ποιητός
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ή, όν, A made, freq. in Hom., esp. of houses and arms, always in the sense of εὖ ποιητός, well made, δόμοις ἔνι ποιητοῖσι Il. 5.198, Od.13.306; ποιητὰς… πύλας Il.12.470; also πύκα ποιητός 18.608, Od.1.333,436, al.: generally, made, εἰ δ' ἦν π. τε καὶ ἔνθετον ἀνδρὶ νόημα Thgn.435; π. φρέατα, opp. natural springs, Plu.Sol. 23; cultivated, opp. ἄγριος, Aret.CD1.4; ἕλκεα self-inflicted, Tryph. 229. II made into a son, adopted, παῖς π., opp. ἀληθινός, γεννητός, Pl.Lg.878e, 923e; οἱ π. τῶν πατέρων adopted fathers, Lycurg. 48; π. πολῖται factitious citizens, not so born, Arist.Pol.1275a6, cf. D.45.78. III made by oneself, i.e. invented, feigned, λόγος Pi.N. 5.29; ποιητῷ τρόπῳ E.Hel.1547; of works of art, imitated, Nonn.D. 34.287.
German (Pape)
[Seite 649] gemacht, verfertigt; oft bei Hom., bes. von Wohnungen und Waffen, wie οἱ δὲ κατ' αὐτὰς ποιητὰς ἐςέχυντο πύλας, Il. 12, 470; κύκλος, κυνέη, δόμος, θάλαμος u. ä., wo man es = εὖ ποιητός, wohl, künstlich gemacht, aufzufassen pflegt; auch τέγεος πύκα ποιητοῖο, Od. 1, 333; Sp.; τὸ ποιητόν, das Gemachte, Arist. eth. 6, 2; – παῖς, ein angenommener, adoptirter Sohn, der zum Sohne gemacht, nicht geboren ist. εἴτε γεννητὸς ὢν εἴτε ποιητός, Plat. Legg. XI, 923 e, oft bei den Rednern; auch ὁ ποιητὸς πατήρ, Adoptivvater, Lys. 13, 91; πολῖται, die mit dem Bürgerrechte beschenkt sind, nicht geborene Bürger, Arist. pol. 3, 1. – Uebh. selbst gemacht, ersonnen, erdichtet, ψεύσταν δὲ ποιητὸν συνέπαξε λόγον, Pind. N. 5, 29.
Greek (Liddell-Scott)
ποιητός: -ή, -όν, (ποιέω) πεποιημένος, ποιηθείς, συχν. παρ’ Ὁμ., μάλιστα ἐπὶ οἰκιῶν καὶ ὅπλων, ἀείποτε ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ εὖ ποιητός, καλῶς πεποιημένος, καλῶς κατεσκευασμένος, ὡς τὸ τυκτός, τετυγμένος, δόμοις ἐνὶ ποιητοῖσι Ἰλ. Ε. 198, Ὀδ. Ν. 306˙ ποιητάς… πύλας Ἰλ. Μ. 470, κτλ.˙ ἂν καὶ ἐκφέρει ἐπίσης καὶ συνημμένως, πύκα ποιητός, ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ἰλ. Σ. 608, Ὀδ. Α. 333, 436, κτλ.˙ ― πεποιημένος, κατ’ ἀντίθετον πρὸς τὸν ἀφ’ ἑαυτοῦ ὑπάρχοντα, Θέογν. 435˙ ― π. φρέατα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς φυσικὰς πηγάς, Πλουτ. Σόλων 23. ΙΙ. εἰσποιητός, υἱοθετηθείς, θετὸς υἱός, παῖς π., ἀντίθετον τῷ γεννητὸς ἢ ἀληθινός, Πλάτ. Νόμ. 878Ε, 923 Ε˙ οὕτω, πατὴρ π., θετὸς πατήρ, Λυκοῦργ. 153. 44 (ἀντίθετον τῷ γόνῳ πατὴρ Λυσ. 138. 32)˙ π. πολῖται, πολιτογραφηθέντες, μὴ ἐκ γενετῆς ὄντες πολῖται, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 3, πρβλ. Δημ. 1125. 5˙ ― ἴδε ποιέω, Α. ΙΙΙ., ποίησις ΙΙ. ΙΙΙ. ἐφευρεθείς, ἐπινοηθείς, προσποιηθείς, Πινδ. Ν. 5. 53˙ ποιητῷ τρόπῳ Εὐρ. Ἑλ. 1547.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 créé, p. opp. à « qui existe par soi-même » ; t. de droit adopté, créé ou admis par adoption;
2 en parl. d’ouvrages manuels fabriqué, travaillé, particul. fait avec art, bien travaillé.
Étymologie: ποιέω.
English (Autenrieth)
(well) made or built, with and without εὖ.
English (Slater)
ποιητός
1 fabricated ψεύσταν δὲ ποιητὸν συνέπαξε λόγον (N. 5.29)
Greek Monolingual
-ή, -όν,ΜΑ ποιώ
1. αυτός που μπορεί να ποιηθεί, που μπορεί να κατασκευαστεί
2. αυτός που έχει δημιουργηθεί από τον θεό, σε αντιδιαστολή με τον ίδιο τον θεό που είναι άναρχος
αρχ.
1. κατασκευασμένος («σάκεος πύκα ποιητοῑο», Ομ. Ιλ.)
2. προσποιητός, πλαστός («οἱ δ' εκβαλόντες δάκρυα ποιητῷ τρόπῳ», Ευρ.)
3. ο υιοθετημένος, ο θετός.
Greek Monotonic
ποιητός: -ή, -όν (ποιέω),·
I. καλοκατασκευασμένος, με τη σημασία του εὖ ποιητός, καλοφτιαγμένος, δόμοις ἐνὶ ποιητοῖσι, σε Όμηρ.· φτιαγμένος, δημιουργημένος, αντίθ. προς αυτόν που υπάρχει από μόνος του είναι δηλ. αυθύπαρκτος, σε Θέογν.
II. υιοθετημένος, ιδίως υιοθετημένος γιος, θετός γιος, σε Πλάτ.· ποιητοὶ πολῖται, οι μη ιθαγενείς πολίτες, αυτοί που δεν είναι πολίτες από τη γέννησή τους, σε Αριστ.
III. αυτός που κατασκευάζεται, εφευρίσκεται από κάποιον, δηλ. επινοημένος, προσποιητός, πλαστός, σε Πίνδ., Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποιητός -ή -όν [ποιέω] gemaakt, gebouwd:. κυνέην... ῥινοῦ ποιητήν een helm gemaakt van huid Il. 10.262; παρὰ σταθμὸν τέγεος πύκα ποιητοῖο naast de deurpost van het stevig gebouwde vertrek Od. 1.333; οἱ πλεῖστοι φρέασι ποιητοῖς ἐχρῶντο de meesten hadden de beschikking over aangelegde putten Plut. Sol. 23.6. gemaakt, geveinsd:. ποιητῷ τρόπῳ op een geveinsde manier Eur. Hel. 1547. gemaakt (tegenover ‘natuurlijk’):. παῖδες ποιητοί geadopteerde kinderen Plat. Lg. 878e; τοὺς ποιητοὺς πολίτας degenen die burger gemaakt waren Aristot. Pol. 1275a6.
Russian (Dvoretsky)
ποιητός:
1) сделанный, изготовленный, построенный (τέγος πύκα ποιητόν Hom.);
2) хорошо сделанный, искусно построенный (δόμοι, πύλαι Hom.);
3) искусственный (φρέαρ Plut.);
4) не родной, т. е. приемный (παῖς Plat.; πατήρ Lys.): ποιητοὶ πολῖται Arst. получившие право гражданства;
5) вымышленный, поддельный (λόγος Pind.): ποιητῷ τρόπῳ Eur. притворно.
Middle Liddell
ποιητός, ή, όν ποιέω
I. made, in the sense of εὖ ποιητός, well-made, δόμοις ἐνὶ ποιητοῖσι Hom.:— made, created, opp. to self-existent, Theogn.
II. made into something, esp. made into a son, adopted, Plat.; π. πολῖται factitious citizens, not so born, Arist.
III. made by oneself, i. e. invented, feigned, Pind., Eur.