πλοίο
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
Greek Monolingual
το / πλοῑον, ΝΜΑ
1. κάθε πλωτό σκάφος και κυρίως μεγάλων διαστάσεων, καράβι
2. φρ. «αλιευτικό πλοίο» και «πλοῑον αλιευτικόν» — πλοίο που χρησιμοποιείται για αλιεία, ψαράδικο.
νεοελλ.
ναυτ.
1. (σύμφωνα με τον Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου) κάθε σκάφος προορισμένο να μετακινείται επί τών υδάτων προς μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων, ρυμούλκηση, επιθαλάσσια αρωγή, αλιεία, αναψυχή, επιστημονικές έρευνες ή άλλο ναυτιλιακό σκοπό
2. (σύμφωνα με τον κώδικα ιδιωτικού ναυτικού δικαίου) κάθε σκάφος που έχει καθαρή χωρητικότητα δέκα τουλάχιστον κόρων και είναι προωρισμένο να κινείται στη θάλασσα με δική του δύναμη πλεύσης
3. φρ. α) «αδελφά πλοία» — πλοία που έχουν ναυπηγηθεί με τις ίδιες προδιαγραφές, έχουν συνήθως τα ίδια χαρακτηριστικά, όπως μήκος, πλάτος, βύθισμα, ταχύτητα, μεταφορική ικανότητα, ναυπηγούνται ταυτόχρονα ή σχεδόν ταυτόχρονα, κατά κανόνα από την ίδια εταιρεία, και τις περισσότερες φορές έχουν παραγγελθεί από την ίδια ναυτιλιακή εταιρεία
β) «ακτοπλοϊκό πλοίο» — επιβατηγό, επιβατηγό-οχηματαγωγό, επιβατηγό-φορτηγό ή φορτηγό πλοίο που εκτελεί μεταφορές μόνο στις εσωτερικές θάλασσες μιας χώρας
γ) «αλιευτικό πλοίο» — πλοίο που χρησιμοποιείται για αλιεία εσωτερικών θαλασσών, ανοιχτών θαλασσών, ωκεανών και ειδικών αλιευμάτων
δ) «δεξαμενόπλοιο» — πλοίο που προορίζεται κυρίως για τη μεταφορά αργού πετρελαίου από τους τόπους παραγωγής σε κέντρα διύλισης ή προϊόντων διύλισης του πετρελαίου από τα διυλιστήρια στους τόπους διανομής και κατανάλωσης, κν. τάνκερ
ε) «εμπορικό πλοίο ή πλοίο μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων» — πλοίο που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά εμπορευμάτων τα οποία τοποθετούνται σε κιβώτια ειδικών διαστάσεων, τα κοντέινερ, τα οποία στοιβάζονται στο πλοίο σε ειδικές υποδοχές στερεώσεως, με φορτωτήρα του πλοίου ή της ξηράς
στ) «επιβατηγό πλοίο» — πλοίο για τη μεταφορά προσώπων
ζ) «επιβατηγό-φορτηγό πλοίο» — πλοίο μικτής μεταφοράς προσώπων και εμπορευμάτων
η) «θαλαμηγό πλοίο» — ιδιόκτητο πλοίο που χρησιμοποιείται για αναψυχή
θ) «ιστιοφόρο πλοίο» — πλοίο που χρησιμοποιεί ως κινητήρια δύναμη τον άνεμο ο οποίος προσπίπτει πάνω στα ιστία του, τα πανιά του
ι) «κωπήλατο πλοίο» — πλοίο που κινείται με κουπιά
ια) «ναυαγοσωστικό πλοίο» — πλοίο που προσφέρει υπηρεσίες για επιθαλάσσια αρωγή και διάσωση σε πλοία που κινδυνεύουν
ιβ) «παγοθραυστικό πλοίο» — πλοίο που χρησιμοποιείται για διάνοιξη οδών πλεύσης σε παγωμένες θάλασσες και λιμάνια, θραύοντας τον πάγο καθώς έρχεται σε επαφή μαζί του και προκαλώντας ανοίγματα λίγο μεγαλύτερα από το πλάτος του σκάφους
ιγ) «πολεμικό πλοίο» — ειδικά κατασκευασμένο πλοίο που χρησιμοποιείται για πολεμικούς σκοπούς
ιδ) «πλοίοπορθμείο» — πλοίο για μεταφορά οχημάτων ή οχημάτων και προσώπων σε μικρές αποστάσεις και μέσα σε προστατευμένες ή κλειστές θαλάσσιες περιοχές, κν. φέρυμποτ
ιε) «πλοίο τύπου Roll-on, Roll-off» — πλοίο που μοιάζει με κλειστό οχηματαγωγό του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, αλλά έχει άνοιγμα για φορτοεκφόρτωση τών οχημάτων, τόσο στην πλώρη όσο και στην πρύμνη, και συνήθως και πλευρικό άνοιγμα, από το οποίο εκτείνεται προς την ξηρά επικλινές δάπεδο ή ράμπα για τις φορτοεκφορτώσεις, ενώ το εσωτερικό του μοιάζει με γκαράζ πάρκινγκ πολλών ορόφων, όπου σταθμεύουν τα αυτοκίνητα
ιστ) «πυρηνοκίνητο πλοίο» — πλοίο που χρησιμοποιεί ως πηγή ενέργειας για την κίνησή του πυρηνικό αντιδραστήρα
ιζ) «ρυμουλκό πλοίο» — πλοίο ειδικά κατασκευασμένο που χρησιμοποιείται για τη ρυμούλκηση άλλων πλοίων
ιη) «πλοίο με υδροπτερύγια» — σκάφος που είναι σχεδιασμένο κατά τρόπο ώστε να ανυψώνεται ολόκληρο επάνω από την επιφάνεια του νερού καθώς αυξάνεται η ταχύτητά του και το οποίο υποστηρίζεται με υδροπτερύγια ειδικής κατασκευής, κν. δελφίνι
ιθ) «φορτηγό πλοίο» — πλοίο που μεταφέρει ξηρά φορτία
αρχ.
φρ. α) «πλοῑον ἱππαγωγόν» — σκάφος κατάλληλο για να μεταφέρει άλογα
β) «πλοῑον λεπτόν» — μικρό σκάφος, πλοιάριο, καραβάκι
γ) «πλοῑον μακρόν» — πολεμικό πλοίο, τριήρης
δ) «πλοῑον στρογγύλον [ἡ φορτηγικόν]» — σκάφος κατάλληλο για τη μεταφορά φορτίων, φορτηγό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλοῖον (< πλόFιον, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -F- και συναίρεση) αποτελεί παρ. της λ. πλόος/ πλοῦς. Η λ. πλοῖον, η οποία δεν απαντά στον Όμ., χρησιμοποιήθηκε κυρίως για τα εμπορικά πλοία, αλλά ορισμένες φορές, συνήθως μαζί με το επίθ. μακρόν, και για τα πολεμικά και αντικατέστησε σε μτγν. εποχή τη λ. ναῦς.
Translations
Abkhaz: аӷба; Afrikaans: skip; Aghwan: 𐕎𐔽𐔰; Albanian: anije; Ambonese Malay: kapal; Amharic: መርከብ, ላከ; Arabic: سَفِينَة; Gulf Arabic: سَفينة; Armenian: նավ; Old Armenian: նաւ; Assamese: জাহাজ; Assyrian Neo-Aramaic: ܣܦܝܼܢ݇ܬܵܐ, ܓܵܡܝܼ; Asturian: barcu; Azerbaijani: gəmi; Baluchi: جہاز; Bashkir: карап; Basque: itsasontzi; Belarusian: карабе́ль, су́дна; Bengali: জাহাজ; Brahui: جاز; Bulgarian: ко́раб, парахо́д; Burmese: သင်္ဘော; Catalan: vaixell, nau; Chechen: кема; Cherokee: ᏥᏳ; Chinese Cantonese: 船; Dungan: чуан; Gan: 船; Hakka: 船; Jin: 船; Mandarin: 船, 船舶; Min Bei: 船; Min Dong: 船; Min Nan: 船; Wu: 船; Xiang: 船; Chuvash: карап; Crimean Tatar: gemi; Czech: loď; Danish: skib; Dutch: schip; Elfdalian: stjipp; Erzya: иневенч; Esperanto: ŝipo; Estonian: laev; Faroese: skip; Finnish: laiva; French: vaisseau, bateau, navire; Friulian: nâf, nâv; Galician: navío, nave, barcia, beote, vaixel; Georgian: გემი, ხომალდი; German: Schiff; Gothic: 𐍃𐌺𐌹𐍀; Greek: πλοίο, καράβι; Ancient Greek: ναῦς, πλοῖον; Greenlandic: umiarsuaq; Gujarati: જહાજ; Hawaiian: moku; Hebrew: סְפִינָה, אֳנִיָּה \ אונייה; Hindi: पोत, जहाज़, जलयान; Hungarian: hajó; Icelandic: skip; Indonesian: kapal; Inuktitut: ᐅᒥᐊᕐᔪᐊᖅ; Irish: long, árthach; Italian: nave, bastimento, vascello, transatlantico, piroscafo, naviglio, battello; Japanese: 船, 船舶; Javanese: kapal; Kalmyk: керм; Kannada: ನೌಕೆ; Karelian: laiva; Kashmiri: जहाज़; Kazakh: кеме; Khmer: កប៉ាល់, នាវា, សំពៅ; Korean: 배, 선박(船舶), 선(船); Kurdish Central Kurdish: کهشتی, گهمی; Northern Kurdish: keştî, gemî; Kyrgyz: кеме; Ladino: nave, vapor; Lao: ກຳປັ່ນ, ເຮືອ; Latin: navis; Latvian: kuģis; Lezgi: гими; Lithuanian: laivas; Lombard: nav; Low German German Low German: Schipp; Luxembourgish: Schëff; Lü: ᦵᦣᦲᦉᦗᧁ; Macedonian: брод, лаѓа, кораб; Maguindanao: kapal; Malay: kapal; Malayalam: കപ്പല്, നൌക; Maltese: vapur; ġifen; Manx: lhong; Maori: kaipuke; Maranao: kapal; Marathi: जहाज; Mon: က္ၜၚ်; Mongolian Cyrillic: усан онгоц, онгоц, хөлөг; Uyghurjin: ᠤᠰᠤᠨ; ᠣᠩᠭᠤᠴᠠ, ᠣᠩᠭᠤᠴᠠ, ᠬᠥᠯᠭᠡ; Nahuatl Central: acalli; Classical: acalli; Navajo: tsin naaʼeeł; Neapolitan: barca; Nepali: जहाज; Ngazidja Comorian: meli; Nogai: кеме; North Frisian: schap; skap, Skep; Northern Sami: skiipa, láivi; Norwegian Bokmål: skip; Nynorsk: skip; Occitan: nau, vaissèl; Old Church Slavonic Cyrillic: корабл҄ь, корабь; Old East Slavic: корабль; Old English: sċip; Old High German: skif; Oriya: ଜାହାଜ; Oromo: doonii; Ossetian: науӕ, нау; Ottoman Turkish: گمی; Palauan: diall; Pali: nāvā; Pashto: کښتۍ, کيښتۍ, بېړۍ, ابګوټ; Persian: کشتی, ناو, جهاز, سماری; Polish: statek, okręt, korab; Portuguese: navio; Punjabi: ਜਹਾਜ਼, ਨਾਵ; Shahmukhi: جہاز; Romanian: navă, corabie, vas; Romansch: nav, bartga, bastiment; Russian: корабль, судно, пароход; Rusyn: корабе́ль; Sanskrit: नौ, नाव, पोत; Santali: ᱡᱟᱦᱟᱡᱽ; Scots: gailey; Scottish Gaelic: long; Serbo-Croatian Cyrillic: бро̑д, ла̑ђа, ко̏раб/кора̑б, ко̏рабаљ/ко̏ра̄баљ; Roman: brȏd, lȃđa, kȍrāb/korȃb, kȍrābalj/korȃbalj; Silesian: statek; Sindhi: جہاز; Sinhalese: නැව; Slovak: loď; Slovene: ladja; Somali: markab; Sorbian Lower Sorbian: łoź; Upper Sorbian: łódź; Southern Altai: кереп; Spanish: barco, buque, nave; Sranan Tongo: sipi; Swahili: meli, jahazi; Swedish: skepp, fartyg; Tabasaran: гими; Tagalog: barko, daong; Tajik: киштӣ, сафина; Tamil: கப்பல்; Tatar: кораб; Telugu: ఓడ, నావ, నౌక; Thai: เรือ, กำปั่น; Tibetan: གྲུ་གཟིངས; Tigrinya: መርከብ; Tok Pisin: sip; Turkish: gemi; Turkmen: gäämi, gämi, korabl, parohod; Udmurt: корабль; Ugaritic: 𐎀𐎐𐎊𐎚; Ukrainian: корабе́ль, судно́; Urdu: جہاز, پوت; Uyghur: پاراخوت, كېمە; Uzbek: kema, paroxod; Vietnamese: tàu thuỷ, tàu; Volapük: naf; Waray-Waray: barko; Welsh: llong; Yakut: хараабыл; Yiddish: שיף; Zhuang: ruz