σπεῖρον
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
τό, A piece of cloth, Hom. (only in Od.), εἴλυμα σπείρων a wrapping cloth, 6.179; σπεῖρα κακά sorry wraps, of a beggar, 4.245; αἴ κεν ἄτερ σπείρου κεῖται without a cerecloth or shroud, 2.102, cf. 19.147, 24.137; σπεῖρον καὶ ἐπίκριον sail and sailyard, 5.318; πείσματα καὶ σπεῖρα [where the ult. is long in arsi] 6.269 (v.l. σπείρας):—later, garment, νυμφιδίου σπείροιο καλύπτρη Euph. 107; cf. σπειρίον.
German (Pape)
[Seite 919] τό, ein Gewand od. Tuch rum Umwickeln od. Umhüllen, bes. ein als Kleid dienendes Tuch, ein Umwurf zur Umhüllung des Leibes; εἴλυμα σπείρων, ein Umschlag um gewaschene Gewänder, Od. 6, 179; κακὰ σπεῖρα, schlechte Hüllen, von den Lumpen eines Bettlers. 4, 245; Leichentuch, 2, 102. 19, 147. 24, 137; Segeltuch, 5, 318. 6, 269; νυμφιδίου σπείροιο παρακλίνασα καλύπτρην, Euphorion bei Schol. Eur. Phoen. 688.
Greek (Liddell-Scott)
σπεῖρον: τό, τεμάχιον ὑφάσματος, Ὅμηρ. (μόνον ἐν τῇ Ὀδ.), εἴλυμα σπείρων, ὕφασμα περιτυλίσσον, Ζ. 179· κακὰ σπεῖρα, ἐλεεινὰ ἐνδύματα, ἐπὶ ἐπαίτου, Δ. 245· αἴκεν ἄτερ σπείρου κῆται, ἄνευ σαβάνου, Β. 102, Τ. 147, Ω. 137· σπεῖρον καὶ ἐπίκριον, ἱστίον καὶ ἀντέννα, Ε. 318· πείσματα καὶ σπεῖρα [[[ἔνθα]] ἡ λήγουσα εἶναι μακρὰ ἐν ἄρσει], Ζ. 269· ἴδε Nitzsch εἰς Κ. 32· - παρὰ μεταγεν., ἔνδυμα, φόρεμα, νυμφιδίου σπείροιο καλύπτρη Εὔφορ. 48· πρβλ. σπειρίον. - Καθ’ Ἡσύχ. «τὸ καλὸν ἱμάτιον καὶ τὸ ῥακῶδες».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
bande de toile pour envelopper, d’où
1 tissu, vêtement ; τὰ σπεῖρα haillons;
2 linceul, suaire;
3 voile de navire.
Étymologie: σπείρω ; cf. σπεῖρα¹.
English (Autenrieth)
(cf. σπάρτον, σπείρω): any wrap, garment, shroud, sail, Od. 5.318, Od. 6.269.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. κομμάτι υφάσματος (α. «εἴλυμα σπείρων», Ομ. Οδ.
β. «σπεῑρα κάκ' ἀμφ' ὤμοισι βαλών», Ομ. Οδ.)
2. σάβανο
3. ιστίο πλοίου
4. γυναικείο ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. σπεῖρα με αρχική σημ. «αυτό με το οποίο τυλίγεται κανείς», από όπου προήλθε η σημ. «κομμάτι υφάσματος» (για ετυμολ. βλ. λ. σπείρα)].
Greek Monotonic
σπεῖρον: τό, κομμάτι υφάσματος, εἴλυμα σπείρων, ύφασμα που περιτυλίγεται, περίβλημα, σε Ομήρ. Οδ.· κακὰσπεῖρα, άθλια ενδύματα, στο ίδ.· ἄτερ σπείρου, χωρίς σάβανο, στο ίδ.· επίσης, ιστίο, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
σπεῖρον: τό
1) обертка из ткани, полотнище: εἴλυμα σπείρων Hom. ткань для обертывания тела, легкая накидка; κακὰ σπεῖρα Hom. жалкое рубище;
2) погребальное одеяние, саван Hom.;
3) парус (πείσματα καὶ σπεῖρᾱ Hom. - ᾱ в арсисе!).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπεῖρον -ου, τό [~ σπεῖρα] doek, lap:. σπεῖρα κακά vodden Od. 4.245. lijkwade, lijkkleed. zeil.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: cloth, burial shroud, sailcloth, shroud (Od., Euph.).
Derivatives: σπειρο-φόρος m. bearer of a σ. (Ephesos); heterocl. pl. σπείρ-εα (Nic. Th. 882; after ῥήγεα a. o.) metaph. of the onionscales, thus -ώδης rich in layers (Nic.). Uncertain σπειρία pl. n. garments (X. HG 4, 5, 4; rather with Dindorf σείρια). Denom. aor. σπειρῶσαι = σπαργανῶσαι, to swathe (Call.), if not from σπεῖρα (s. v.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [991] *sper- turn, wind
Etymology: Archaic and poetic word. From *σπερ-ι̯ον, with ι̯ο-suffix from the same verbal or nominal basis as σπεῖρα, so prop. winding around, enclosure. Alb. fier, thier fern has the same origin (Bonnet, RPh. 2000, 283).
Middle Liddell
σπεῖρον, ου, τό,
a piece of cloth, εἴλυμα σπείρων a wrapping cloth, Od.; κακὰ σπεῖρα sorry wraps, Od.; ἄτερ σπείρου without a shroud, Od.; also a sail, Od.
Frisk Etymology German
σπεῖρον: {speĩron}
Grammar: n.
Meaning: Tuch, Leichentuch, Segeltuch, Hülle (Od., Euph.);
Derivative: σπειροφόρος m. ‘Träger eines σ.’ (Ephesos); heterokl. pl. σπείρεα (Nik. Th. 882; nach ῥήγεα u. a.) übertr. von den Zwiebelschuppen, ebenso -ώδης schuppenreich (Nik.). Unsicher σπειρία pl. n. Gewänder (X. HG 4, 5, 4; eher mit Dindorf σείρια). Denom. Aor. σπειρῶσαι = σπαργανῶσαι, einwindeln (Kall.), wenn nicht von σπεῖρα (s. d.).
Etymology : Altertümliches und poetisches Wort. Aus *σπερι̯ον, mit ι̯ο-Suffix vom selben verbalen oder nominalen Grundwort wie σπεῖρα, somit eig. Umwindung, Umwicklung.
Page 2,761-762