προεῖπον
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
(also
A -εῖπα Plb.3.114.8), aor. with no pres. in use, προλέγω and προαγορεύω being used, part. προειπών, inf. προειπεῖν:— foretell, Pl.Euthphr.3c, al., Gal.14.601; premise, τοῦτο προειπόντα ἐπειπεῖν τὰ ἔμπροσθεν Arist.Rh.1394b31. II proclaim or declare publicly, ἀλλήλοισι πόλεμον π. Hdt.7.9.β; ξεινίην τοῖσι Ἀκανθίοισι π. Id.7.116; ἀγῶνας ἑκάστοις X.Cyr.1.6.18; νικητήρια ταῖς τάξεσι ib. 2.1.24; θάνατον αὐτῷ π. μὴ πράξαντι ταῦτα Pl.Lg.698c; π. τινὶ φόνου make proclamation of murder against him, D.59.9, cf. Lex ap.eund. 43.57; π. τοῖς θεοῖς ὅτι . . Pl.Cra.401a; ὀνυμάξει αὐτὸν προειπὼν τρῖς ἁμέρας giving notice of three days (within which he must answer the call), Berl.Sitzb.1927.167 (Cyrene); ἐν ἡμέραις πέντε ἀφ' ἧς ἂν ἀλλήλοις προείπωσιν BGU1050.27(i A.D.). III c. inf., order or command before, πρό οἱ εἴπομεν... μήτ' αὐτὸν κτείνειν Od.1.37, cf. Hdt.1.21, 155, 7.12, S.OT351; οἱ νόμοι προεῖπον αὐτῷ μὴ δημηγορεῖν Aeschin.1.3; π. τοῖς καδεσταῖς ἀλλύεθθαι Leg.Gort.2.28: c. acc. et inf., π. σῖτον ἐσάγειν τὸν βουλόμενον Th.4.26; π. αὐτῷ δήσειν threatened him that... And.4.17. 2 enjoin, c. acc., π. Λυδοῖσι τὰ ὁ Κροῖσος ὑπετίθετο Hdt.1.156.
German (Pape)
[Seite 718] inf. προειπεῖν (s. εἶπον u. vgl. προαγορεύω, προερῶ), voraussagen; in tmesi, ἐπεὶ πρό οἱ εἴπομεν, Cd. 1, 37; τῷ κηρύγματι, ᾡπερ προεῖπας ἐμμένειν, Soph. O. R. 351, wo die mss. προσεῖπας lesen; – heraussagen, bekannt machen, πόλεμον, Krieg ankündigen, ξενίην τινί, Her. 7, 116; c. inf., 1, 21. 6, 137; θάνατον αὐτῷ προειπὼν μὴ πράξαντι ταῦτα, Plat. Legg. III, 698 c; προειπόντες ἀρχῶν μὴ μετέχειν, Rep. VIII, 551 b; Xen. Cyr. 1, 6, 18 u. öfter; προεῖπεν αὐτῷ ἐπὶ Παλλαδίῳ φόνου, Dem. 59, 9, anklagen; – bevorworten, τοσοῦτόν μοι προειρήσθω, Isocr. 4, 14; Sp., προειπεῖν ὑπὲρ τοῦ μέλλοντος, Pol. 6, 3, 2; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προεῖπον: ἀόρ., ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἀνθ’ οὗ παραλαμβάνονται τὸ πρόφημι καὶ προαγορεύω· μετοχ. προειπών, παρ. προειπεῖν: ― ἴδε προερέω. Λέγω ἢ διηγοῦμαι πρότερον, Πλάτ. Εὐθύφρων 3C, κ. ἀλλ.: προοιμιαζόμενος λέγω, προοιμιάζομαι, Αἰσχίν. 1. 15· τοῦτο προειπόντα ἐπειπεῖν τὰ ἔμπροσθεν Ἀριστ. Ρητορ. 2. 21, 7. ΙΙ. προκηρύττω δημοσίᾳ, Λατ. indicere, πόλεμόν τινι Ἡρόδ. 7. 9, 2, κτλ.· ἀγῶνάς τινι Ξεν. Κύρ. 1. 6, 18· νικητήριά τισι αὐτόθι 2. 1, 24· θάνατον αὐτῷ πρ. μὴ πράξαντι ταῦτα Πλάτ. Νόμ. 698C· ― προεῖπεν αὐτῷ… φόνου, ἔκαμε προκήρυξιν φόνου ἐναντίον αὐτοῦ, Δημ. 1348 12, πρβλ. 1068 ἐν τέλ. ΙΙΙ. μετ’ ἀπαρ., διατάσσω, παραγγέλλω πρότερον, πρό οἱ εἴπομεν…, μητ’ αὐτὸν κτείνειν Ὀδ. Α. 37, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 21, 155., 7. 12, Σοφ. Ο. Τ. 351 ὡσαύτως μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., πρ. σῖτον εἰσάγειν τὸν βουλόμενον Θουκ. 4. 26· ― πρ. αὐτῷ δήσειν, ἠπείλει ὅτι..., Ἀνδοκ. 31. 18· πρ. τινι ὅτι..., ὡς… Πλάτ. Κρατ. 401Α, κτλ. 2) ἐνίοτε τὸ ἀπαρέμφ. παραλείπεται, πρ. Λυδοῖσι (ἐξυπακ. ποιέειν) τὰ ὁ Κροῖσος ὑπετίθετο Ἡρόδ. 1. 156· πρ. ξεινίην τοῖσι Ἀκανθίοισι, ὡς τὸ Λατιν. imperare frumentum, ὁ αὐτ. 7. 116.
French (Bailly abrégé)
inf. προειπεῖν;
ao.2 servant d’ao. à προαγορεύω;
1 annoncer, déclarer : τί τινι qch à qqn ; πόλεμόν τινι HDT déclarer une guerre à qqn;
2 prescrire, enjoindre, ordonner : τινί τι qch à qqn ; τινι avec l’inf., τινι ὅτι ou ὡς à qqn de ; avec une prop. inf. : ordonner que.
Étymologie: πρό, εἶπον.
Greek Monotonic
προεῖπον: αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση, (τα πρόφημι και προαγορεύω χρησιμ. στη θέση του), μτχ. προειπών, απαρ. -ειπεῖν· βλ. προερέω,
I. λέγω ή διηγούμαι πιο πριν, σε Πλάτ.· απαγγέλλω το προοίμιο, σε Αισχίν.
II. προκηρύττω ή δηλώνω δημοσίως, Λατ. indicere, πόλεμόν τινι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· προεῖπόν τινι φόνου, έκανε προκήρυξη φόνου εναντίον αυτού, σε Δημ.
III. με απαρ., διατάσσω ή παραγγέλλω από πριν, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· το απαρ. μερικές φορές παραλείπεται, προεῖπον Λυδοῖσι (ενν. ποιέειν) τὰ ὁ Κροῖσος ὑπετίθετο, σε Ηρόδ.· προεῖπον ξεινίην τοῖσι Ἀκανθίοισι, όπως Λατ. imperare frumentum, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
προεῖπον: (aor. к inf. προειπεῖν)
1) сказать раньше (τοῦτο προειπόντα ἐπειπεῖν τὰ ἔμπροσθεν Arst.): οὐδὲν ὅτι οὐκ ἀληθὲς εἴρηκα ὧν προεῖπον Plat. ничего неверного я не говорил из того, что сказал раньше;
2) возвестить, объявить (νικητήριά τισι Xen.; πόλεμόν τινι Her.): τὸ κήρυγμα, ὅπερ προεῖπας Soph. сделанное тобою ранее объявление; θάνατόν τινι π. μὴ πράξαντι ταῦτα Plat. объявить смертную казнь за неисполнение этого; π. Λυδοῖσι (sc. ποιέειν) τὰ ὁ Κροῖσος ὑπετίθετο Her. предложить поступать с лидянами по указаниям Креза;
3) обвинить, привлечь к судебной ответственности (π. τινι φόνου Dem.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εῖπον, aor.; voor praes. zie προαγορεύω, voor perf. en fut. zie*προείρω van tevoren zeggen, voorspellen:. οὐδὲν ὅτι οὐκ ἀληθὲς εἴρηκα ὧν προεῖπον alles van wat ik voorspeld heb is waar gebleken Plat. Euthyph. 3c. openlijk afkondigen, bekendmaken:; ἀλλήλοισι πόλεμον π. elkaar de oorlog verklaren Hdt. 7.9.β1; ἀγῶνας π. wedstrijden uitschrijven Xen. Cyr. 1.6.18; θάνατον αὐτῷ προειπὼν μὴ πράξαντι ταῦτα de doodstraf tegen hem afkondigend als hij daarin niet zou slagen Plat. Lg. 698c; προεῖπεν αὐτῷ... φόνου hij diende tegen hem een openlijke aanklacht wegens moord in Apollod. [Dem.] 59.9; met inf.:; προεῖπεν αὐτῷ δήσειν hij kondigde hem aan dat hij hem zou arresteren [And.] 4.17; met acc. en inf.. π. ἐσάγειν σῖτον... τὸν βουλόμενον afkondigen dat wie maar wilde voedsel mocht aanvoeren Thuc. 4.26.5. bevelen, met dat. en inf.:; προεῖπε Μιλησίοισι... πίνειν τε πάντας hij beval de Milesiërs dat ze met z’n allen een drinkgelag moesten houden Hdt. 1.21.2; met μή en inf. verbieden:. προειπόντες ἀρχῶν μὴ μετέχειν verbiedend ambten te bekleden Plat. Resp. 551b.
Middle Liddell
[aor2 with no pres. in use, πρόφημι, προαγορεύω being used instead part. προειπών inf. -ειπεῖν [v. προερέω
I. to tell or state before, Plat.: to premise, Aeschin.
II. to proclaim or declare publicly, Lat. indicere, πόλεμόν τινι Hdt., etc.:— πρ. τινι φόνου to make proclamation of murder against him, Dem.
III. c. inf. to order or command before, Od., etc.; the inf. is sometimes omitted, πρ. Λυδοῖσι (sc. ποιέειν) τὰ ὁ Κροῖσος ὑπετίθετο Hdt.; πρ. ξεινίην τοῖσι Ἀκανθίοισι, like Lat. imperare frumentum, Hdt.