βάναυσος
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (for βαύναυσος, from βαῦνος, αὔω acc. to EM187.40, cf. βαναυσία· πᾶσα τέχνη διὰ πυρός, Hsch.; βαναύσων seems to be
A f.l. for βαύνων in Heraclit.All.69):—epith. of the class of handicraftsmen or artisans, τὸ β., = τὸ περὶ τὰς τέχνας ὧν ἄνευ πόλιν ἀδύνατον οἰκεῖσθαι Arist.Pol.1291a1, etc.; ὁ β. δῆμος, opp. ὁ γεωργικός, ὁ ἀγοραῖος, ib.1289b33: as Subst., artisan, ib.1277b35; ἡ βελτίστη πόλις οὐ ποιήσει β. πολίτην ib.1278a8; τὸ β., = οἱ βάναυσοι, ib.1329a20. II τέχνη β. a mechanical art, handicraft, S.Aj.1121, Pl.Tht.176c(pl.); β. ἔργον Arist.Pol.1337b8; βαναυσόταται τῶν ἐργασιῶν ib.1258b37; β. βίον ζῆν a mere mechanic's life, ib.1278a21, 1328b39; β. πόνοι Plu.Num. 14: hence, 2 vulgar, in bad taste, Arist.EN1123a19, Pl.Ep. 334b; of persons, Axiop.1.4. Adv. -σως, προσβλέπειν unworthily, meanly, Phld.D.1.11. 3 later, fastidious, AP11.326 (Autom.), 12.237 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 431] (βαῦνοσαὔω), eigtl. beim Ofen, Kamin arbeitend, VLL. πᾶς τεχνίτης διὰ πυρὸς ἐργαζόμενος; neben χαλκεύς u. πυρίτης Luc. sacr. 6; übh. ein Handwerk, bes. wobei man sitzt, betreibend, τέχναι, Handwerke, mechanische, niedrige Arbeiten, Soph. Ai. 1100; Plat. Rep. VII, 522 b u. Sp.; τεχνίτης Arist. Pol. 3, 4; ἔργον 2, 8; πόνος Plut. Num. 14; ἀσχολίαι Sol. 22; βίος Arist. Pol. 3, 5; μέρος, der Handwerkerstand, 6, 7; gemein, der edlen, freien Kunst entgeggstzt, βάναυσον καὶ ἀνελεύθερον καὶ οὐκ ἀξίαν τὸ παράπαν παιδείαν καλεῖσθαι Plat. Legg. I, 644 a; φιλότης Ep. VII, 344 b; prunksüchtig, gemein, hoffärtig, Arist. Eth. 4, 6; vgl. Automed. 2 (XI, 326); Strat. 76 (XII, 184). Den superl. hat Arist. Pol. 1, 11; Plut. Cic. 5. – Adv. βαναύσως, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
βάναυσος: -ον, (ὡσεὶ βαύναυσος, ἐκ τοῦ βαῦνος, αὔω)· - κυρίως, ἐργαζόμενος διὰ τοῦ πυρός, μηχανικός, ἐπίθ. τῶν ἐργατῶν ὅσοι διάγουσι βίον ἑδραῖον, καταφρονούμενοι μὲν μεταξὺ φιλοπολέμων καὶ νομαδικῶν λαῶν, ἀλλὰ πολύτιμοι εἰς τὴν πολιτείαν, καθ’ ὅσον ἀσχολοῦνται περὶ τὰς τέχνας, ὧν ἄνευ πόλιν ἀδύνατον οἰκεῖσθαι Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 9· ἡ βελτίστη πόλις οὐ ποιήσει β. πολίτην αὐτόθι 3. 5, 3 , κτλ. · ὁ β. δῆμος, τό ἀντίθ. ὁ γεωργικὸς αὐτόθι 4. 3, 2· ὡς οὐσιαστ. , ὁ μηχανικός, σιδηρουργός, κτλ., αὐτόθι 3. 5, 3· καὶ τὸ βάναυσον = οἱ βάναυσοι, ἡ τάξις τῶν μηχανικῶν ἐργατῶν, αὐτόθι 7. 9, 7, πρβλ. 6. 7, 1. II. τέχνη
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
I. subst.
1 ouvrier (ouvrière) qui travaille au feu d’un fourneau;
2 p. ext. ouvrier sédentaire;
II. adj.
1 d’ouvrier, d’artisan : βάναυσος τέχνη SOPH, PLUT métier d’artisan;
2 vulgaire, de mauvais goût.
Étymologie: DELG selon EtMagn. de βαῦνος et αὕω, ce qui semble satisfaisant.
Spanish (DGE)
-ον
I adj.
1 propio de un artesano u obrero en sent. peyor. vil, servil τέχνη S.Ai.1121, Pl.Alc.1.131b, τέχναι Pl.Tht.176c, ἔργον Arist.Pol.1337b8, βίος Arist.Pol.1278a21, πόνοι Plu.Num.14
•manual o artesanal τεχνῖται M.Ant.6.35
•de los obreros manuales o artesanos ὁ β. δῆμος op. ὁ γεωργικός, ὁ ἀγοραῖος Arist.Pol.1289b33.
2 fig. vulgar, de mal gusto φιλότης Pl.Ep.334b, παιδεία Lg.644a, οὐδὲν βάναυσον ἐν ἀγάπῃ 1Clem.49.5
•de pers. y abstr. ὁ δ' ὑπερβάλλων καὶ β. Arist.EN 1123a20, ἀνήρ Epich.217.4, ἁγνεία Meth.Symp.11.1
•tb. grosero μὴ πάντα βαρὺς θέλε μηδὲ βάναυσος εἶναι AP 11.326 (Autom.)
•afeminado Chrys.M.57.468.
II usos subst. ὁ βάναυσος artesano, obrero X.Cyr.5.3.47, Arist.Pol.1277b35, 1278a8, Plb.1.40.9, Plu.2.206e, Philostr.VA 4.1, Gym.1
•τὸ βάναυσον clase artesanal u obrera Arist.Pol.1329a20, Philostr.VS 499.
III adv. -ως despreciativamente, con menosprecio προσβλέπειν Phld.D.1.11.6.
• Etimología: Quizá de *βαυναυσος c. disim., a partir de βαῦνος ‘horno’ y αὔω.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM βάναυσος, -ον)
τραχύς αγροίκος
αρχ.
1. χειρώνακτας, χειροτέχνης
2. σχετικός με τον χειροτέχνη
3. ταπεινός, χυδαίος, κακόγουστος
4. φρ. «βάναυσος τέχνη» — χειρωνακτική εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. βάναυσος < βαύναυσος με ανομοιωτική σίγηση του -υ- < βαύνος («κλίβανος, φούρνος») + αύω «ανάβω». Η υπόθεση κατά την οποία ο τ. βάναυσος < μάναυσος (με ανομοίωση), το οποίο συνδέεται με τη «γλώσσα» του Ησυχίου μαναύεται «παρέλκεται» και με το μανός «χαλαρός, νωθρός», δεν είναι ικανοποιητική. Τέλος, ο συσχετισμός του βάναυσος με ρ. βαναύω (παλαιότερο βαναίω «εργάζομαι όπως μία γυναίκα») < βανά (βοιωτ. τ. του γυνή), δεν φαίνεται δυνατός. Για το επίθημα -σος πρβλ. κόμπασος, μέθυσος, όρυβος κ.ά. Η λ. βάναυσος χρησιμοποιείται στον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα για να δηλώσει «τον τεχνίτη, τον χειρώνακτα», κυρίως δε αυτόν που κάνει χρήση της φωτιάς, δηλ. τον αγγειοπλάστη και σιδηρουργό, ενώ συχνά απαντά και με τη σημασία του «χυδαίου, πρόστυχου, ανάξιου». Ήδη από την αρχαιότητα ο όρος βάναυσος προσέλαβε μειωτική σημασία, πράγμα που αντανακλά την περιφρόνηση των Αθηναίων στα χειρωνακτικά επαγγέλματα, και ιδιαίτερα σ' αυτά του αγγειοπλάστη και σιδηρουργού. Γενικά, ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη είχαν τα περισσότερα επίθετα που δήλωναν τον εργατικό άνθρωπο (πρβλ. άθλιος, μογερός, μοχθηρός, πανούργος, πονηρός κ.ά.). Η σημασιολογική αυτή εξέλιξη οφείλεται στον αριστοκρατικό χαρακτήρα της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας, που θεωρούσε τη χειρωνακτική εργασία χαρακτηριστικό του δούλου και όχι ιδεώδη απασχόληση του ελεύθερου ανθρώπου.
ΠΑΡ. αρχ. βαναυσία, βαναυσικός (νεοελλ) βαναυσότητα (-ότης).
ΣΥΝΘ. βαναυσουργός
αρχ.
βαναυσοτεχνώ].
Greek Monotonic
βάναυσος: [ᾰ],-ον,
I. ως επίθ., λέγεται για εργάτες που διάγουν σταθερή, χωρίς μετακινήσεις μακριά απ' την πολιτεία, ζωή· ως ουσ., μηχανικός, σιδηρουργός, σε Αριστ.
II. τέχνη βάναυσος, απλώς μηχανική εργασία, ταπεινή τέχνη, σε Σοφ., Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
βάναυσος: (βᾰ)
1) ремесленный, ручной (τέχνη Soph., Arst., Plut.);
2) ремесленнический (βίος Arst.);
3) некультурный, пошлый, низкий, грубый (β. καὶ ἀνελεύθερος Plat.; β. καὶ ἄχρηστος Arst.);
4) презрительный, привередливый (μισοπόνηρος καὶ β. Anth.).
II ὁ ремесленник Xen., Arst., Luc.
Frisk Etymological English
-ον
Grammatical information: Adj., subst. m.
Meaning: of an artisan; artisan; metaph.. vulgar (Ion.-Att.).
Derivatives: βαναυσία.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Acc. to EM 187, 40 dissimilated from *βαύναυσος, from βαῦνος furnace and αὔω, which fits Hesychius' explanation (βαναυσία πᾶσα τέχνη διὰ πυρός. κυρίως δε ἡ περὶ τὰς καμίνους. καὶ πᾶς τεχνίτης χαλκεὺς ἤ χρυσοχόος βάναυσος), but is rather folketymology. S. Kretschmer, Glotta 21, 178. An evident Pre-Gr. word; on -σος cf. κόμπασος, ὄρυξος (Beekes, Pre-Gr.)
Middle Liddell
[deriv. uncertain]
I. mechanical, and as Subst. a mechanic, Arist.
II. τέχνη βάναυσος a mere mechanical art, a base, ignoble art, Soph., Plat.