Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μέγεθος

From LSJ
Revision as of 00:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέγεθος Medium diacritics: μέγεθος Low diacritics: μέγεθος Capitals: ΜΕΓΕΘΟΣ
Transliteration A: mégethos Transliteration B: megethos Transliteration C: megethos Beta Code: me/geqos

English (LSJ)

Ion. (not Hp.) μέγᾰθος Hdt. (v. infr.), also Philox.2.19, εος, τό: (μέγας):—

   A greatness, magnitude, opp. πλῆθος, Anaxag.1, etc.; πλῆθος μὲν . . ἐὰν ἀριθμητὸν ᾖ, μ. δὲ ἐὰν μετρητὸν ᾖ Arist.Metaph. 1020a9.    I in Hom. always stature, of men and women, εἶδος ἀκιδνοτέρη μέγεθός τ' εἰσάντα ἰδέσθαι Od.5.217, cf. 6.152; ἐς μ. καὶ κάλλος ὁρώμενος 18.219, cf. Pl.Chrm.154c; θηλειῶν ἀρετὴ σώματος κάλλος καὶ μ. Arist.Rh.1361a7: then, generally, size, μύρμηκες μεγάθεα ἔχοντες κυνῶν ἐλάσσονα Hdt.3.102; μ. λαβεῖν X.Cyr.1.4.3; ἡ ἐπίδοσις εἰς τὸ μ. Arist.HA560a20; of sound, loudness, βοῆς μ. Th.4.126: acc. as Adv., λίθου λάμποντος μέγαθος, = μεγάλως, Hdt.2.44; but usu., in size, τεῖχος κατὰ τὸν Ἀθηνέων κύκλον . . τὸ μ. Id.1.98; [δένδρεον] μέγαθος κατὰ συκέην μάλιστά κῃ Id.4.23; ὅσην δεῖ τὸ μ. τὴν πόλιν ποιεῖσθαι Pl.R.423b: also in pl., ποταμοὶ οὐ κατὰ τὸν Νεῖλον ἐόντες μεγάθεα Hdt.2.10, cf. 1.202; σμικροὶ τὰ μεγάθεα Id.3.107; κυαμιαῖοι τὰ μ. Luc.Herm.40; μεγέθη ἔργων καὶ διαθέσεων Epicur.Nat.43 G.    2 freq. in dat., μεγέθει . . ἐκπρεπεστάτη in stature, A.Pers.184; ἀνθρώπους μεγέθει μεγίστους καὶ ἥκιστα διαφόρους ἐς . . τὰ μεγέθεα Hp.Aër. 12; πλήθεϊ μέγιστον καὶ μεγάθεϊ ὑψηλότατον, of a mountain, Hdt.1.203; κρητῆρες μεγάθεϊ μεγάλοι ib.51; μεγάθεϊ μέγιστος Id.7.117; μ. περιμήκεας Id.2.108; σμικρός ib.74; ἐλάττω τῷ μ. Arist.HA560b5.    II of quality and degree, greatness, magnitude, πόνων E.Hel. 593; τῆς παρανομίας Th.6.15; τῆς ζημίας Lys.1.3; τῆς κολάσεως Pl. Lg.934b; importance, μ. ἐχούσας πράξεις D.H.Isoc.6.    2 might, power, E.Ba.273; δαίμονος μεγέθει πάντα ἐπέχοντος X.Smp.8.1.    3 greatness, magnanimity, Plu.Alex.14; περί τι Id.Ant.24.    4 Rhet., loftiness, sublimity, μ. περιτιθέναι τοῖς πράγμασιν D.H.Comp. 17, cf. Demetr.Eloc.5, Hermog.Id.1.5, etc.; λόγων μ. Longin.4.1, al.: in pl., sublime objects, Id.9.1, al.    III Math., magnitude, Gorg.3; μ. ἔχειν Pl.Ti.57d, cf. Iamb.Comm.Math.3, etc.; extension, Plot.2.4.11: in pl., magnitudes, Pl.Prt.356c; τὰ μ. τὰ γεγραμμένα IG7.3073.102 (Lebad.).    2 Astron., magnitude, of stars, Cleom. 1.11, Ptol.Alm.7 passim.    IV Gramm., metrical length, τὸ μέγιστον μ. τρίχρονον A.D.Synt.133.26, cf. EM419.50.    2 τὰ ἐν τῷ μέτρῳ μ. the recognized lengths of lines in a metre, Heph.12.3.    V τὸ μ. τινός, as title, his Highness, POxy.2107.8 (iii A. D.); τὸ σὸν μ. Cod.Just.8.10.12.1a.

German (Pape)

[Seite 110] τό (μέγας), ion. μέγαθος, Her., die Größe, körperlich u. geistig; bei Hom. von hohem Wuchs der Männer u. Frauen, stattliche Leibesgröße, mit εἶδος vrbdn, Od. 5, 217. 6, 152; μεγέθει τι τῶν νῦν εὐπρεπεστάτα πολύ, Aesch. Pers. 180; auch μέγεθος πῶν πόνων, Eur. Hel. 599; πόλεως, Andr. 196; μ. λαμβάνειν, heranwachsen, Xen. Cyr. 1, 4, 3; μέγεθος τοῦ στόλου, Plat. Legg. III, 698 b; καὶ πλῆθος, V, 733 b; ῥώμη, Rep. VI, 488 a; auch im plur., μεγέθεσι κάλλεσί τε ἔργων, Critia. 115 d; Her. sagt μεγάθεϊ μέγας, σμικρός, 1, 51. 4, 52; häufig steht μέγεθος absolut, was die Größe anbetrifft, an Größe, 1, 98. 2, 44. 73; auch im plur., εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλοι ποταμοὶ οὐ. κατὰ τὸν Νεῖλον ἐόντες μεγάθεα, 2, 10; ὅσην δεῖ τὸ μέγεθος τὴν πόλιν ποιεῖσθαι, Plat. Rep. IV, 423 b; θαυμαστὸς ἐφάνη τό τε μέγεθος καὶ τὸ κάλλος, Charmid. 154 c, u. so bei den Folgdn; seltener μεγέθει μεγίστη πόλις, Luc. hist. conscr. 31.

Greek (Liddell-Scott)

μέγεθος: παρ’ Ἴωσι πεζογράφοις μέγαθος, εος, τό, (μέγας)· ― μέγεθος, ὄγκος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πλῆθος (πλῆθος μέν... ἂν ἀριθμητὸν ᾖ, μ. δὲ ἂν μετρητὸν ᾖ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 13, 1)· Ι. παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τοῦ ἀναστήματος ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, συναπτόμενον μετὰ τοῦ εἶδος, Ὀδ. Ε. 217., Ζ. 152· μετὰ τοῦ κάλλος, Σ. 219, πρβλ. Πλάτ. Χαρμ. 154C· ἀκολούθως καθόλου, μέγεθος, ὄγκος, μύρμηκες μεγάθεα ἔχοντες κυνῶν ἐλάσσονα Ἡρόδ. 3. 103· μ. λαμβάνειν, αὐξάνεσθαι, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 3· ― ἐπὶ ἤχου, βοῆς μ. Θουκ. 4. 126· ― ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται καὶ τὴν αἰτ. μέγαθος ἢ τὸ μέγαθος, ὡς ἐπίρρ., κατὰ τὸ μέγεθος, κατὰ τὸν ὄγκον, τεῖχος κατὰ τὸν Ἀθηναίων κύκλον... τὸ μ. 1. 98 · [[[δένδρεον]]] μέγαθος κατὰ συκέην μάλιστά κῃ 4. 23· οὕτω, τὸ μέγεθος Πλάτ. Πολ. 423Β, Ἀναξανδρ. ἐν «Ἑλένῃ» 1, κτλ.· ― ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., ποταμοὶ οὐ κατὰ τὸν Νεῖλον ἐόντες μεγάθεα Ἡρόδ. 2. 10, πρβλ. 1. 202· μεγέθεα μέγιστοι Ἱππ. π. Ἀέρ. 289· καὶ ἐπειδὴ τὸ μέγεθος εἶναι σχετικόν, μικροὶ τὰ μεγάθεα Ἡρόδ. 3. 107· κυαμαῖοι τὰ μ. Λουκ. Ἑρμότ. 40· ― ὡσαύτως, λάμποντες μέγαθος = μεγάλως, Ἡρόδ. 2. 44· ― οὕτω, 2) κατὰ δοτ., μεγέθει... ἐκπρεπεστάτη, κατὰ τὸ ἀνάστημα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 184· πλήθεϊ μέγιστον καὶ μεγάθεϊ ὑψηλότατον, ἐπὶ ὄρους, Ἡρόδ. 1. 203· μεγάθεϊ μέγας 1. 51· μεγάθεϊ μέγιστος 7. 117· περιμήκεας 2. 108· καὶ μεγάθεϊ μικρὸς 2. 74· ἐλάττω τῷ μ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 11· ― ἐν Θουκ. 7. 55, ἡ πιθ. γραφὴ εἶναι ναυσὶ καὶ ἵπποις καὶ μεγέθει ἰσχυούσαις. ΙΙ. ἐπὶ βαθμοῦ ἢ ἐντάσεως, πόνων Εὐρ. Ἠλ. 593· τῆς παρανομίας Θουκ. 6. 15· τῆς ζημίας Λυσ. 91. 5· τῆς κολάσεως, κτλ., Πλάτ., κτλ.· μεταφ., σοβαρότης, σπουδαιότης, μ. περιθεῖναι τοῖς πράγμασιν Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 17· μ. ἐχούσας πράξεις ὁ αὐτ. π. Ἰσοκρ. 6. 2) μέγεθος, δηλ. ἰσχύς, ἐξουσία, Εὐρ. Βάκχ. 273, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 8, 1. 3) μέγεθος, μεγαλοψυχία, Πλουτ. Ἀλέξ. 14, Ἀντών. 24· ― παρὰ τοῖς ῥητορικοῖς συγγραφ., ὕψος, ὁ ἔξοχος χαρακτήρ, λόγων μ. Λογγῖν. 4, 1, κ. ἀλλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ. ὑψηλά, ἔξοχα, ἐξαίσια πράγματα, ὁ αὐτ. 9, 1, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ἐν τοῖς μαθημ., τὸ μέγεθος, ἔκτασις, ὄγκος, μ. ἔχειν Πλάτ. Τίμ. 57D· ἐν τῷ πληθ., μεγέθη, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 356C. IV. παρὰ Γραμμ., ἡ ποσότης συλλαβῆς.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
grandeur :
I. 1 au pr. μέγεθος λαμβάνειν XÉN grandir ; p. anal. hauteur (d’une montagne) ; en gén. taille (grande ou petite);
2 grandeur ou grosseur de volume ; p. anal. en parl. d’un cri;
II. fig. 1 grandeur, importance;
2 force, puissance;
3 grandeur d’âme.
Étymologie: μέγας.

English (Autenrieth)

εος: stature, height; see μέγας, third definition.

English (Strong)

from μέγας; magnitude (figuratively): greatness.

English (Thayer)

μεγέθους, τό (μέγας) (from Homer down), greatness: Ephesians 1:19.

Greek Monolingual

το (ΑM μέγεθος, Α ιων. τ. μέγαθος)
1. ο όγκος, η έκταση, οι διαστάσεις ενός σώματος ή αντικειμένου («μύρμηκες μεγάθεα ἔχοντες κυνῶν ἐλάσσονα», Ηρόδ.)
2. το ύψος («το μέγεθος του όρους»)
3. μτφ. ο βαθμός ενέργειας ή η έντασημέγεθος καλοσύνης»)
4. συνεκδ. σπουδαιότητα, σοβαρότητα
νεοελλ.
1. ο μεγάλος αριθμός, το πλήθος («το μέγεθος της διαδήλωσης»)
2. το μήκος («το μέγεθος της οδού»)
3. αστρον. αριθμός που εκφράζει τη φαινομένη λαμπρότητα ενός αστέρα ή γενικότερα ενός ουράνιου σώματος και ο οποίος μικραίνει όσο μεγαλώνει η λαμπρότητά του
4. μαθημ. η ποσότητα η οποία μπορεί να μετρηθεί ή να υπολογιστεί ή να εκφραστεί με αριθμούς
5. φυσ. φυσική ιδιότητα στην οποία είναι δυνατόν να αποδοθεί μια αριθμητική τιμή
μσν.-αρχ.
(ως τίτλος) η μεγαλειότητα, το μεγαλείο («τὸ σὸν μέγεθος», Κώδ. Ιουστιν.)
2. ποσότητα
αρχ.
1. (ιδίως στον Ομ.) (για άνδρες ή γυναίκες μαζί με τα ουσ. είδος, κάλλος) κορμοστασιά, ανάστημα
2. ισχύς, εξουσία («οὐκ ἂν δυναίμην μέγεθος ἐξειπεῑν ὅσος καθ' Ελλάδ' ἔσται», Eυρ.)
3. μεγαλοψυχία
4. (ρητ.) το ύψος έκφρασης, ο έξοχος χαρακτήρας («λόγων μέγεθος», Λογγίν.)
5. μαθημ. το εμβαδόν («μὴ μόνον ἓν ἑκατέραν μέγεθος ἔχον τὸ τρίγωνον φυτεῡσαι κατ' ἀρχάς», Πλάτ.)
6. γραμμ. η ποσότητα τών συλλαβών
7. (για ήχο) δύναμη, ένταση («βοῆς μέγεθος»)
8. (για τον καιρό) δριμύτητα, σφοδρότητα
9. στον πληθ. τὰ μεγέθη
α) τα σώματα τα οποία κατέχουν έκταση
β) μτφ. υψηλά, έξοχα, εξαίσια πράγματα («ἡρωϊκὰ μεγέθη», Λογγίν.)
10. (στη δοτ. ως επίρρ.) μεγέθει
ως προς το ανάστημα, ως προς το ύψος
11. (στην αιτ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) μέγεθος, μεγέθη
α) ως προς το ανάστημα, ως προς το ύψος, ως προς τον όγκο, ως προς την έκταση
β) μεγάλως, πολύ
12. φρ. «τὰ ἐν τῷ μέτρῳ μεγέθη» — τα αναγνωρισμένα μήκη στίχων σε κάποιο μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ιων. τ. μέγαθος < μέγας + επίθημα -θος (πρβλ. πλῆθος) είναι ο αρχικός, ενώ ο αττ. τ. μέγεθος < μέγαθος προήλθε από αφομοιωτική τροπή του -α-σε -ε-].

Greek Monotonic

μέγεθος: Ιων. μέγαθος, -εος, τό (μέγας
I. σπουδαιότητα, μεγαλείο, μέγεθος, ύψος, ανάστημα, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για ήχο, ηχηρότητα, βοῆς μέγεθος, σε Θουκ.· η δοτ. και η αιτ. χρησιμ. επιρρηματικά, μεγάθεϊ μέγας, μεγάλος σε μέγεθος, σε Ηρόδ.· μεγάθεϊ μικρός, στον ίδ.· ομοίως, ποταμοὶ οὐ κατὰ τὸν Νεῖλον ἐόντες μεγάθεα, ποταμοί που δεν αντέχουν καμιά σύγκριση με τον Νείλο ως προς το μέγεθος, στον ίδ.
II. 1. λέγεται για διαβάθμιση, σπουδαιότητα, μεγαλοπρέπεια, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
2. μεγαλείο, δηλ. ισχύς, δύναμη, σε Ευρ., Ξεν.
3. μεγαλοπρέπεια, μεγαλοψυχία, σε Πλούτ.