. (only in Il.) always in neut. pl., μέρμερα μητίσασθαι to devise mischief, 10.48; μ. ῥέζων 11.502; μ. μήσατο ἔργα 10.289, cf. 524; in Hom. always of warlike deeds, πολέμοιο μ. ἔργα 8.453; but μ. ῥέζων, of Zeus, Orph.Fr.21a; μ. ἔργα γυναικῶν the ills that women work, Hes.Th.603; μ. κακόν E.Rh. 509; βλάβη Lyc.949; ἀδρανίη Nic.Th.248.    II of persons, captious, fastidious, Pl.Hp.Ma.290e; ἔθνος Λατίνων D.P.350; μ. χρῆμα crafty creature, of a fox, Plu.2.988a; of a hound, Opp.C.1.490.— Ep. word, used in E. and Pl. ll. cc.

German (Pape)

[Seite 135] ον, sorgenvoll, mühe-, kummervoll; bei Hom. μέρμερα ἔργα, Il. 8, 453. 10, 289. 524, u. ohne subst., ἄνδρ' ἕνα τοσσάδε μέρμερ' ἐν ἤματι μητίσασθαι, ὅσσ' Ἕκτωρ ἔῤῥεξε, 10, 48, πεδίον κατὰ μέρμερα ῥέζων, 21, 217, vgl. 12, 502 (in der Od. kommt das Wort nicht vor), von Kriegsthaten, entweder mühvoll, schwierig, oder auch dem, gegen den sie vollbracht werden, Mühe u. Noth machend, verderblich, unheilvoll; u. so spricht Hes. Th. 603 von μέρμερα ἔργα γυναικῶν, verderbliche Werke der Weiber, die den Männern Unheil bereiten; μέρμερον κακόν, Eur. Rhes. 509. – Von Personen, schwierig, mürrisch, verdrießlich, mit dem man schwer fertig werden kann, Plat. Hipp. mai. 290 e. – Aber ἥρως μέρμερος, Christod. 3 (VII, 692), ist = der listige oder der große Thaten ausführt, wie κύων, vom Jagdhunde, Opp. Cyn. 409. – Uebh. verderblich, βλάβη, Lycophr. 429; ἀδρανίη, Nic. Th. 248. (Es hängt mit μέρος, μέριμνα zusammen.)

Greek (Liddell-Scott)

μέρμερος: -ον, ὡσαύτως α, ον, Λυκόφρ. 949· - ὁ πολλὴν φροντίδα καὶ ἀνησυχίαν προξενῶν, βλαπτικός, φθοροποιός, ὀλέθριος, Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.) ἀείποτε κατ’ οὐδ. πληθ., ἄνδρ’ ἕνα τοσσάδε μέρμερ’ ἐπ’ ἤματι μητίσασθαι, ἕνα ἄνδρα τοσαῦτα δεινὰ ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ μηχανήσασθαι, Κ 48· μέρμερα ῥέζειν Λ. 502· ὡσαύτως, μέρμερα μήσατο ἔργα Κ. 289, πρβλ. 524· ἀείποτε ἐπὶ πολεμικῶν ἔργων (πλῆρες, πολέμοιο μ. ἔργα Θ. 453)· ἀλλ’ Ἡσ. Θεογ. 603, μ. ἔργα γυναικῶν, τὰ κακὰ τὰ ὑπὸ τῶν γυναικῶν τελούμενα· οὕτω, μ. κακὸν Εὐρ. Ρῆσ. 509· βλάβη Λυκόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀδρανίη Νικ. Θηρ. 248. ΙΙ. συνώνυμ. τῷ δύσκολος, ἐπὶ προσώπων, δύστροπος, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 290Ε, πρβλ. Ruhnk. Τίμ.· ὄλεθρον φέρων, ἥρως Ἀνθ. Π. 7. 697· ἔθνος Διον. Π. 350· μέρμ. χρῆμα, πανοῦργον ζῷον, ἐπὶ ἀλώπεκος, Πλούτ. 2. 988Α· ἐπὶ θηρευτικοῦ κυνός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ὀππ. - Ἐπικ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Εὐρ. καὶ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις (ἴδε ἐν λ. μέριμνα· πρβλ. μέρμηρα, μερμηρίζω).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui cause du souci ; triste, pénible, terrible, funeste ; pl. neutre μέρμερα ἔργα IL ou simpl. μέρμερα IL des exploits terribles;
2 qui médite, qui calcule ; fin, rusé.
Étymologie: R. Μερ, Σμερ, penser, avec redoubl. ; cf. μέριμνα.

English (Autenrieth)

memorable, signal; μέρμερα ἔργα, also μέρμερα as subst. (Il.)

Greek Monolingual

μέρμερος, -ον, θηλ. και μερμέρα, και μερμέριος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που προκαλεί φροντίδα και ανησυχία, ολέθριος, φοβερός, δεινός (α. «μέρμερος ἀδρανίη», Νίκ. θ. «μέρμερον ἔθνος Λατίνων», Διον. Περ.
γ. «πρὶν πόλεμόν τ' ἰδέειν πολέμοιό τε μέρμερα ἔργα», Ομ. Ιλ.)
2. (για πρόσ.) δύστροπος, δύσκολος, γκρινιάρηςμέρμερος πάνυ ἐστίν, ὦ Ἱππία», Πλάτ.)
3. (για ζώο) πανούργος, δόλιος («Τελμησίαν ἀλώπεκα μέρμερον χρῆμα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέρ-μερ-ος έχει παραχθεί με διπλασιασμό από ρίζα (s)mer- «θυμάμαι, προτίθεμαι» (πρβλ. μέρ-ι-μνα) και συνδέεται με το αρμ. mormok «φροντίζω, μεριμνώ», το λατ. memor «μνήμων» και το αβεστ. mimara- (πρβλ. μάρτυς, μείρομαι)].