κυριεύω

From LSJ
Revision as of 15:15, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡριεύω Medium diacritics: κυριεύω Low diacritics: κυριεύω Capitals: ΚΥΡΙΕΥΩ
Transliteration A: kyrieúō Transliteration B: kyrieuō Transliteration C: kyrieyo Beta Code: kurieu/w

English (LSJ)

   A to be lord or master of, πάντων X.Mem.2.6.22, cf. Arist.EN1160b35; τῆς Ἀσίας X.Mem.3.5.11; μυρίων γῆς πήχεων Men.1099, cf. PEleph. 14.14 (iii B.C.), etc.; τῶν γενημάτων PTeb.105.47 (ii B.C.); τῆς θαλάττης Agatharch.5; ὧν ἁ πόλις… κυριεύει IG5(2).510.4 (Arc., ii B.C.); κυριεύειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀνδρός D.S.1.27; σανίδων Phld.Mort.24; νεκρῶν καὶ ζώντων Ep.Rom.14.9; κρατεῖν καὶ κ. PStrassb.14.22 (iii A.D.); gain possession of, seize, ζωγρίᾳ τινῶν Plb.1.7.11, al., cf. Ph.Bel.80.41: later c. acc., τὰ σώματα καὶ τὴν βοῦν κ. PGrenf.1.21.13 (ii B.C.); τοῦ κυριεύοντος τὴν ὅλην οἰκουμένην PMag.Lond.121.838: abs., to be dominant, Chrysipp.Stoic.2.244:—Pass., to be dominated, possessed, ὑπό τινος Arist.Mir.838a10.    b Astrol., of planets, κ. τοῦ σχήματος Ptol.Tetr.169, cf. Vett.Val.63.23:—Pass., οἱ -όμενοι τόποι Ptol. Tetr.112.    2 to have legal power to do, c. inf., Lex ap.Aeschin. 1.35.    II ὁ κυριεύων (sc. λόγος, wh. is expressed in Arr.Epict.2.19.1), a logical puzzle, Plu.2.615a, Luc.Vit.Auct.22, etc., cf. Stoic. 2.93.

German (Pape)

[Seite 1536] Herr, Eigenthümer von Etwas, κύριος sein, Etwas in seiner Gewalt haben, gebieten über Etwas, auch sich bemächtigen; κυριευέτωσαν οἱ πρόεδροι μέχρι πεντήκοντα δραχμῶν ἐπιγράφειν, sie sollen Macht haben, eine Geldstrafe bis zu 50 Drachmen zu verhängen, Aesch. 1, 36; πάντων Xen. Hem. 2, 6, 22; τῆς Ἀσίας 3, 5, 10; βουλόμενος τῆς εἰσόδου κυριεύειν τῆς εἰς Πελοπόννησον Pol. 4, 6, 6; ἐκυρίευσαν δὲ καὶ λέμβων, sie bemächtigten sich derselben, 2, 11, 14, vgl. ζωγρείᾳ δ' ἐκυρίευσαν πλειόνων ἢ τριακοσίων 1, 7, 11; so auch a. Sp. – Auch pass., τὸν τόπον κυριεύεσθαι ὑπὸ Λευκαδίων Arist. Hirab. 97. – Ο κυριεύων war ein besonderer sophistischer Schluß, Plut. Symp. 1, 1, 5 u. öfter; Luc. vit. auct. 22 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κῡριεύω: (κύριος) εἶμαι κύριοςδεσπότης, πάντων Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 22· τῆς Ἀσίας αὐτόθι 3. 5, 11· μυρίων γῆς πήχεων Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 176· κ. ἡ γυνὴ τοῦ ἀνδρὸς Διόδ. 1. 27· ὡς καὶ νῦν, λαμβάνω εἰς κατοχήν τινα, καταλαμβάνω, κυριεύω, τινὸς Πολύβ. 1. 7, 11, κτλ.· ― Παθ., κυριεύομαι, κατέχομαι, ὑπό τινος Ἀριστ. π. Θαυμασ. 95. 1. 2) ἔχω νομικὴν δύναμιν ἢ ἐξουσίαν νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 5. 36. ΙΙ. ὁ κυριεύων, λογικὸν σόφισμα, Πλούτ. 2. 133Β., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 1. Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 22, κτλ.· πρβλ. Menag. εἰς Διογ. Λ. 2. 108.

French (Bailly abrégé)

être maître de, gén. ; abs. avoir plein pouvoir ; ὁ κυριεύων, « le dominant », sorte d’argument sophistique.
Étymologie: κύριος.

Spanish

gobernar, dominar

English (Strong)

from κύριος; to rule: have dominion over, lord, be lord of, exercise lordship over.

English (Thayer)

future κυριεύσω; 1st aorist subjunctive 3rd person singular κυριεύσῃ; (κύριος); to be lord of, to rule over, have dominion over: with the genitive of the object (cf. Buttmann, 169 (147)), οἱ κυριεύοντες, supreme rulers, kings, to exercise influence upon, to have power over: with the genitive of the object, ὁ θάνατος, ἡ ἁμαρτία, 14; ὁ νόμος, Xenophon, Aristotle, Polybius, and following, the Sept. for מָשַׁל (etc.).) (Compare: κατακυριεύω.)

Greek Monolingual

(AM κυριεύω) κύριος
παίρνω κάτι στην κατοχή μου με αγώνα, γίνομαι κύριος, κατακτώ, καταλαμβάνω, καθυποτάσσω κάποιον ή κάτι (α. «ο εχθρός κυρίευσε την πόλη» β. «τούτῳ τῷ τρόπῳ τεττάρων μὲν πλοίων ἐκυρίευσαν», Πολ.)
νεοελλ.
(για πάθος) καταλαμβάνω κάποιον και δεν τον αφήνω, υποδουλώνω, διακατέχω («τον έχει κυριεύσει το κρασί»)
μσν.
1. γίνομαι ισχυρός
2. καταλύω
3. συλλαμβάνω, αιχμαλωτίζω
4. επικρατώ
5. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ κυριεύων
ο κύριος, ο δεσπότης
(μσν. -αρχ.)
1. είμαι κύριος κάποιου, κατέχω, εξουσιάζω κάποιον («ἵνα νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύση», ΚΔ)
2. κυβερνώ, διευθύνω, διοικώ («τὸν τόπον κυριεύεσθαι ὑπὸ Λευκαδίων», Αριστοτ.)
3. έχω νομικώς το δικαίωμα ή τη δύναμη να κάνω κάτι («κυριευέτωσαν οἱ πρόεδροι μέχρι πεντήκοντα δραχμῶν... ἐπιγράφειν», Αισχίν.)
4. (το αρσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ κυριεύων
(ενν. λόγος) σόφισμα του Διοδώρου του Μεγαρικού, σύμφωνα με το οποίο μόνο το αληθινό είναι αληθινό, είτε υπάρχει τώρα είτε πρόκειται να υπάρξει, ενώ το μη αληθινό δεν είναι δυνατό.

Greek Monotonic

κῡριεύω: μέλ. -σω,
1. είμαι κύριος ή άρχοντας ανθρώπων ή χώρας, με γεν., σε Ξεν.
2. έχω έννομη εξουσία να πράξω, με απαρ., παρά Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

κῡριεύω:
1) иметь власть, господствовать (πάντων Xen.; νεκρῶν καὶ ζώντων NT): κυριεύεσθαι ὑπό τινος Arst. находиться в чьей-л. власти;
2) получать власть, овладевать (τινός Polyb., Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυριεύω [κύριος] heer en meester zijn, heersen, met gen.:; κυριεύειν τῆς... Ἀσίας πάσης heersen over geheel Azië Xen. Mem. 3.5.11; subst. ὁ κυριεύων (λόγος) de heerser (soort puzzel). Luc. 27.22.

Middle Liddell

κῡριεύω, fut. -σω
1. to be lord or master of people orof a country, c. gen., Xen.
2. to have legal power to do, c. inf., ap. Aeschin. [from κύ¯ριος]

Chinese

原文音譯:kurieÚw 去里由哦
詞類次數:動詞(7)
原文字根:認可 相當於: (מָשַׁל‎)
字義溯源:治理,作主,主之(主的),轄管,管理,管;源自(κύριος)=主,主宰);而 (κύριος)出自(κυριότης)X*=至高)。這字的字義:作主人來治理。保羅提醒信徒說,我們不在律法之下,乃在恩典之下,所以罪沒有權力作我們的主,不能來治理我們( 羅6:14)。並且基督死了,又活了,而作主;作死人和活人的主( 羅14:9)
出現次數:總共(7);路(1);羅(4);林後(1);提前(1)
譯字彙編
1) 作⋯主(2) 羅6:9; 羅6:14;
2) 作⋯的主(1) 羅14:9;
3) 我們⋯轄管(1) 林後1:24;
4) 主之(1) 提前6:15;
5) 管(1) 羅7:1;
6) 治理(1) 路22:25