δαΐζω

Revision as of 17:35, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

English (LSJ)

aor. ἐδάϊξα (v. infr.):—Med. fut. A δαΐσονται Man.4.615:— Pass. (v. infr., cf. δαίω B):—poet. (Trag.in lyr.), cleave asunder, πάντα διεμοιρᾶτο δαΐζων Od.14.434; χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι Il.2.416, cf. 7.247; δαΐζων ὀξέϊ χαλκῷ 24.393; κάρανα δαΐξας A.Ch.396. 2 slay, δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας Il.11.497; τέκνον δαΐξω A.Ag.208: freq. in Pass., χαλκῷ δεδαϊγμένος Il.22.72, etc.; δεδαϊγμένος ἦτορ pierced through the heart, 17.535; δεδαϊγμένον ἦτορ a heart torn by misery, Od.13.320; ἐκ βελέων δαϊχθείς Pi.P.6.33; ἐξ ἐμᾶν χερῶν E. IT872. 3 rend, χερσὶ κόμην ᾔσχυνε δαΐζων Il.18.27 (so in Med. fut., Man.l.c.); δαΐζειν πόλιν destroy it utterly, A.Supp.680, cf. Ch. 396. 4 divide, ἐδαΐζετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν their soul was divided within them, Il.9.8; δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν διχθάδια divided or doubting between two opinions, 14.20; δαΐζειν ἐννέα μοίρας = to divide into .., Orph.L.712. 5 = δαινύναι (q.v.), θυσίας ἃς δαΐζοι ἁ πόλις IG7.207 (Aegosthena). [δᾰ-; but δᾱ- Il.11.497, A.Ch.396.] (Prob. δαϝίζω from *δα-ϝο-ς 'cut'; cf. δατέομαι.)

German (Pape)

[Seite 514] (vgl. δαίω), fut. δαΐξω, pass. δεδαϊγμένος, δαϊχύείς; δεδαιγμένος Pind. P. 8, 87; δαϊσθείς Eur. Heracl. 914 zw., s. Buttm.; zertheilen, zerschneiden, zerreißen; Odyss. 14, 434 καὶ τὰ μὲν ἕπταχα πάντα δισμοιρᾶτο δαΐζων, vom Eintheilen des Fleisches in Portionen; Ἑκτόρεον δὲ χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι χαλκῷ ῥωγαλέον Iliad. 2, 416; κόμην, das Haar zerraufen, 18, 27; κάρανα δαΐξας Aesch. Ch. 396; Sp.; töd ten, absol., ἂψ ἐπόρουσε δαϊζέμεναι μενεαίνων Iliad 21, 33; mit accusat., δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας Iliad. 11, 497; χαλκῷ δεδαϊγμένος 22, 72; ohne χαλκῷ, δεδαϊγμένος ἦτορ, todt lag er da, 17, 535; ἐκ βελέων δαϊχθείς Pind. P 6, 33; τέκνον δαΐξω Aesch. Ag. 205; ἐξ ἐμῶν δαϊχθεὶς χερῶν Eur. I. T 873; πόλιν, verwüsten, Aesch. Suppl. 680. Häufig übertr., ἐδαΐζετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν, das Herz war ihnen getheilt in der Brust, war in innerem Zwiespalt, Il. 9, 8; ähnl. ὥρμαινε δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν διχθάδια, er war unschlüssig, ἢ – ἦε 14, 20; φρεσὶν ἔχων δεδαϊγμένον ἦτορ, ein von Kummer zerrissenes, gequältes Herz im Busen habend, Od. 13, 320. Im Anfang des Verses Il . 11, 497 δα.

Greek (Liddell-Scott)

δαΐζω: μέλλ. -ξω, ἀόρ. ἐδάϊξα· -παθ. (ἴδε κατωτ. καί πρβλ. δαίω Β). Ποιητ. ῥῆμα, διακόπτω εἰς δύο, διαχωρίζω, πάντα διεμοιρᾶτο δαΐζων Ὀδ. Ξ. 434· χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι Ἰλ. Β. 416, πρβλ. Η. 247· δαΐζων ὀξέϊ χαλκῷ Ω. 393· κάρανα δαΐξας Αἰσχύλ. Χο. 297. 2) σφάζω, φονεύω, δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας Ἰλ. Λ. 497· τέκνον δαΐξω Αἰσχύλ. Ἀγ. 207· -συχν. ἐν τῷ παθ., χαλκῷ δεδαϊγμένος Ἰλ. Χ. 72, κτλ.· δεδαΐγμένος ἦτορ, διατετρυπημένος τὴν καρδίαν (ὡς εἰ χαλκῷ) Ρ. 535· δεδαΐγμένον ἦτορ, καρδία διεσχισμένη καὶ βεβασανισμένη διὰ δυστυχίας, Ὀδ. Ν. 320· ἐκ βελέων δαϊχθείς Πίνδ. Π. 6. 33· ἐξ ἐμᾶν χερῶν Εὐρ. Ι. Τ. 873. 3) τίλλω, ἀποσπῶ, χερσὶ κόμην ᾔσχυνε δαΐζων, Ἰλ. Σ. 27· -δαΐζειν πόλιν, καταστρέφειν ἐξ ὁλοκλήρου, Αἰσχύλ. Ἰκέτ. 680, πρβλ. Χο. 396. 4) ἁπλῶς, χωρίζω, διαχωρίζω, διχάζω, ἐδαΐζετο θυμός ἐνὶ στήθεσσιν, ἡ ψυχή του ἐδιχάζετο ἐν αὐτῷ, δηλ. ἦτο ἐν ἀμφιβολίᾳ, Ἰλ. Ι. 8· δαϊζόμενος κατά θυμόν διχθάδια, διῃρημένος ἢ ἀμφιβάλλων μεταξὺ δύο γνωμῶν, Ξ. 20· -ὡσαύτως, δαΐζειν ἐννέα μοίρας, διαιρεῖν εἰς…, Ὀρφ. Λιθ. 707. [δᾰ-· ἀλλὰ δᾱ- Ἰλ. Λ. 497, Αἰσχύλ. Χο. 396.]

French (Bailly abrégé)

f. δαΐξω, ao. ἐδάϊξα, pf. inus.
Pass. δαΐζομαι, impf. ἐδαϊζόμην, f. inus., ao. ἐδαΐχθην, pf. δεδάϊγμαι;
1 diviser, séparer, couper (qch pour faire des parts) ; fig. ἐδαΐζετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν IL leur cœur était partagé (càd en doute) dans leur poitrine ; δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν διχθάδια IL partagé dans son cœur entre deux opinions;
2 d’ord. avec idée de violence déchirer avec le tranchant d’une arme ; p. ext. déchirer, arracher : χερσὶ κόμην IL s’arracher les cheveux de ses mains ; δεδαϊγμένος ἦτορ IL qui a le cœur déchiré (par une arme) ; fig. δεδαϊγμένον ἦτορ OD cœur déchiré, torturé;
3 faire périr ; en gén. détruire (une ville) de fond en comble.
Étymologie: cf. δαίω¹, δαίνυμι.

English (Autenrieth)

(δαί Od. 24.2), fut. δαΐξω, pass. perf. part. δεδαϊγμένος: cleave, cut asunder; of carving, Od. 14.434, but usually of wounding, hence cut down, slay, Il. 21.147; pass. δεδαϊγμένον ὀξέι χαλκῷ, Il. 18.236, etc.; metaph., two expressions are to be distinguished, ἐδαΐζετο θῦμός, ‘rentwith cares, sorrows, Il. 9.9, Od. 13.320, and ὥρμαινε δαϊζόμενος κατὰ θῦμὸν | διχθάδια, a ‘divided’ mind, Il. 14.20.

English (Slater)

δαΐζω
1 tear, wound Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμἐπέδα Πάριος ἐκ βελέων δᾰϊχθείς (P. 6.33) [πτώσσοντι, συμφορᾷ δεδαϊγμένοι (codd. contra metr.: δεδαιγμένοι Hermann: δεδαγμένοι Bergk e. Σ, edd.) (P. 8.87) δαι]ξομ[ένων supp. Snell e Σ, ἀπομερισθησομένων καὶ ἁγνισθησομένων Πα. 10. 6]

Spanish (DGE)

(δᾰΐζω)
• Prosodia: [-ᾱ- Il.11.497, A.Ch.396]
I en cont. de violencia
1 c. ac. de inanim. rasgar, desgarrar, arrancar χιτῶνα περὶ στήθεσσι ... χαλκῷ Il.2.416, cf. 7.247, 16.841, φίλῃσι δὲ χερσὶ κόμην ... δαΐζων Il.18.27, cf. Nonn.D.5.375, κάρανα δαΐξας cortando cabezas A.Ch.396
en v. pas. δαϊζόμεναι δρύες Ἴδης ἤριπον Colluth.195
en cont. paród. σαργὸν ... δριμεῖ δεδαϊγμένον ὄξει Archestr.SHell.167.4 (pero cf. II, 1)
raro c. suj. no pers. destruir, arrasar (ποταμός) ἕρκεα μακρά δαΐζει Q.S.10.171, cf. en v. pas., Gr.Naz.M.38.129.
2 fig. desgarrar, afligir θυμὸν ... Βορέας ὑπὸ κύμασιν δαΐζει B.13.126
en v. med.-pas. estar desgarrado en el sent. de dividido o afligido en cont. de incertidumbre o tristeza ὣς ἐδαΐζετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν Il.9.8, 15.629, ὥρμαινε δαϊζόμενος κατὰ θυμόν Il.14.20, ἔχων δεδαϊγμένον ἦτορ con el corazón desgarrado, Od.13.320, cf. Il.17.535, ἐκ θυμοῖο δαΐζετο Q.S.10.411.
3 c. ac. de anim. destrozar, masacrar gener. colect. ἵππους τε καὶ ἀνέρας Il.11.497, Ἀργείους Il.24.393, τάνδε πόλιν A.Supp.680, cf. Q.S.12.351, μηλονόμους Nonn.D.48.664, φάλαγγας Q.S.1.324, cf. en v. pas., Hes.Fr.335
abs. δαϊζέμεναι μενεαίνων ávido de destrucción, Il.21.33
golpear, herir de muerte μετάφρενον ... ἀνδρὸς φεύγοντος Tyrt.7.17, εἰ τέκνον δαΐξω ref. al sacrificio de Ifigenia, A.A.208, cf. Nonn.D.22.191, κρείσσων δὲ τὸν ἥττονα φῶτα Orph.Fr.292, σφεας ... ἐς ἀσπίδας Q.S.8.188, cf. 3.303, AP 7.210 (Antip.Sid.), Nonn.D.22.191
en v. pas. νέῳ ... δεδαϊγμένῳ ὀξέϊ χαλκῷ Il.22.72, ἵππος ... ἐκ βελέων δαϊχθείς Pi.P.6.33, cf. E.IT 872, μήτηρ ... μογοστοκίῃ δεδαϊγμένη Man.1.337, 4.412.
II en cont. de sacrificio y banquete
1 dividir en partes los trozos de carne para hacer el reparto τὰ μὲν ἕπταχα πάντα διεμοιρᾶτο δαΐζων Od.14.434, el cuerpo de un animal ἐννέα μοίρας Orph.L.712.
2 c. ac. int. celebrar un banquete θυσίας ἃς δαΐζοι ἁ πό[λ] ις IG 7.207.13 (Mégara III a.C.), en v. pas. θύματα ... δαϊχθέντα Sch.S.Ai.219P.
• Etimología: Deverbativo formado a partir de δαίω.

Greek Monolingual

(I)
δαΐζω (Α)
1. διαχωρίζω, σχίζω στα δύο, χωρίζω
2. τεμαχίζω, σφάζω, φονεύω
(«δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας)
3. (για πόλεις) καταστρέφω, ερημώνω
4. (για τα μαλλιά) ξεριζώνω («χερσί κόμην ἤσχυνε δαΐζων»)
5. βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι
(«ὥρμανε δαϊζόμενος κατἀ θυμὸν διχθάδια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταρρηματικό σχηματισμό σε -ίζω του ρ. δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ), ενώ η υπόθεση ότι προέρχεται από δă-Fos (πρβλ. δατέομαι) δεν φαίνεται πειστική].
(II)
δαΐζω και δάζω (Μ)
(για άλογο) τρέχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. επίθ.) δάος «γρήγορος» (για άλογο)].

Greek Monotonic

δαΐζω: μέλ. -ξω, αόρ. αʹ ἐδάϊξα (δαίω Β),
1. διαχωρίζω σε τεμάχια, τεμαχίζω, κομματιάζω, ξεσχίζω, σε Όμηρ., Αισχύλ.
2. σφάζω, φονεύω, αφανίζω, σκοτώνω, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
3. σχίζω, ξεριζώνω, αποσπώ, κατακόβω· χερσὶ κόμην ᾔσχυνε δαΐζων, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., χαλκῷ δεδαϊγμένος, στο ίδ.· δεδαϊγμένος ἦτορ, με τρυπημένη καρδιά, στο ίδ.· δεδαϊγμένον ἦτορ, μια καρδιά «κομματιασμένη» από τις δυστυχίες, στο ίδ.· δαϊχθείς, σε Πίνδ., Ευρ.
4. απλώς, διαχωρίζω, μοιράζω· ἐδαΐζετο θυμὸςἐνὶ στήθεσσιν, η ψυχή του ήταν διχασμένη μέσα του, δηλ. βρισκόταν σε αμφιβολία, σε Ομήρ. Ιλ.· δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν διχθάδια, διχασμένος ή αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο γνώμες, απόψεις, διχόγνωμος, στο ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαΐζω [1. δαίομαι] ep. inf. δαϊζέμεναι; aor. ἐδάϊξα, pass. ἐδαΐχθην; perf. med.-pass. δεδάϊγμαι, ep. plqperf. 3 sing. δεδάϊκτο; fut. δαΐξω, doorklieven, doorboren, splijten, verscheuren, meestal met een wapen in de strijd:; εὖτ ( ε ) … Ἀργείους κτείνεσκε δαΐζων ὀξέϊ χαλκῷ wanneer hij Argivers doodde door ze te doorklieven met scherp brons Il. 24.393; τοὺς Ἀχιλεὺς ἐδάϊζε die Achilles doorkliefde (met zijn wapen, d.w.z. doodde) Il. 21.147; δ. χαλκῷ ῥωγαλέον (iets) met brons doorboren zodat het verscheurd wordt Il. 2.416; pass. met acc. resp.:; Ἄρητον … δεδαϊγμένον ἦτορ Aretos met zijn borst doorkliefd Il. 17.535; met het wapen als subj.:; ἕξ … διὰ πτύχας ἦλθε δαΐζων χαλκὸς ἀτειρής het onvermoeibare brons boorde zich door zes lagen Il. 7.247; ook buiten de strijd:; διαμοιρᾶσθαι δαΐζων in stukken snijden (met een mes) Od. 14.434; κόμην δ. het haar uitrukken (met de handen) Il. 18.27; overdr.:; λοιγός … τάνδε πόλιν δαΐζων vernietiging die deze stad splijt Aeschl. Suppl. 680; ook pass.: verscheurd, verdeeld zijn (door angst, zorg of twijfel):. δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν διχθάδι ( α ) in tweeën gespleten in zijn hart Il. 14.20; ὣς ἐδαΐζετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν zo was het hart verdeeld in de borst van de Achaeërs Il. 9.8; ἔχων δεδαϊγμένον ἦτορ met een verscheurd hart Od. 13.320.

Russian (Dvoretsky)

δαΐζω:
1) делить, разделять, распределять (ἕπταχα τὰ πάντα δαϊζέμεναι Hom.): δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν διχθάδια Hom. колеблясь между двумя решениями;
2) рассекать, разрубать (χιτώνα χαλκῷ Hom.; κάρανα Aesch.): δεδαϊγμένος ἦτορ Hom. пораженный в сердце, но ἔχων δεδαϊγμένον ἦτορ с растерзанным сердцем, тяжко удрученный;
3) разрывать, рвать (на себе) (χερσὶ κόμην Hom.);
4) разорять, опустошать (τάνδε πόλιν Aesch.);
5) истреблять, убивать (ἵππους τε καὶ ἀνέρας Hom.; ἵππος ἐκ βελέων δαϊχθείς, v.l. δαχθείς Pind.; τέκνον τινός Aesch.; ἐκ χερῶν τινος δαϊχθείς Eur.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: cleave, pierce (Il.).
Other forms: Aor. δαΐξαι, perf. ptc. δεδαϊγμένος
Derivatives: δαϊκτήρ "divider" of Ares (Alc.), also of γόος (A. Th. 916); also δαΐκτωρ (γάμος A. Supp. 798); δαϊγμός (EM); -δαΐκτας in μηλοδαΐκτας (B.); καρπο-δαισται (Gortyn); from δαίομαι with analogical -σ-, as in δεδαισμένον, δαισθείς (E.), s. Fraenkel Nom. ag. 1, 194.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Deverb. from δαίομαι (s. Schwyzer 736).

Frisk Etymology German

δαΐζω: {daḯzō}
Forms: Aor. δαΐξαι, Perf. Ptz. δεδαϊγμένος
Grammar: v.
Meaning: zerschneiden, durchbohren (ep. poet. seit Il.).
Derivative: Davon δαϊκτήρ "Zerteiler" Beiname des Ares (Alk.), auch attributivisch von γόος (A. Th. 916 [lyr.]); in dieser Verwendung auch δαΐκτωρ (γάμος A. Supp. 798 [lyr.]); δαϊγμός (EM); als Hinterglied -δαΐκτας z. B. μηλοδαΐκτας (B.); daneben καρποδαισται (Gortyn); viell. zu δαίομαι mit analogischem -σ-, das auch in δεδαισμένον (ebd.), δαισθείς (E. in lyr.) vorliegen kann, s. Fraenkel Nom. ag. 1, 194.
Etymology : Deverbative Bildung auf -ίζω von δαίομαι (vgl. Schwyzer 736), s. d. Nicht mit Schulze Kl. Schr. 370 denominativ von *δαϝός (δατέομαι).
Page 1,340