ληνός

From LSJ
Revision as of 00:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληνός Medium diacritics: ληνός Low diacritics: ληνός Capitals: ΛΗΝΟΣ
Transliteration A: lēnós Transliteration B: lēnos Transliteration C: linos Beta Code: lhno/s

English (LSJ)

Dor. λᾱνός Theoc.7.25, IG14.150.5 (Syracuse): ἡ:—

   A anything shaped like a tub or trough, Hp.Mochl.38; esp.    1 winefat, wine-fat, wine fat, winepress, wine-press, wine press, winevat, wine-vat, wine vat in which the grapes are pressed, PCair.Zen.300.15 (iii B.C.), Theoc.7.25, 25.28, D.S.3.63.    2 trough, for watering cattle, watering-place for them, h.Merc.104, LXX Ge.30.38,41.    3 = κάρδοπος, kneading-trough, Men.116.    4 socket into which the mast fitted, = ἱστοπέδη, Asclep.Myrl. ap. Ath.11.474f, Poll.1.91.    5 coffin, Pherecr.5, CIG1979, al. (Thessalonica), IGl.c.    6 part of the brain, the meeting-point of the sinuses of the dura mater, still called torcular Herophili, Herophil. ap. Gal.2.712, cf. UP9.6.    7 hollow of a chariot, Hsch. (pl.).    8 in pl., the lower parts of the nose, Poll.2.80.

German (Pape)

[Seite 40] ἡ, auch ὁ, alles kusen-, wannenförmige; – a) der Trog zum Tränken des Viehes, H. h. Merc. 104, Philostr. u. a. – b) gew. die Kufe, in welche die zu kelternden Weintrauben geworfen werden, Kelter, nach B. A. 277 γεωργικὸν σκεῦος, ἀγγεῖον δεκτικὸν οἴνου ξύλινον, ib. 71 αἷς τοὺς βότρυς πατοῦσιν; Theocr. 25, 28 u. öfter, wie in der Anth.; D. Sic. 3, 63 u. sonst in Prosa. – c) der Sarg, B. A. 51; vgl. Poll. 10, 150 u. daselbst Phereer. – d) Backtrog, Men. Poll. 7, 22. – e) nach Ath. XI, 474 f der Stand, in den der Mastbaum mit seinem unteren Ende eingefügt wird; vgl. Poll. 1, 91. – Nach Hesych. auch der Kutschensitzkasten. – Bei Poll. 2, 80 der untere Theil der Nasenspitze.

Greek (Liddell-Scott)

ληνός: Δωρ. λᾱνός, οῦ, ἡ, ὡς τὸ Λατ. lacus, alveus πᾶν πρᾶγμα ἔχον τὸ σχῆμα κάδου ἢ σκάφης, Ἱππ. Μοχλ. 865· κυρίως, 1) ὡς καὶ νῦν, ὁ ληνός, τὸ «πατητῆρι», Θεόκρ. 7. 25., 25. 28, Διόδ. 3. 63. 2) σκάφη πρὸς πότισιν κτηνῶν, «ποτίστρα», Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 104, Ἑβδ. (Γεν. Λ΄, 38, 41). 3) = κάρδοπος, σκάφη τοῦ ζυμώματος, Μένανδρος ἐν «Δημιουργῷ» 3. 4) τὸ μέρος τὸ ὑποδεχόμενον τὸν ἱστὸν πλοίου, ἱστοθήκη, ὃ ἀλλαχοῦ ὀνομάζεται ἱστοπέδη καὶ ἱστοδόκη, «τοῦ ἱστοῦ τὸ μὲν κατωτάτω πτέρνα καλεῖται, ἣ ἐμπίπτει εἰς τὸν ληνὸν» Ἀθήν. 474F (ἔνθα εἶναι ἀρσεν.), Πολυδ. Α΄, 91. 5) σορός, νεκροθήκη, Φερεκράτης ἐν «Ἀγρίοις» 11, Συλλ. Ἐπιγρ. 1979, -81, -93· πρβλ. Bentl. Corresp. σ. 287. 6) μέρος τι τοῦ ἐγκεφάλου, πιθαν. τὸ ἔτι καὶ νῦν καλούμενον «ληνὸς Ἡροφίλου», torcular Herophili, Ἡρόφιλος παρὰ Γαλην. 2. 712. 7) ἡ κοιλότης ἁρματίου δίφρου, Ἡσύχ. 8) ἐν τῷ πληθ., τὸ κατώτερον μέρος τῆς ῥινός, Πολυδ. Β΄, 80. 9) κατὰ τὸν Σουΐδ. «ληνὸς καὶ προλήνιον αἱ ἐκκλησίαι παρὰ τῷ Δαβὶδ (Ψαλμ. Η΄, 1)» - «ληνοβάται οἱ ἱερεῖς».

French (Bailly abrégé)

οῦ (ἡ) :
objet creux, particul.
1 cuve de pressoir ; pressoir;
2 auge pour faire boire le bétail;
3 huche, pétrin;
4 cercueil;
5 cavité où s’emboîte le mât d’un vaisseau;
6 cavité dans la boîte crânienne.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

English (Strong)

apparently a primary word; a trough, i.e. wine-vat: winepress.

English (Thayer)

ληνοῦ, ἡ (also ὁ, Theocritus, Diodorus, others);
1. a tubor trough-shaped receptacle, vat, in which grapes are trodden (A. V. wine-press) (Hebrew גַּת): τήν ληνόν ... τόν μέγαν (for R Tr marginal reading τήν μεγάλην), Winer s Grammar, 526 (490) and his Exeget. Studd. i., p. 153 f; Buttmann, 81 (71).
2. equivalent to ὑπολήνιον (προλήνιον (יֶקֶב, the lower vat, dug in the ground, into which the must or new wine flowed from the press: Winer s RWB, under the word Kelter; Roskoff in Schenkel 3:513; (BB. DD. under the word <TOPIC:Wine-press>).

Greek Monolingual

ο (AM ληνός, ἡ και ὁ, Α δωρ. τ. λανός)
μικρό κτίσμα σαν δεξαμενή ή μεγάλο ξύλινο κιβώτιο, μέσα στο οποίο πατιούνται τα σταφύλια για να βγει ο χυμός, το πατητήρι
νεοελλ.-αρχ.
φρ. ανατ. «ληνὸς τοῡ Ἡροφίλου» — η συμβολή του οβελιαίου με τον εγκάρσιο κόλπο του εγκεφάλου, η οποία αντιστοιχεί στο έσω ινιακό όγκωμα
αρχ.
1. συνεκδ. τα σταφύλια που πατιούνται στον ληνό
2. καθετί που έχει σχήμα κάδου ή σκάφης, όπως η ποτίστρα τών ζώων, η σκάφη του ζυμώματος κ.λπ.
3. δεξαμενή, στέρνα
4. όρυγμα στη γη για το πάτημα τών σταφυλιών
5. το μέρος που υποδέχεται τον ιστό του πλοίου, ιστοθήκη, ιστοπέδη
6. νεκροθήκη, φέρετρο
7. τμήμα του εγκεφάλου, ίσως ο «ληνός του Ηροφίλου»
8. (κατά το λεξ. Σούδα) «ληνὸς καὶ προλήνιον, αἱ ἐκκλησίαι παρὰ τῷ Δαβίδ»
9. στον πληθ. αἱ ληνοί
α) το κατώτερο μέρος της μύτης
β) (κατά τον Ησύχ.) «ληνοί
σοροί, πύελοι, καὶ τῶν ἁρματείων δίφρων αἱ κοιλότητες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ.
ΠΑΡ. αρχ. ληναίος, ληνιαίος, ληνίδιον, ληνίς (II), ληνών
μσν.
ληνεών νεοελλ. ληνιάτικο.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ληνοπατώ, ληνοποιός
αρχ.-μσν.
ληνοβάτης
μσν.
ληνοβατικώς, λινόπιθος].

Greek Monotonic

ληνός: Δωρ. λᾱνός, -οῦ, ἡ, όπως το Λατ. lacus, alveus, κάδος ή σκάφη.
1. βαρέλι κρασιού, πατητήρι, σε Θεόκρ.
2. λάρνακα για το πότισμα των βοοειδών, σε Ομηρ. Ύμν.