ἐπομβρία
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
ἡ, A heavy rain, abundance of rain, Hp.Aph.3.15 (pl.), D.55.11, etc.: generally, abundance of wet, πνευμάτων A.Fr. 300 : opp. αὐχμός, Hp.Aër.23, Ar.Nu.1120 : pl., Arist.Mete.360b6, Thphr.HP3.1.5, Str.11.3.4, etc. : metaph., shower, χερμάδων Lyc. 333 ; deluge, δέλτων Lib.Ep.333.5. 2 the Deluge, J.AJ1.2.3, al. II humidity, of the body, Aret.SA2.4, SD2.1.
German (Pape)
[Seite 1007] ἡ, Übermaaß von Regen, Strab. XI, 500; Überschwemmung, Aesch. frg.; Ggstz αὐχμός Ar. Nubb. 1119; Plat. Ax. 368 c; vgl. Plut. Sull. 14; χερμάδων Lycophr. 333; übertr., ῥημάτων Liban.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπομβρία: πολλὴ βροχή, ἀφθονία βροχῆς, Ἱππ. Ἀφ. 1247· καθόλου, πολλαὶ βροχαί, βροχερὸς καιρός, κατακλυσμὸς ὑδάτων, Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 304· ἀντίθετον τῷ αὐχμός, Ἱππ. π. Ἀέρ. 294, Ἀριστοφ. Νεφ. 1120· Δευκαλίωνος ἐπ. Κλήμ. Ἀλ. 380· ἐν τῷ πληθ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 9, κ. ἀλλ.: - μεταφ., χερμάδων ἐπομβρία Λυκόφρ. 333.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 abondance de pluies;
2 p. ext. inondation, déluge.
Étymologie: ἐπί, ὄμβρος.
Greek Monolingual
ἐπομβρία, ἡ (Α)
1. αφθονία βροχής
2. περίοδος με άφθονες βροχές
3. φρ. «χερμάδων ἐπομβρία» — βροχή από πέτρες.
Greek Monotonic
ἐπομβρία: ἡ, καταρρακτώδης βροχή, άφθονη υγρασία, υγρός καιρός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπομβρία: ἡ
1) проливной дождь, ливень Arph., Plat., Arst., Plut.;
2) наводнение Arph., Arst.
Middle Liddell
ἐπομβρία, ἡ,
heavy rain, abundance of wet, wet weather, Ar. [from ἔπομβρος