ἀποτέμνω

From LSJ
Revision as of 15:03, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτέμνω Medium diacritics: ἀποτέμνω Low diacritics: αποτέμνω Capitals: ΑΠΟΤΕΜΝΩ
Transliteration A: apotémnō Transliteration B: apotemnō Transliteration C: apotemno Beta Code: a)pote/mnw

English (LSJ)

Ep., Ion., and Dor. ἀπο-τάμνω, fut. -τεμῶ: aor. 2 Ion. and Dor. -έταμον, Att. -έτεμον:—Pass., fut.

   A ἀποτμηθήσομαι Lys.6.26: —cut off, sever, παρηορίας ἀπέταμνε Il.8.87; ἀπὸ στομάχους ἀρνῶν τάμε 3.292, etc.; χρῶτ' ἀπὸ πάντα καὶ ἄρθρα τεμῶ χερί S.Ph.1207; τὴν κεφαλήν Hdt.2.39, cf. IG4.952.2 (Epid.); τὰ σκέλεα Hdt.2.40; τὴν ῥὶνα καὶ τὰ ὦτα Id.3.154, etc.; amputate, X.Mem.1.2.54, Hp.Art.69; excise, Id.Haem.2, cf. Dsc.Eup.1.12 (Pass.); decapitate, ἀλεκτρυόνα PMag.Par.1.38:—Pass., to be cut off, τὰ ἀκρωτήρια ἀποτμηθήσεσθαι Lys.6.26; τὴν γλῶτταν ἀποτμηθείς Aeschin.1.168 (s. v.l.; ἐκτμ. Suid.); τὴν κεφαλήν Luc.Nav.33; τὸν τράχηλον Arr.Epict.1.2.27.    2 cut off, divide, sever, in a geographical sense, ὁ Ἅλυς . . ἀποτάμνει σχεδὸν πάντα τῆς Ἀσίης Hdt.1.72; ὄρεα ὑψηλὰ ἀ. [τὴν χώρην] Id.4.25: mathematically, ἥμισυ . . ἡ γραμμὴ ἀ. Pl.Men.85a, cf. Arist. Mech. 849a37:—Med., Pl.Phlb.42b:—Pass., of troops, to be cut off from the main body, X.An.3.4.29.    3 cut off, check, put an end to, τὰς μηχανάς Cratin.289 (s. v.l.).    4 cut off, separate in argument, Pl. Lg.753c:—Med., Arist.Metaph.1003a24:—Pass., to be so cut off or abstracted, Id.Ph.202b8.    5 ἀ. τὰ βαλλάντια to be a cut-purse, Pl. R.348d.    6 cut open, ἱερεῖον Plu.Cim.18.    b ἀποτεμεῖν· ἁγνίσαι, Hsch.    II Med., cut off for oneself, ἀποταμνόμενον κρέα ἔδμεναι Il. 22.347; ἀ. πλόκαμον Hdt.4.34; τὴν χώρην ἀ. τάφρον ὀρυξάμενοι ib.3; ἀ. τοῦ ὠτός cut off a bit of .., ib.71.    2 cut off, with a view of appropriating, πεντήκοντ' ἀγέλης ἀπετάμνετο . . βοῦς h.Merc.74; τὰς Θυρέας ἐούσας τῆς Ἀργολίδος μοίρης ἀποταμόμενοι ἔσχον Hdt.1.82; χώραν, ὀργάδα, Isoc.5.122, D.13.32, etc.(in Pass., of the coutry cut off, Hdt.1.82, etc.); ἀ. ὡς μέγιστα τῶν Ἀθηναίων cut off as much power as possible from them, Th.8.46: also c. gen., χώρας ἀποτάμνεσθαι cut off a part of .., SIG56.24 (Argos, v B.C.), cf. Isoc.1.88; Φοινίκης ἀ. Ἀραβίας τε to have a slice or portion of .., Theoc.17.86.    3 cut off from common use, consecrate, ὕλας Luc.Sacr.10.    4 subtend, of the chord of an arc, S.E.M.1.304.

German (Pape)

[Seite 330] (s. τέμνω), ion. ἀποτάμνω, abschneiden, von Hom. an überall. Bei Hom. in tmesi ἀπὸ τάμε z. B. Iliad. 3, 292; ἀπ' ἐμεῖο κάρη τάμοι Iliad. 5, 214 Od. 16, 102; ἀπ' ὤμοιιν κεφαλὴν τάμοι Iliad. 17, 126; ἀπὸ τάμῃσι Od. 18, 86; ἀπὸ τάμνον 22, 475; ἀποταμνόμενον med. Iliad. 22, 347; ἀπέταμνεν 8, 87; τὴν χώρην ἀπετάμοντο med. Her. 4, 3, ein Land abschneiden, begränzen; 1, 72. 4, 25; vgl. 4, 99; im med., für sich abschneiden, wegnehmen, τὰς Θυρέας, 1, 82, wie Thuc. 8, 46; Pol. 9, 28, 7 u. öfter; λείαν Parthen. 26; Plat. ἐκεῖθεν μοίρας Tim. 36 a; oft allgem., absondern; vgl. Phil. 42 b Polit. 280 d; ἀποτέμνειν τὴν κεφαλήν, hinrichten, öfter Ton., οἱστρατηγοὶ ἀποτμηθέντες τὰς κεφαλάς, nachdem ihnen die Köpfe abgeschnitten, nachdem sie enthauptet waren, An. 2, 6. 1; vgl. Luc. Tox. 10 Navig. 33; von etwas abschneiden, von Soldaten, Xen. Hell. 6, 2. 5; med., 7, 1, 19; oft Pol., καὶ συγκλείειν 1, 84, 7; heiligen, weihen, ὕλας Luc. Sacrif. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτέμνω: Ἰω. καὶ Ἐπ. -τάμνω: μέλλ. τεμῶ: ἀόρ β΄ ἀπέτεμον: - ἀποκόπτω, παρηορίας ἀπέταμνεν Ἰλ. Θ. 87· ἀπὸ στομάχους ἀρνῶν τάμε Γ.292, κτλ.· κρᾶτ’ ἀπό… καὶ ἄρθρα τεμῶ χερὶ Σοφ. Φ. 1207· τὴν κεφαλὴν Ἡροδ. 2. 39, κ. ἀλλ. τὰ σκάλεα ὁ αὐτ. 2. 40· τὴν ῥῖνα καὶ τὰ ὦτα ὁ αὐτ. 3. 154, κτλ.: ἀποκόπτω, κάμνω ἐγχείρησιν, καὶ τοῖς ἰατροῖς παρέχουσι μετὰ πόνων τε καὶ ἀλγηδόνων καὶ ἀποτέμνειν καὶ ἀποκάειν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 54· ἀπ. τινά, ἀποκεφαλίζω, Βυζ.: - Παθ. ἀποκόπτομαι, τὰ ἀκρωτήρια ἀποτμηθήσεσθαι Λυσ. 105, 29· τὴν γλῶτταν ἀποτμηθεὶς Αἰσχ. 24. 32· τὴν κεφαλὴν Λουκ. Πλοῖον, 33. 2) ἀποχωρίζω, ἢ διαχωρίζω, ὑπὸ γεωγραφικὴν ἔννοιαν, οὕτω ὁ Ἅλυς ποταμὸς ἀποτάμνει σχεδὸν πάντα τῆς Ἀσίης τὰ κάτω τῆς θαλάσσης τῆς ἀντίον Κύπρου ἐς τὸν Εὔξεινον πόντον Ἡρόδ. 1. 72· οὔρεα ὑψηλὰ ἀπ. [τὴν χώρην] ὁ αὐτ. 4. 25· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2: - μαθηματικῶς, ἥμισυ… ἡ γραμμὴ ἀπ. Πλάτ. Μένων πρβλ. Ἀριστ. Μηχ. 1. 13: - Παθ. ἐπὶ ἀποσπάσματος στρατιωτικοῦ, 85Α, ἀποκόπτομαι, ἀποχωρίζομαι ἀπὸ τοῦ ὅλου σώματος τοῦ στρατοῦ, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 29. 3) ἀναχαιτίζω, σταματῶ, θέτω πέρας εἴς τι, τὰς μηχανὰς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 129. 4) ἀποχωρίζω ἐν τῇ συζητήσει, τίθημι ἐκτὸς τοῦ ζητήματος, Πλάτ. Νόμ. 653C· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Φίλ. 42Β: - Παθ. ἀποκόπτομαι ἢ ἀποχωρίζομαι ἐν τῇ συζητήσει. Ἀριστ. Φυσ. 3. 3, 5. 5) ἀπ. τὰ βαλλάντια, εἶμαι βαλλαντιοτόμος, Πλάτ. Πολ. 348D. ΙΙ. Μέσ., ἀποκόπτω τι δι’ ἐμαυτόν, ἀποταμνόμενον κρέα ἔδμεναι Ἰλ. Χ. 347· ἀπ. πλόκαμον Ἡρόδ. 4.34· τὴν χώρην ἀπ. τάφρον ὀρυξάμενοι αὐτόθι 3· ἀπ. τοῦ ὠτός, ἀποκόπτω μέρος τοῦ ὠτός, αὐτόθι 71. 2) ἀποχωρίζω, ἀπάγω, κλέπτω, πεντήκοντ’ ἀγέλης ἀπετάμνετο βοῦς ἐριμύκους Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 74· τὰς Θυρέας… ἀποταμόμενοι ἔσχον Ἡρόδ. 1. 82· καὶ ἐν τῷ παθ. ἐπὶ ἀποκοπείσης ἢ ἀποχωρισθείσης χώρας, ἀπ. τῆς χώρας, ἀποκόπτω μέρος τῆς χώρας, Ἰσοκρ. 134Β· Φοινίκης ἀπ. Ἀραβίας τε, ἔχω μέροςμερίδιον ἐκ τῆς..., Θεόκρ. 17.86. 3) ἀποχωρίζω ἀπὸ τῆς κοινῆς χρήσεως, ἀφιερῶ, καθιερῶ, ὕλας Λουκ. π. Θυσιῶν 10. 4) ἀπ. ὡς μέγιστα τῶν Ἀθηναίων, ἀφαιρῶ ὅσον τὸ δυνατὸν περισσοτέραν δύναμιν ἀπ’ αὐτῶν, Θουκ. 8. 46.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποτεμῶ, ao.2 ἀπέταμον, pf. ἀποτέτμηκα;
1 séparer en coupant, couper : τὴν κεφαλήν HDT la tête ; τὴν ῥῖνα καὶ τὰ ὦτα HDT le nez et les oreilles ; ἀποτμηθεὶς τὰς κεφαλάς XÉN gens à qui l’on avait coupé la tête;
2 couper, séparer (un pays), en parl. d’un fleuve, d’une chaîne de montagnes;
3 en un sens religieux : ἀπ. ἱερεῖον PLUT séparer par une ligne de démarcation un territoire consacré, càd le consacrer;
4 couper des troupes, leur intercepter le passage;
Moy. ἀποτέμνομαι couper une part pour soi : κρέα IL couper la chair (d’Hector) pour la manger ; χώρην HDT, τῆς χώρας ISOCR une portion de territoire.
Étymologie: ἀπό, τέμνω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ép., jón., dór. ἀποτάμνω Il.8.87, Hdt.1.72, Col.Mem.62.4, ICr.1.8.4b.5 (Cnoso V a.C.), 4.185.2 (Gortina II a.C.)

• Morfología: [ép., dór. aor. -(ε)ταμον Il.3.292, A.A.1410, Epich.152.11]
I gener. en v. act.
1 cortar
a) de partes del cuerpo, como acción ritual o de castigo ἀπὸ στομάχους ἀρνῶν τάμε Il.3.292. (cf. ἀποτεμεῖν· ἁγνίσαι Hsch.; v. ἁγνίζω I 2), σκέλεα Hdt.2.40, cf. 3.154, μέρη τοῦ σώματος Plu.2.113b
esp. la cabeza κρᾶτ' ἀπὸ πάντα καὶ ἄρθρα τέμω χερί S.Ph.1207, τὴν κεφαλήν Hdt.2.39, X.An.3.1.17, cf. Arist.PA 673a25, Plb.3.67.3, etc., IG 4.952.2 (Epidauro), τὴν κεφαλὴν ἀλεκτρυόνος PMag.4.35
sólo c. ac. de pers. o anim. descabezar, decapitar τὸν ἀλεκτρύονα PMag.4.38, Παῦλον τῆς κεφαλῆς Gr.Nyss.M.46.316C, cf. en v. pas. Eus.DE 3.5 (p.122.22)
en gener. de mártires decapitar, martirizar Origenes Mart.34 (p.32.1)
fig. εἰ μίαν κεφαλὴν τοῦ λόγου τις ἀποτέμοι si uno cortara sólo una cabeza del argumento (de la hidra sofista), Pl.Euthd.297c
frec. en v. pas. θρὶξ ἀποτμηθεῖσα Arist.HA 518b27, τὰ ἀκρωτήρια ... ἀποτμηθήσεσθαι Lys.6.26, esp. c. ac. de la parte cortada οἱ ... στρατηγοὶ ... ἀποτμηθέντες τὰς κεφαλάς X.An.2.6.1, cf. Luc.Nau.33, D.C.38.29.2, τὴν γλώτταν Aeschin.1.172, cf. Luc.Pisc.2, τὸν τράχηλον Arr.Epict.1.2.27, τὴν δεξιάν Luc.Tox.10, τὰ αἰδοῖα D.C.68.27.3
abs. οἱ ἀποτετμημένοι los castrados, App.Prou.1.67
fig. τὸ λογικόν οὐκ ἀποτέτμηται no está mutilado en cuanto a su razón Arr.Epict.1.5.9
tb. en v. pas. c. gen. τῆς κεφαλῆς ἀπετμήθη Ast.Am.Hom.4.9.1;
b) medic. cortar, extirpar, amputar, practicar la ablación, gener. operar ἀρχόν Hp.Haem.2, ὅλον Arist.HA 603b6, en v. pas. ἔκφυσις (τῶν μυῶν) ἀποτμηθεῖσα Gal.18(2).937, de partes gangrenadas, Hp.Art.69, unido a la cauterización ἀποτέμνειν καὶ ἀποκάειν X.Mem.1.2.54, en v. pas. Dsc.Eup.1.12, fig. ἀποτέμνουσαν <καὶ> καίουσαν τὰς ψευδεῖς δόξας Clem.Al.Strom.7.16.103.
2 en sent. más general cortar:
a) objetos suspendidos ἵπποιο παρηορίας ἀπέταμνε Il.8.87, οἱ τὰ βαλλάντια ἀποτέμνοντες los cortabolsas o rateros Pl.R.348d, cf. Phld.Rh.1.354;
b) de plantas τοῖς ἀποτεμνομένοις τῶν νέων κλημάτων en los sarmientos tiernos cortados Thphr.CP 3.14.4, cf. D.P.Au.1.6, Gp.3.4.5, οὐκ ἀποτέμνεις τῆς αὔλακος οὐδέν no cortas nada del tajo e.d. no te aplicas a segar Sch.Theoc.10.6;
c) de rayos de luz cortar, partir, dividir οὐκ ἀποτέτμηται· κἂν ἀποτεμεῖν ἐθελήσῃς ἐπὶ θάτερα, πρὸς τὸν ἥλιόν ἐστι τὸ φῶς (un rayo de sol) no puede ser cortado. Si intentaras cortarlo en dos, la luz queda del lado del sol Plot.1.7.1
fig. en las diatribas trinitarias, en v. pas. del Hijo οὐ μεριζόμενος, οὐκ ἀποτεμνόμενος Clem.Al.Strom.7.2.5;
d) c. ac. que indica trozos, partes o medidas cortar, partir ἐμοὶ δ' ἔδωκεν ἀποτεμὼν τυννουτονί de un trozo de pastel, Ar.Eq.1220, μοίρας ... ἐκεῖθεν ἀποτέμνων Pl.Ti.36a, Anon.Astr. en PLond.130.167, (μέτρον παχυαῖον) τοῦ πρόσθ' ἐόντος ἀποταμεῖν Epich.152.11, τάμοι δ' ἄπο μῆκος ἀοιδῇ recortaría la longitud del poema Call.Fr.57.1, ἀπότεμε πρίονι τὸ ὑπέρεχον sierra lo que sobresale Ph.Bel.66.23;
e) fig. cortar de un tajo, tachar, eliminar τούτου ἁπάσας ἀποτεμῶ τὰς μηχανάς cortaré de un tajo todas sus maquinaciones Cratin.320, abs. ἀπέταμες ref. al crimen de Clitemestra, A.A.1410, en v. pas. ἀπετμήθη (Ἰούδας) τοῦ ἁγίου ... καταλόγου Epiph.Const.Inc.4.2
cortar, impedir τὴν διάβασιν Basil.M.29.156B
en lit. crist. excomulgar τὰς παροικίας ἀποτέμνειν Eus.HE 5.24.9.
II especializaciones en cien., en v. act. cortar, delimitar
1 geog. aislar de territorios, separar, delimitar, ser la fronteraἍλυς ποταμὸς ἀποτάμνει ... πάντα τῆς Ἀσίης τὰ κάτω el río Halis forma el límite de todas las tierras del Asia inferior Hdt.1.72, ὧν ἀποτάμνει ... Θήβην Νεῖλος Col.Memn.62.4
λαμπρὸν ἡγούμενος ἤπειρον ἀποτεμεῖν καὶ πελάγη ξυνάψαι διττά considerando que era una idea brillante cortar la tierra firme y unir los dos mares proyectando el canal de Corinto, Philostr.VS 551
en v. med. mismo sent. ὁ Ῥῆνος ἐν ἀριστερᾷ τὴν Γαλατίαν ... ἐν δεξιᾷ τοὺς Κελτοὺς ἀποτέμνεται D.C.39.49.1, cf. Plb.2.16.7, D.P.230.
2 geom. cortar, delimitar segmentos, lados, etc., ἥμισυ ἑκάστου ἑκάστη γραμμὴ ἀποτέτμηκεν cada línea (diagonal) corta a cada uno (de los cuadrados) por la mitad Pl.Men.85a, cf. Arist.Mech.849a37, ὅμοιον τμῆμα περιγράψας τοῖς ... ἀποτεμνομένοις ἀπὸ τοῦ κύκλου Eudem.140 p.61, cf. Archim.Sph.Cyl.1 post.5, 1.11, Apollon.Perg.Con.1.34.
3 en varias metodologías científicas
a) apartar, aislar, clasificar aparte τοῦτ' αὐτὸ ἀποτεμὼν τῷ λόγῳ καὶ παιδείαν προσαγορεύων Pl.Lg.653c, cf. Men.Rh.338
incluso abstraer εἰ οὖν τις ἀποτέμοι καὶ ποιήσειε τὸ γιγνώσκειν αὐτὸ καθ' αὑτό Arist.EE 1244b29, cf. en v. pas. Arist.Ph.202b8
en v. med. mismo sent. διαιρεῖν μυριάδα ἀποτεμνόμενος ἀπὸ πάντων dividir apartando la cifra 10.000 de todas las demás (y considerarla como una clase aparte), Pl.Plt.262d, τὴν ... ὁπλοποιικὴν ἀποτεμόμεθα Pl.Plt.280d, cf. Phlb.42b, (οὐ) καθόλου περὶ τοῦ ὄντος ᾗ ὄν, ἀλλὰ μέρος αὐτοῦ τι ἀποτεμόμεναι (ἐπιστῆμαι) (ciencias) que no (tratan) del ser en general en cuanto ser, sino clasificando aparte una parte de él Arist.Metaph.1003a24, cf. Aristox.Harm.6.17, Phld.Rh.2.214.8, Porph.Sent.40;
b) delimitar, detallar ἔοικεν ἀποτέμνεσθαι τῇ φάσει parece que detalló en la expresión (lo que no hizo en el concepto), Thphr.Sens.4, πᾶν ὅσον ἡμεῖς ἀποτεμνόμεθα τῇ ὄψει τῆς σελένης todo cuanto de la luna abarcamos en detalle con la vista Plu.2.927e, (γεωγραφία) ἀποτεμνομένη τοὺς κατὰ μέρος τόπους ... Ptol.Geog.1.1.1
delimitar, abarcar δύο ... ζῷδια en el zodíaco, S.E.M.1.304.
III de grupos y cuerpos del ejército, gener. en v. med. aislar, interceptar πολλούς Plb.1.84.7, cf. X.HG 6.2.7, en v. pas. μὴ ἀποτμηθείησαν καὶ ἀμφοτέρωθεν αὐτῶν γένοιντο οἱ πολέμιοι X.An.3.4.29, οἱ δὲ ... ἀπετμήθησαν ὑπὸ τῶν ἐκ τῆς ἐνέδρας ἐξαναστάντων Plb.8.14.8, cf. 11.17.3
c. ac. de rel. δυναστείας ἀποτετμημένοι μικράς aislados o repartidos en reinos de taifas (de ciertas tribus árabes), Str.16.3.1, c. gen. τοῦ συγγενοῦς πυρὸς ἀποτέτμηται queda cortado del fuego del que procede Pl.Ti.45d, cf. Plu.Rom.7.
IV en v. med.
1 en gener. cortar para sí, en provecho propio ὤμ' ἀποταμνόμενον κρέα ἔδμεναι Il.22.347, καρπούς AP 9.79.1 (Leon.)
simpl. cortarse πλόκαμον Hdt.4.34
c. gen. cortarse un trozo de, mutilarse τοῦ ὠτός Hdt.4.71.
2 de bienes muebles apartar para sí, adjudicarse ἀγέλης ἀπετάμνετο βοῦς h.Merc.74, λείαν D.H.8.11, D.C.54.36.2, Parth.26.3.
3 de tierras delimitar para sí, acotarse, apropiarse τὴν χώρην ἀπετάμοντο, τάφρον ὀρυξάμενοι Hdt.4.3, cf. 1.82, Isoc.8.24, ICr.4.185.2 (Gortina II a.C.), Plu.Lyc.2, 2.250b, D.C.41.63.3, (χώρας) ὀλίγον ἀποτεμόμενος Sosicr.Hist.p.502, cf. D.C.38.40.7, etc., τὰς πόλεις καὶ τὴν χώραν Plb.9.28.7, τὴν ὀργάδα D.13.32
c. gen. χόρας ἀποτάμνεσθαι ICr.1.8.4b.5 (Cnoso V a.C.), cf. Isoc.7.88, τῆς γῆς Isoc.3.34, γαίης ἅλις A.R.2.794, Φοινίκας ἀποτέμνεται Ἀρραβίας τε es dueño de parte de Fenicia y de Arabia de Ptolomeo, Theoc.17.86
para los dioses precintar, consagrar ὕλας Luc.Sacr.10
fig. ἀποτεμόμενος ὡς μέγιστα ἀπὸ τῶν Ἀθηναίων recortando lo más posible el poder de los atenienses en beneficio propio Th.8.46.

Greek Monolingual

(AM ἀποτέμνω)
κόβω, αποκόπτω, αποχωρίζω
αρχ.-μσν.
(-ομαι) ευνουχίζομαι
αρχ.
Ι. 1. (με γεωγρ. σημασία) χωρίζω, διαιρώ
2. (για συζήτηση) απομονώνω, θέτω χωριστά
II. (-ομαι)
1. αποχωρίζω κάτι από την κοινή χρήση, αφιερώνω, καθιερώνω
2. αποχωρίζω για δική μου χρήση, αποσπώ
3. φρ. «ἀποτέμνω βαλάντια» — κλέβω πορτοφόλια, είμαι πορτοφολάς.

Greek Monotonic

ἀποτέμνω: Ιων. -τάμνω, μέλ. -τεμῶ, αόρ. βʹ -έτεμον, -έτᾰμον·
I. 1. αποκόπτω, αποσχίζω, αποχωρίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. — Παθ., τὴν γλῶτταν ἀποτμηθείς, αφού του έκοψαν τη γλώσσα, σε Αισχίν.
2. διαχωρίζω, διαμερίζω, με γεωγραφική σημασία, σε Ηρόδ. — Παθ., λέγεται για στρατεύματα, αποκόπτομαι από το κύριο εκστρατευτικό σώμα, σε Ξεν.
II. 1. Μέσ., αποκόπτω κάτι για τον εαυτό μου, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., αποκόπτω μέρος ενός πράγματος, σε Ηρόδ.
2. αποχωρίζω για να οικειοποιηθώ, απάγω, κλέβω, βοῦς, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ.· Φοινίκης ἀποτέμνω, αποκόπτω και αποκτώ τμήμα ή μερίδιο από τη χώρα της Φοινίκης, σε Θεόκρ.· ἀποτέμνω τῶν Ἀθηναίων, αφαιρώ τη δύναμη από, αποδυναμώνω τους Αθηναίους, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτέμνω: эп.-ион. ἀποτάμνω
1) отрезать, отрубать, отсекать (τὴν ῥῖνα καὶ τὰ ὦτα Her.; med. κρέα Hom.): ἀποτμηθέντες τὰς κεφαλὰς ἐτελεύτησαν Xen. они были обезглавлены;
2) обрезать, обстригать (med. πλόκαμον Her.; θρὶξ ἀποτμηθεῖσα Arst.);
3) тж. med. отделять, отграничивать (οὔρεα ἀποτάμνει, sc. τοὺς τόπους Her.);
4) выделять особо, изолировать (τῷ λόγῳ τι Plat.);
5) med. отторгать в свою пользу, отхватывать (χώραν Her., Plut. и τῆς χώρας Isocr., Theocr.; τῆς λείας συχνήν Plut.);
6) перерезать путь, отрезать: δεδοικότες μὴ ἀποτμηθείησαν Xen. боясь быть отрезанными;
7) med. культ. ограждать от посторонних, т. е. посвящать божеству (ὕλας Luc.).

Middle Liddell


I. to cut off, sever, Il., Hdt., attic:—Pass., τὴν γλῶτταν ἀποτμηθείς having his tongue cut out, Aeschin.
2. to sever, divide, in a geographical sense, Hdt.:—Pass., of troops, to be cut off from the main body, Xen.
II. Mid. to cut off for oneself, Il.; c. gen. to cut off a bit of a thing, Hdt.
2. to cut off, so as to appropriate, βοῦς Hhymn., Hdt.; Φοινίκης ἀπ. to have a slice or portion of Phoenicia, Theocr.; ἀπ. τῶν Ἀθηναίων to cut off power from the Athenians, Thuc.