ἀλέω
English (LSJ)
(A), [ᾰ]: impf. ἤλουν Pherecr.10.1: aor. ἤλεσα Id.183,Hp.Fist. 7, Steril.230, etc.; Ep. ἄλεσσα (κατ-) Od.20.109: pf. ἀλήλεκα AP11.251 (Nicarch.):—Pass., pf. ἀλήλεσμαι Hp. ap. Gal.19.76, Hdt.7.23; ἀλήλεμαι Th.4.26, Amph.9: aor. ἠλέσθην Dsc.1.120:—grind, bruise, Hom. only in compd. καταλέω, q.v.; ἤλουν τὰ σιτία Pherecr.l.c.; βίος ἀληλεμένος = civilized life, in which one uses ground corn and not raw fruits, Amph. l.c.; ἄλει, μύλα, ἄλει = grind, mill, grind! Carm. Pop.43: metaph., ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλαι, ἀλέουσι δὲ λεπτά = the millstones of the gods grind late, but they grind fine Poet. ap. S.E.M.1.287.
(B), only in Med. ἀλέομαι, q.v.
German (Pape)
[Seite 94] (molo, ἀλέσω, ἀλῶ Moeris 17, ἤλεσα; ἀληλεκέναι Nicarch. 33 (XI, 251); ἀληλεσμένος σῖτος Her. 7, 23; Thuc. 4, 26, wo Bekk. ἀληλεμένος hat; Amph. XIV, 649 a; ἀλεσθείς Athen.; ἀλεστἐον Diosc.), mahlen, zermalmen, κἀχρυς Ar. Nub. 1340; ἤλουν τὰ σιτία Phereer. Ath. VI, 263 b; auch von der Mühle, ἄλει μύλα ἄλει Plut. Conv. sept. sap. 14; sprichwörtlich βίος ἀληλεσμένος, verfeinertes, bequemes Leben, Ath. a. a. O. Zenob. 1, 21; nach Snid. ἐπὶ τῶν ἐν ἀφθονίᾳ τῶν ἐπιτηδείων ὄντων; s. ἀλήθω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλέω: [ᾰ]: παρατατ. ἤλουν, Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 1˙ ἀόρ. ἤλεσα, ὁ αὐτ. Ἄδηλ. 18, Ἱππ., κτλ., Ἐπ. ἄλεσσα (κατ-), Ὀδ.: ― πρκμ. ἀλήλεκα, Ἀνθ. Π. 11. 251: ― Παθ. πρκμ. ἀλήλεσμαι, Ἡρόδ. 7. 23, Θουκ. 4. 26 (ἔνθα ὅμως ὁ Βεκκ. ἀλήλεμαι καὶ ὅτι οὗτος εἶναι ὁ ὀρθὸς Ἀττικὸς τύπος φαίνεται ἐκ τοῦ μέτρου, ἂν ὀρθῶς ὁ Meineke ἔχῃ αὐτὸ ἐν «Γυναικομανίᾳ» Ἄμφιδος 1.): ― ἀόρ. ἠλέσθην, Διοσκ. 1. 173, = Ἀλέθω, συντρίβω, κοπανίζω, κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν (ὅπερ κυρίως ἀνήκει εἰς τὸ καταλέω), Ὀδ. Υ. 109˙ ἤλουν τὰ σιτία, Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., βίος ἀληλεμένος, βίος πεπολιτισμένος, καθ’ ὃν γίνεται χρῆσις ἀληλεσμένου σίτου καὶ οὐχὶ καρπῶν ἐν τῇ φυσικῇ αὐτῶν καταστάσει, ἴδε Meineke ἐν «Ἄμφιδι» ἔνθ’ ἀνωτ., ἄλει, μύλα, ἄλει, ἄλεθε, μύλε, ἄλεθε, ᾆσμα παρὰ Πλουτ. 2. 157Ε, Bgk. Carm. Pop. Lyr. 43. (Ἐκ √ΑΛ παράγονται καὶ τὰ ἀλήθω, ἀλίνω, ἀλείατα, ἀλετός, ἄλευρον (ἀλλ’ οὐχὶ ἄλφιτον), ἀλοάω, ἄλως, ἀλωή˙ ὁ Βούττμανος καὶ ἄλλοι σχετίζουσι τὴν ῥίζαν ταύτην πρὸς τὴν ϜΕΛ ἐν εἴλω, ὅπερ ὑποστηρίζει καὶ ὁ τύπος οὐλαί (χονδροαλεσμένον κριθάρι). Ἄλλ’ οὐδὲν ὑπάρχει ἴχνος τοῦ ϝ ἐν τῷ ἀλέω καὶ τοῖς παραγώγοις αὐτοῦ καὶ αἱ ἀντίστοιχοι λέξεις ἐν τῇ Λατιν. καὶ ἄλλαι τινὲς ὑποδεικνύουσιν ὅτι ἀπεβλήθη ἓν Μ, ὥστε ἡ ἐξ ἀρχῆς ῥίζα δυνατὸν νὰ ἦτο ΜΑΛ, ΜΟΛ, Λατ. molo, mola, κτλ.˙ ἴδε ἐν λ. μύλη). Ἐν χρήσει μόνον κατὰ τὸ μέσ. ἀλέομαι, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἤλουν, f. ἀλέσω, att. ἀλῶ ; ao. ἤλεσα, pf. ἀλήλεκα;
Pass. ao. ἠλέσθην, pf. ἀλήλεσμαι ou ἀλήλεμαι;
moudre ; fig. écraser, battre, blesser LSJ.
Étymologie: R. Ἀλ pour Ϝαλ, moudre ; cf. ἀλωή et ἅλως.
English (Autenrieth)
only aor. ἄλεσσαν: grind, Od. 20.109†.
Spanish (DGE)
concentrar, reunir Hp. en Gal.19.74.
• Etimología: Cf. ἁλής, ἅλις.
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [aor. inf. ἀλέσαι Pherecr.197, part. ἀλέσας Hp.Fist.7, Steril.230, part. pas. ἀλεσθείς Dsc.1.120; perf. át. part. ἀληλεμένος Th.4.26, Amphis 9, ἀληλεσμένος Hdt.7.23, Archig. en Gal.12.676, Zen.1.21, ἠλεσμένος Dsc.Eup.2.45.1, DP 1.13, 14, inf. ἀληλεκέναι AP 11.251 (Nicarch.)]
1 moler el grano del cereal, machacar, triturar τὰς κριθὰς δεῖ ... ἀλέσαι Pherecr.l.c., cf. Ar.Nu.1358, Luc.Asin.28, τὰ ἐπιτήδεια Thphr.Char.4.10, τὰ σιτία Plu.2.157d, cf. BGU 1067.13 (II d.C.), τούτῳ γυμνάσιον σῖτον ἀλεῖν como signo de pobreza o austeridad, D.L.1.81, en v. pas. σῖτος ... ἀληλεσμένος Hdt.l.c., Th.4.26, Hp.ll.cc., θέρμους ... ἀληλεσμένους Archig.l.c., κοχλίας Λιβυκὸς ... ἠλεσμένης Dsc.l.c., cf. DP ll.cc.
•abs. moler el grano ἄλει μύλα ἄλει Carm.Pop.23ter, cf. Plu.2.830c, AP 11.251 (Nicarch.)
•suj. anim. triturar φῦκος ἀεὶ ἀλέουσιν ὀδοῦσιν unos peces, Pancrat.SHell.600.3.
2 fig. y frec. en frases prov. ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά molinos de dioses muelen despacio pero muelen fino ref. a que a los dioses no se les escapa nada, prov. en S.E.M.1.287, βίος ἀληλεμένος vida del molinero, vida regalada Amphis 9, Zen.l.c.
• Etimología: De *H2elHu̯1- ‘moler’; en grado C/P ἄλητον, ἄλευρον, arm. alewr ‘harina’ y ἀλέϝω; en grado P/C ἔλυμος ‘mijo’; en grado C/C ἀλέται, ἀλετών, ἀλετός c. timbre e analóg. c. el grado pleno.
Greek Monolingual
ἀλέω (Α)
σε χρήση μόνο το μέσο ἀλέομαι.
Greek Monotonic
ἀλέω: [ᾰ], παρατ. ἤλουν, αόρ. αʹ ἤλεσα, Επικ. ἄλεσσα, παρακ. ἀλήλεκα — Παθ. παρακ. ἀλήλεσμαι ή -εμαι· αλέθω, συντρίβω, τρίβω, κοπανίζω, σε Ομήρ. Οδ. (Από τη √ΑΛ προήλθαν επίσης τα ἀλήθω, ἀλείατα, ἄλευρον, ἄλως, ἀλωή).
• ἀλέω: χρησιμ. μόνο ως Μέσ. ἀλέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀλέω: (ᾰ) (эп. aor. ἄλεσσα, pf. ἀλήλεκα; pf. pass. ἀλήλεσμαι или ἀλήλεμαι) молоть Hom., Plut., Arph., Anth.: σῖτος ἀληλεσμένος Her., Thuc.; молотый хлеб.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: grind (Od. κατ-).
Other forms: Aor. ἤλεσα, ep. ἄλεσσα, pf. ἀλήλεκα, -ε(σ)μαι.
Dialectal forms: Myc. uncertain ]artereu[.
Derivatives: ἀλέ-ατα wheat-groats (inscr. Miletos, VIa) from *ἀλέ-Ϝατα, with metrical lengthening ἀλείατα (Hom.), cf. Schulze Q. 226 and Hdn. 2, 472, 12, who explains ἄλειαρ from ἄλεαρ. Thematized in ἄλευρ-ον, mostly pl. ἄλευρα flour (Hdt.). - ἄλητον flour (Hp.) with η after ἄμητος or contr. from ἀλεατ-. ἀλήσιον πᾶν τὸ ἀληλεσμένον H., Lacon. ἀληhιον (with s < t before i!). - ἄλημα n. flour (S.). - ὄνος ἀλέτης grinder (upper millstone) (Gortyn, X., cf. Schwyzer 499, Fraenkel Nom. ag. 2, 57f.). - ἀλετρίς woman who grinds corn (Hom.). - On ἀλετρίβανος m. pestle (Ar.) cf. Schwyzer 263, 438. - Lengthened vb. stem ἀλήθω (Hp.; Schwyzer 682). Unclear ἀλίνω = λεπτύνω (Phot. ex S.); cf. ἀλιν[ν]όν ἀμυδρόν H., s. Güntert IF 45, 345.
Origin: IE [Indo-European] [28] *h₂elh₁- grind
Etymology: ἀλέω is prob. an athematic present *ἀλε- < *h₂elh₁-. - With *ἄλε-Ϝαρ cf. Arm. alewr flour, *h₂leh₁-ur̥. The Arm. verb is aɫam. Further cognates in Indo-Iranian, e. g. MInd. (+ Hindi, Bengali) āṭā flour, NPers. ārd id., Av. aša- (< *arta-) ground. - The PIE root *melh₂-, same meaning, cf. μάλευρον.
Middle Liddell
[From Root !αλ, came also ἀλήθω, ἀλείατα, ἄλευρον, ἄλως, ἀλωή.]
to grind, bruise, pound, Od.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλέω, aor. ἤλεσα, ep. ἄλεσσα (in tmes.); perf. med.-pass. ἀλήλε(σ)μαι, malen.
Frisk Etymology German
ἀλέω: {aléō}
Forms: Aor. ἤλεσα, ep. ἄλεσσα
Grammar: v.
Meaning: mahlen (ion. att.).
Derivative: Zahlreiche Ableitungen. Nomina actionis: 1. ἀλέατα ‘(Weizen)mehl’ (Inschr. Miletos, VIa) aus *ἀλέϝατα, woraus mit metrischer Dehnung ἀλείατα (Hom.), vgl. Schulze Q. 226 und Hdn. 2, 472, 12, wo der Sing. ἄλειαρ aus ἄλεαρ erklärt wird. Thematische Umbildung in ἄλευρον, gew. pl. ἄλευρα ‘(Weizen)mehl’ (ion. att.); verfehlt Specht Ursprung 114. Davon ἀλεύρινος und ἀλευρώδης (Mediz.), ἀλευρίτης (ἄρτος), s. Redard Les noms grecs en -της 88. — 2. ἄλητον, -τα Mehl (Hp., Sophr. u. a.) mit sekundärem η, wohl nach ἄμητος. Davon ἀλήσιον· πᾶν τὸ ἀληλεσμένον H., lakon. ἀλη‘ιον. — 3. ἀλετός m. (Plu.) und ἀλητός (Babr.) das Mahlen. — 4. ἄλεσις und ἄλησις ib. (Gp.). — 5. ἀλεσμός ib. (J.) und ἄλεσμα Mahlgut (EM), beide mit unursprünglichem σ. — 6. ἄλημα n. Mehl, übertr. ein durchtriebener Mann (S.). — Nomina agentis: 1. ὄνος ἀλέτης der obere Mühlstein (Gortyn, X., vgl. Schwyzer 499 und Fraenkel Nom. ag. 2, 57f.), im selben Sinne ὄνος ἀλετών (Alexis). — 2. ἀλετρίς Müllerin (ep. poet.), vgl. Chantraine Formation 329, mit ἀλετρεύω mahlen (ep.). — Nomen instrumenti: ἄλεστρον Mahlkosten (Pap.), s. Chantraine 332 m. Lit., Schwyzer 532. — Außerdem das Adj. ἀλετικός zum Mahlen gehörig (Pap.). — Zum unklaren ἀλετρίβανος m. Mörserkeule (Ar. u. a.) vgl. Schwyzer 263 und 438.
Erweitere Verbformen liegen vor in ἀλήθω mahlen (Hp., Thphr. usw., Schwyzer 682) und in ἀλίνω = λεπτύνω (Phot. aus S.); zum letzteren ἀλιν[ν]όν· ἀμυδρόν H., s. Güntert IF 45, 345.
Etymology : ἀλέω ist wahrscheinlich aus einem thematischen Präsens hervorgegangen (Schwyzer 682 : 4). Die in *ἄλεϝαρ, ἄλευρον vorliegende Bildung auf -ϝ(α)ρ- hat ihr genaues Gegenstück in arm. alewr Mehl. Auch das Verb kehrt, mit anderem Vokal im Stammauslaut, in arm. aɫam mahlen wieder. Auch im Indischen und Iranischen ist diese Wortsippe vertreten, z. B. nind. (hindi, bengali) āṭā Mehl, npers. ārd Mehl, aw. aša- (< *arta-) gemahlen, vgl. Bailey Trans. Cambr. Philol.Soc. 1933, 60. (Unsicherer ist aind. áṇu- fein, dünn; unhaltbar darüber Specht Ursprung 125, wo weitere Lit.) Dagegen fehlt sie in den übrigen Sprachen; vgl. μύλη.
Page 1,70-71